Τον άφησα να μου λέει ιστορίες. Ατέλειωτες ιστορίες. Για σημαντικές, μυθικές, θάλεγα, συναντήσεις. Για τον τρόπο που δούλευε. Για τα παιδικά του χρόνια. Σχεδόν δεν τολμούσα να τον διακόψω, λίγο μόνο και διακριτικά για να κρατήσουμε ένα στοιχειώδες νήμα στην κουβέντα μας.
Πάνω από μισό αιώνα έχει κλείσει ο Παντελής Βούλγαρης στον κινηματογράφο. Οι ταινίες του, αλλά και ο ίδιος, όμορφος και γλυκομίλητος πάντα, είναι κομμάτι της ζωής μας. Η ωραία ιδέα της Ταινιοθήκης της Θεσσαλονίκης να τον τιμήσει φέτος με μια ρετροσπεκτίβα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είχε τεράστια ανταπόκριση. Κυρίως από τη νεολαία. Τώρα που την σκυτάλη παίρνει στην Αθήνα η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, με δώδεκα από τις δεκατρείς μεγάλες ταινίες του, αλλά και τις θρυλικές μικρές του, από τις 8 μέχρι και τις 15 Δεκεμβρίου, τον φιλοξενούμε με συγκίνηση και σεβασμό στο Flix. Kαι σημειώνουμε σε ατζέντες ποια-ποιες ταινίες του πρέπει εξάπαντος να ξαναδούμε.
Διαβάστε ακόμη: To αφιέρωμα στον Παντελή Βούλγαρη στην Ταινιοθήκη της Ελλάδοος
Ο Παντελής Βούλγαρης μαζί με τον Δημήτρη Καταλειφό, τον Γιώργο Αρμένη και τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη στην προβολή του «Ολα Είναι Δρόμος» στο 63ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
Εβλεπα τις φωτογραφίες από την πανηγυρική προβολή της ταινίας «Oλα είναι Dρόμος» στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με εσάς, τον Γιώργο Φρέντζο, τον Δημήτρη Καταλειφό, τον Γιώργο Αρμένη, και, Χριστέ μου, οι ηλικίες στην αίθουσα μου φάνηκαν από 18 μέχρι 25 χρονών! Αν ήμουνα εκεί, θα ένοιωθα γριά.
Κι εγώ που ήμουνα επάνω κάπως έτσι αισθανόμουνα. Είναι, βέβαια, και η σχολή κινηματογράφου του ΑΠΘ, παίζει ρόλο στην προσέλευση των νέων. Βοήθησα κι εγώ και δημιουργήθηκε, πήγαμε με τον Απόστολο Βέττα έξω, είδαμε σχολές κινηματογράφου… Αλλά, ο Σαββόπουλος, ο Αγγελόπουλος κι εγώ δεν μπορούσαμε να διδάξουμε, γιατί δεν είχαμε πτυχίο ανώτατης παιδείας. Θα μπορούσαμε να είμαστε μόνο επισκέπτες καθηγητές. Τελοσπάντων. Αυτό που συμβαίνει με το «Ολα είναι Δρόμος» είναι για μένα εντελώς ακατανόητο. Μετά από τόσα χρόνια να γίνεται χαμός…
Με τον Διευθυντή Φωτογραφίας Γιώργο Φρέντζο στα γυρίσματα του «Ολα Είναι Δρόμος»
Μα δεν είναι υπέροχη ταινία; Κάθε ταινία σας ήταν γεγονός, ακόμα και μιντιακό, αλλά αυτή ήταν ακόμα περισσότερο και όχι επειδή είχα έρθει στα γυρίσματα στον Εβρο. Τα είχε όλα. Τεράστιοι ηθοποιοί, ο Βέγγος σκότωνε άνθρωπο, συγκλονιστικά θέματα, απίστευτοι χώροι…
Τώρα διαπιστώνω κι εγώ ότι είναι πολύ καλή. Και έγινε μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Γιατί την σκέφτηκα την ταινία όταν είχα πάει στη Θεσσαλονίκη για να δουλέψω για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα και αφορμή ήταν τα ταξίδια που έκανα σε Μακεδονία και Θράκη και η στενή συνεργασία που είχα με τον Πάνο Θεοδωρίδη, καλλιτεχνικό διευθυντή τότε της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Κάθε Σαββατοκύριακο επέστρεφα σπίτι και έλεγα τις ιστορίες και τις εμπειρίες μου. Και μού λέει η Ιωάννα , «αφού είσαι εκεί πάνω, δεν κάνεις μια ταινία;». Οταν πήρα τηλέφωνο τον Πάνο τον Θεοδωρίδη δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο ιδέες, γιατί εν πάσει περιπτώσει όλα αυτά τα χρόνια με τη δουλειά που κάνω, ξέρω να βλέπω το σημαντικό και το ενδιαφέρον. Πού εγγράφεται στο μυαλό μου , ούτε σε χαρτί ούτε σε κομπιούτερ, που δεν ξέρω. Και ή παραμένει και κάτι γεννάει ή εξαφανίζεται. Γιατί έρχεται κάτι άλλο, καινούργιο και πιο δυναμικό. Οι τρεις ιστορίες της ταινίας είναι μια δική μου και δυό του Σκαμπαρδώνη, γιατί μαζεύει κι αυτός ιστορίες. Μαζί τις κάναμε σενάριο και ξεκινήσαμε. Το γύρισμα ήταν σχετικά εύκολο. Τον Καταλειφό τον ήξερα χρόνια, τον Βέγγο επίσης, με τον Αρμένη δεν είχα δουλέψει ποτέ και δεν είμασταν και φίλοι, απλώς τον λάτρευα από το Θέατρο Τέχνης. Ηρθε Σάββατο και ξεκινήσαμε Δευτέρα τα γυρίσματα χωρίς να σταματήσουμε ποτέ και χωρίς να έχουμε ιδιαίτερη αναφορά μεταξύ μας.. Που γινόταν, όμως, το ψήσιμο; Πού γινόταν η μαγεία αυτή; Το πρωί, πολύ πριν τα γυρίσματα. Είχαμε βρει τον «Ζυγό», το νυχτερινό κέντρο, και πηγαίναμε στις 9 η ώρα. Εβαζα το τραγούδι, γιατί κάθε μέρα είχαμε από ένα τραγούδι να καλύψουμε, και σηκωνόμουνα επάνω και άρχιζα να χορεύω στην πίστα. Σιγά-σιγά έβαζα και τους ηθοποιούς, έβαζα και τους τεχνικούς… Ετσι γινόταν το γύρισμα.
Παντελής Βούλγαρης και Γιώργος Αρμένης στα γυρίσματα του «Ολα Είναι Δρόμος»
Και ο Αρμένης, πώς μπήκε στο ρόλο του πλούσιου, που καταστρέφει για το γινάτι του το μπουζουξίδικο «Βιετνάμ» και έμεινε στην ιστορία με τη φράση του «νάχουμε να γκρεμίζουμε»;
Ο Αρμένης καθόταν μονίμως στη θέση, που είχε πάρει από την αρχή χωρίς να ξέρει ποιά είναι η δουλειά του κινηματογραφικού μυαλού. Και παρόλο, που δεν είχαμε τα περιθώρια μιας στοιχειώδους πρόβας, δημιουργήθηκε μια μαγική σχέση μεταξύ εμένα, του Γιώργου, των μουσικών και των υπολοίπων που έβγαλε αυτό το αποτέλεσμα.
Με τον Ελία Καζάν στα γυρίσματα της «Φανέλας με το 9»
Είχε έρθει και ο Καζάν τότε στη Θεσσαλονίκη, καλά το θυμάμαι;
Δεν ήρθε στα γυρίσματα, αλλά έμεινε στη Θεσσαλονίκη τρείς μέρες, τρελάθηκε με την πόλη. Οταν πήγαμε στα προσφυγικά, στα Κάστρα, «τι κάνεις κάτω στην Αθήνα», μού είπε, «εδώ, εδώ να κάνεις ταινίες». Γιατί αυτός ήταν μια γάτα, μύριζε το ενδιαφέρον αμέσως. Και πάντα η σχέση μας ήταν με ιστορίες, κάθε φορά που ερχόταν στην Αθήνα ή στην Ανδρο, που τον είχαμε φιλοξενήσει, του έλεγα ιστορίες. Και μού έλεγε, «είσαι της μικρής ιστορίας εσύ». Οταν του διηγήθηκα με λίγα λόγια τις τρεις ιστορίες της ταινίας, κατάλαβε την πρώτη με τον Καταλειφό, κατάλαβε τον Βέγγο, το μπουζουκτσίδικο, όμως, δεν το κατάλαβε. Οταν τελείωσε η ταινία, επειδή είχα οικονομικά προβλήματα, άφησα όλο το υλικό στον Κατσουρίδη , «Ντίνο μοντάρισέ το, πρέπει να κάνω διαφημιστικά για να ζήσω». Υπήρχαν περίοδοι που έζησα με τα διαφημιστικά, και, μάλιστα, όχι με πολλά, γιατί ήταν πολύ καλά πληρωμένα. Με τρία διαφημιστικά τον χρόνο ζούσαμε.
Εξω από τις προβολές του αφιερώματος στο έργο του στην Ταινιοθήκη της Θεσσαλονίκης
Η ρετροσπεκτίβα σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα ήταν και για σας μια ευκαιρία να ξαναδείτε τις ταινίες σας, να αναλογιστείτε πάνω στη ζωή και την κληρονομιά που μας αφήνετε;
Το πρόβλημα είναι γενικότερο, όχι μόνο προσωπικό. Τι γίνονται αυτές οι ταινίες, που γυριστήκανε παλιά; Πρέπει να ψηφιοποιηθούν. Τρείς -τέσσερις τις έχω ψηφιοποιήσει
Και η «Μικρά Αγγλία» στο Cinobo σκίζει από θέαση.
Είναι καινούργια ταινία. Οι παλιότερες, όμως, έχουν πολλή δουλειά. Και το κυριότερο πρόβλημα, ακόμα κι αν έχεις τη δυνατότητα να κάνεις ψηφιοποίηση, είναι ο ήχος. Την εικόνα την καταφέρνουν, ο ήχος δεν υπάρχει τρόπος να μπει. Γιατί όταν πηγαίναμε να κάνουμε μοντάζ, η ηχητική μπάντα ήταν 8, 15 μπάντες. Μια μπάντα είχε ένα τηλεφώνημα, η άλλη είχε τη μουσική… Κι αυτά χαθήκανε, δεν υπάρχουν, αλλά ακόμα κι αν τα είχαμε δεν υπάρχουν μηχανήματα να τα αναπαραγάγουν. Κι έτσι ο ήχος, δυστυχώς, σε πολλές είναι προβληματικός, όχι μόνο στις δικές μου ταινίες. Η Φοίβη Αγγελοπούλου που ήταν στο Φεστιβάλ μού έλεγε τα ίδια. Ετσι, η παγκόσμια κληρονομιά των μεγάλων ταινιών και των μεγάλων σκηνοθετών, παραμένει στα αρχεία. Υπάρχει ένα ελληνικό κανάλι, που έχει πάρει τα δικαιώματα για τις ιταλικές ταινίες. Και βλέπουμε Φελίνι, υπάρχουν οι διάλογοι, αλλά περπάτανε οι ηθοποιοί και βήματα δεν ακούγονται.. Ούτε πόρτα που ανοίγει, ούτε τίποτα.
Αυτό που λέω στους σπουδαστές κινηματογράφου είναι το πρωί να βγαίνουν από το σπίτι και να κάνουν βόλτες. Να μπαίνουν στα τρόλει, να μπαίνουν στα τρένα, να πηγαίνουν να δούν την πόλη τους, την Αθήνα, όλες τις περιοχές, να αποκτήσουν εικόνες από το περιβάλλον. Αυτό το περιβάλλον, που εμένα με μάγεψε και έμεινε σαν ένα εργαλείο της δουλειάς μου.»
Μαζί με τον Αλέξη Δαμιανό, στον «Κλέφτη»
Μαζί με τους Θόδωρο Αγγελόπουλο, Δημήτρη Νόλλα, ΓΙώργο Αρβανίτη, Νίκο Παναγιωτόπουλο (πλάτη) για τον «Κλέφτη»
Ας πιάσουμε τα πολύ παλιά. Θα μας μιλήσετε γι’ αυτό το ψηλό, αδύνατο παιδί, φτυστό με τον Αλέξανδρο, που γύρισε το 1965 τον «Κλέφτη»; Τι αγωνίες είχε; Τι όνειρα;
Γι’ αυτά τα χρόνια λέω ότι ήμουνα πολύ τυχερός. Οι γονείς μου ήταν συντηρητικοί, ο πατέρας μου ψάλτης, από τους καλύτερους. Και, μάλιστα, κάποια στιγμή που μπήκα στην αριστερά, δεν έλεγα και πολλά για το εκκλησιαστικό παρελθόν που είχα. Γιατί είχα θείους παπάδες, ο παππούς μου ήταν παπάς και ξέρω και ψέλνω. Με τον Μητσιά καθόμαστε καμμιά φορά και ψέλνουμε... Ημουνα τυχερός γιατί δεν με πιέσανε καθόλου από το σπίτι. Κατ’ αρχάς στο Γυμνάσιο έμεινα δυο φορές. Μία φορά στο 8ο Γυμνάσιο, ντρεπόμουνα να πάω στην ίδια τάξη με νεότερα παιδιά και πήγα στη Νέα Φιλαδέλφεια, που ήταν κανονική Λεγεώνα των Ξένων. Οσοι είχανε μείνει από τα υπόλοιπα σχολεία, εκεί μαζεύονταν.
Γιατί; Βαριόσασταν το σχολείο; Είχατε αλλού το μυαλό σας;
Υπήρχαν ένας δυό καθηγητές που με μαγεύανε. Οι υπόλοιποι ήταν τυποποιημένοι. Την πρώτη έκθεση, που έγραψα στο Γυμνάσιο, την επισήμανε ο δάσκαλος και την διάβασε στην τάξη. «Μια Κυριακή», ήταν το θέμα. Κι εγώ είχα γράψει: «Μα τι μυρίζει στο σπίτι, τι μυρίζει; Α, είναι η φρυγανιέρα, που έχει βάλει η μητέρα μου για να φτιάξει φρυγανιές και τοστάκια». Ουτε φρυγανιέρα είχαμε ούτε τίποτα. Αυτές οι λεπτομέρειες τον τσίγκλησαν τον φιλόλογο και την διάβασε. Κάτι πήρα από αυτήν την επιτυχία και προχωρούσα.
Τζίμης ο Τίγρης
Γράφατε, δηλαδή;
Δεν έγραφα. Οχι. Αλλά τον «Κλέφτη» και τον «Τζίμη τον Τίγρη» τα είχα γράψει, σαν διηγήματα, ήταν η πρώτη μαγιά για τις ταινίες.
Και τι στο καλό κάνατε τα χρόνια του Γυμνασίου; Διαβάζατε βιβλία; Παίζατε μπάλα;
Δεν διάβαζα, γιατί δεν είχα ούτε ένα βιβλίο στο σπίτι. Ηταν η φτώχεια, αλλά και γονείς μου δεν είχαν τέτοια κλίση. Τι έκανα; Εβγαινα από το σπίτι. Αυτό που λέω στους σπουδαστές κινηματογράφου είναι το πρωί να βγαίνουν από το σπίτι και να κάνουν βόλτες. Να μπαίνουν στα τρόλει, να μπαίνουν στα τρένα, να πηγαίνουν να δούν την πόλη τους, την Αθήνα, όλες τις περιοχές, να αποκτήσουν εικόνες από το περιβάλλον. Αυτό το περιβάλλον, που εμένα με μάγεψε και έμεινε σαν ένα εργαλείο της δουλειάς μου. Τόσο, που όταν μου προτάθηκε να πάω στο εξωτερικό, σκέφτηκα ότι δεν μπορώ να το αναπληρώσω. Και είπα, «εδώ, εδώ». Είχα, βέβαια, την ευκολία, γιατί αμέσως αναδείχτηκε η δουλειά μου, είχα φίλους πιά στον κινηματογράφο.
Μην βιάζεστε.. Ενα-ένα. Πώς σας ήρθε να γίνετε σκηνοθέτης;
Από τον κινηματογράφο της γειτονιάς μου. Μέναμε στη Νάξου. Στην ίδια ακτίνα, στην Πατησίων, ήταν η «Ηλέκτρα», θερινός κινηματογράφος. Και μείς τα παιδιά, που είμαστε συνέχεια στις αλάνες και στα χώματα και παίζαμε γκαζάκια, ποτέ μέσα στο σπίτι, ακούγαμε αργά το απόγευμα την μηχανή προβολής. Γιατί ο μηχανικός έβαζε κάτι ντοκιμαντέρ για αλάτι και τέτοια, αγγλικά, να δουλέψει τη μηχανή. Και την ακούγαμε και τρέχαμε όλα τα παιδιά και μπαίναμε στον κινηματογράφο. Οι σημαντικές εμπειρίες μου από τότε είναι δύο. Η πρώτη σε ένα θέατρο στο Σύνταγμα, που με πήγε ο πατέρας μου να δω τον Λογοθετίδη, και όταν μπήκα στη ζεστασιά της αίθουσας και ένοιωσα τον κόσμο, κυριολεκτικά μαγεύτηκα. Η δεύτερη ήταν σε μια ταινία, που είδαμε στην «Ηλέκτρα» με τον πατέρα μου , «Πόθοι στους βάλτους», ιταλική. Τι μού έκανε εντύπωση; Η Σιλβάνα Μάνγκανο με τον Βιτόριο Γκάσμαν συναντιώνται σε μια αποθήκη εργοστασίου κι αυτός την βάζει κάτω και τής κάνει έρωτα. Επιστρέφοντας σπίτι, ρώταγα τον πατέρα μου, «μα τι του έκανε, ρε μπαμπά, αυτή η γυναίκα και την ταλαιπωρούσε»; Χαχαχα. Το άλλο είναι ότι μια μέρα, βγαίνοντας από το σπίτι στην οδό Νάξου, είδα ένα κινηματογραφικό συνεργείο. Ηταν καμμιά δεκαριά άτομα , αλλά ξεχώριζε ο σκηνοθέτης! Ηταν ο Σωκράτης ο Καψάσκης, που μετά τον γνώρισα, κάναμε παρέα. Πολύ ωραίος άντρας, φορούσε ένα ωραίο δερμάτινο σακάκι. Είδα ότι ξεχώριζε από το συνεργείο. Βοηθός ήταν ένα γειτονόπουλο, φίλος του αδελφού μου. «Για ρώτα τον τι δουλειά κάνει εκεί;». «Σκριπτ», μου λένε. Τι είναι σκριπτ; Βοηθός σκηνοθέτη.Κι από τότε άρχισα να το ψάχνω. Εμαθα ότι υπήρχε η σχολή Σταυράκου , έδωσα στο Πανεπιστήμιο, απέτυχα και πήγα καθυστερημένα στη σχολή Σταυράκου. Ο Ραφαηλίδης στη μεγαλύτερη τάξη από μένα, ο Νίκος Νικολαίδης στη δική μου. Δάσκαλους είχαμε τον Ροβήρο Μανθούλη, τον Ντίνο Δημόπουλο, τον Γρηγόρη Γρηγορίου…Ο Δημόπουλος ήταν ο πιο ιδιαίτερος για μένα , γιατί ήταν δρών σκηνοθέτης, έκανε ταινίες. Και μαθαίναμε από εκείνον. Όταν πρωτοδιάβασε ο Ντίνος τον «Κλέφτη» του άρεσε πολύ και το έκανε μάθημα το διήγημα. Πήρα πάνω μου. Μετά από λίγους μήνες ζήτησα από τον Δημόπουλο να πάω να δω κανένα γύρισμα. Κι έτσι όπως είμασταν όρθιοι, με ρωτάει: «τι χρώμα παπούτσια φοράω; Αλλά μη σκύψεις». Λέω, «καφέ». «Το μάτι σου δουλεύει, έλα». Από τότε έγινα το αγαπημένο παιδί της Φίνος Φίλμ.
Με τον Ντίνο Δημόπουλο στη Φίνος Φιλμ
Δεύτερο σχολείο αυτό;
Ο βοηθός οπερατέρ όταν άλλαζε φακούς στην κάμερα με φώναζε να δώ… Και παρακολουθώντας τον Δημόπουλο, αλλά και τους άλλους, γιατί δούλεψα και με τον Δαλιανίδη ένα διάστημα, έβλεπα τις αντιδράσεις τους πάνω σε μια δύσκολη στιγμή. Αυτό είναι το στοίχημα του κινηματογράφου. Δεν έχεις περιθώρια χρόνου, έτσι όπως οργανώνεται η ταινία σε καθημερινή βάση με σκηνές ,που δεν ακολουθούν την κανονική σειρά του σεναρίου. Εκτός αν υπάρχει ανάγκη. Όπως στα «Πέτρινα Χρόνια», που ξεκίνησα γύρισμα με την τελευταία σκηνή της ταινίας. Η Μπαζάκα, ο Καταλειφός και το μωράκι τους σε ένα άδειο σπίτι, και βρίσκει η Θέμιδα κάτι παλιές φωτογραφίες και θυμάται τη ζωή της στη φυλακή. Γιατί ξεκινήσαμε από αυτή; το άδειο αυτό κτίριο, ανήκε σε ένα μουσείο, θα μου το πέρνανε τον άλλο μηνα. Και τώρα που ξαναβλέπω την ταινία καταλαβαίνω πόσο δύσκολο ήταν αυτό που έκανε η Μπαζάκα, χωρίς να έχει καθόλου αναμετρηθεί με το ρόλο. Αρα ο ηθοποιός στον κινηματογράφο πρέπει να είναι γάτα, μια γάτα έτοιμη να εισπράξει και να δώσει. Αυτό το έζησα σαν βοηθός και με τους κορυφαίους. Με τον Αλεξανδράκη, τον Κούρκουλο, την Καρέζη, την Βουγιουκλάκη
Α, για πείτε μου για τη Βουγιουκλάκη.
Είχα δουλέψει σε πολλές ταινίες της. Και ,μάλιστα, όταν έκανα την πρώτη μου ταινία με φώναξε σπίτι της να κάνουμε μαζί μια ταινία. Είχε σταματήσει πιά να κάνει σινεμά και ήθελε να κάνει μια ταινία για τον Κεμάλ Ατατούρκ και την ελληνίδα φιλενάδα του, την τραγουδίστρια Ζωζώ Νταλμάς. «Δεν νομίζω ότι μπορώ να το κάνω, Αλίκη», της είπα. «Δεν πειράζει». Αλλά και τον Φίνο, όταν είδε τον «Τζίμη τον Τίγρη» γιατί ήταν στην κριτική επιτροπή του φεστιβάλ, είχε σκίσει τότε η ταινία, τον θυμάμαι να βγαίνει από το θεωρείο κατακόκκινο από τη συγκίνηση. Με αγκάλιασε, «Παντελάκο μου πολύ ωραία ταινία». Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα, με φώναξε ο διευθυντής παραγωγής, ο Μάρκος Ζέρβας, και μού έδωσε ένα σενάριο. «Πότε ξεκινάμε;», ρώτησα ,για να ξέρω πόσο καιρό έχω για την προετοιμασία. «Εσύ θα το κάνεις», μου είπε. Το παίρνω στο σπίτι, το διαβάζω, δεν μου άρεσε, «δεν μπορώ να το κάνω αυτό, κύριε Μάρκο», του είπα την άλλη μέρα. Και ήταν το «αφεντικό» ο Ζέρβας. Το ίδιο είπα και στον Φίνο. «Γιατί Παντελάκο;». «Γιατί δεν το πιστεύω».
Είχα πάντα στο μυαλό μου πολλές ιστορίες. Μόνο τον Εμφύλιο Πόλεμο δεν τον είχα καθόλου στο μυαλό μου. Πότε τον έμαθα τον Εμφύλιο; Οταν πήγα στην Καστοριά για να δω κάτι εγκαταλελειμμένα χωριά για την αρχή της ταινίας "Νύφες". Κι εκεί ρώτησα τον συνοδό μου, ¨κι αυτό τι είναι;". "Το Βίτσι". "Κι αυτό εδώ;". "Ο Γράμμος". Κατεβαίνω στην Αθήνα κι αρχίζω να ψάχνω. Ενώ ετοίμαζα τις "Νύφες", εγώ έψαχνα για τον εμφύλιο, έχω πια πάνω από δυόμισι χιλιάδες βιβλία. Και ακόμα δεν έχω καταλάβει για ποιον σοβαρό λόγο έγινε.»
Με τον Ντίνο Κατσουρίδη στα γυρίσματα του «Ακροπόλ»
Αυτή η σχέση σας με το παλιό αλλά και το νέο, σας κάνει παράδειγμα διαδοχής, συνέχειας, δεν το κόψατε απότομα τον λώρο.
Μα ήταν για μένα καθοριστική περίοδος. Γιατί είδα όλες τις παγίδες, όλα τα προβλήματα, που έχει το καθημερινό γύρισμα. Πες ,λοιπόν, ότι εσύ είσαι μέρος του συνεργείου και ότι αυτό εδώ το σπίτι «παίζει» στην ταινία. Αυτό το σπίτι εγώ, πολύ πιθανό να μην το έχω δει ποτέ. Αν είχα τύχη, ίσως να έχω καταφέρει να το δω μόνος μου, να μου το έχουν ανοίξει. Βλέπω τις πόρτες, τα παράθυρα, τα φώτα, τα βιβλία. Και τόχω στο μυαλό μου. Οι ηθοποιοί, όμως, δεν το ξέρουν καθόλου. Όταν ερχόταν, λοιπόν, η ώρα να γυρίσουμε σ’ αυτόν τον χώρο, τι έκανα; Θυμάμαι την Αλέκα Παίζη, στις «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» , που την πρωτοέβαλα μέσα στο διαμέρισμα, κάθισα σε έναν καναπέ και την άφησα. Ηταν και η Θέμιδα μαζί. «Κοιτάξτε», τους είπα. Η Παίζη, μα τι ωραίο σώμα είχε, τι περπάτημα, πώς ανίχνευε το χώρο.. Ανοιξε ένα συρτάρι σε ένα μπουφέ, έβγαλε κάτι συνταγές… Αυτό ήταν αρκετό. Το συγκρατούσαν πιά στο μυαλό τους. Πώς γίνεται μετά από μέρες το γύρισμα; Είμαστε πιά καμμιά τριανταριά άτομα. Εβρισκα πάντα ένα χώρο δίπλα, να μην είμαστε μαζεμένοι όλοι οι τεχνικοί, ένα διαμέρισμα ή ένα καφενείο. Το πρώτο ραντεβού ,που είχα το πρωί, πριν έρθει το συνεργείο και αρχίσει να γράφει ο χρόνος για το μεροκάματο, ήταν με τους ηθοποιούς. Δουλεύαμε τη σκηνή και μετά ερχόντουσαν, σιγά-σιγά πάλι, οι άλλοι. Εμπαινε ο διευθυντής φωτογραφίας, έβλεπε τα πλάνα. Μετά ο ηλεκτρολόγος ,τι φώτα θα ανάψει. Οι ηθοποιοί πήγαιναν για μακιγιάζ. Υπήρχε μια τάξη, σιγά σιγά φτάναμε να ξέρουμε τι έχουμε να κάνουμε.
Ακούω τώρα όλα αυτά τα ωραία και σκέφτομαι την καινούργια, αυτοβιογραφική ταινία του Σπίλμπεργκ. Θα κάνατε ποτέ κάτι ανάλογο;
Θεωρώ, βέβαια, μεγάλη τύχη που γνώρισα όλο αυτόν τον κόσμο, αλλά τι περισσότερο να πω με μια ταινία; Κι ούτε θέλω να είμαι εγώ το κέντρο μιάς ταινίας. Θέλω να είμαι ο σκηνοθέτης χαρακτήρων. Ιστοριών, που θέλω να ανακαλύψω τη βαθειά τους σημασία, είτε είναι μια ιστορία του εμφυλίου είτε μια σύγχρονη. Θέλω να γίνω αναγνώστης ενός γεγονότος, που το μελετάω χρόνια και έχει έρθει πιά η ώρα να το κινηματογραφήσω, να το καταγράψω σε εικόνες. Ποτέ δεν σκέφτηκα να γυρίσω τα παιδικά μου χρόνια. Κατ΄αρχήν έχουν αλλάξει οι χώροι. Πήγα σε ένα ιατρείο για τη μνήμη, στην Ιωάννου Δροσοπούλου. Η πρώτη ερώτηση, που μου έκανε η γιατρός ήταν, «τον βρήκατε εύκολα τον δρόμο;». «Εγώ, την Δροσοπούλου την έχω περάσει 4 χρονών, μέσα σε ένα καρότσι, τυλιγμένος με κουρελούδες, με τον αδελφό μου, που ήταν 9 χρονών, να τον κρατάει ο πατέρας μου με το ένα χέρι και με το άλλο να τραβάει το καρότσι. Περάσαμε όλη τη Δροσοπούλου, χωρίς να ακούγεται κιχ, και φτάσαμε στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, που ακούγονταν πυροβολισμοί. Ηταν τα Δεκεμβριανά. Περάσαμε από τα συρματοπλέγματα, που ήταν οι Αγγλοι, και πήγαμε σε ένα από αυτά τα θαυμάσια μαγαζιά στην Αγία Ειρήνη, που έχουν ράφια με υφάσματα, το είχε ένας ξάδελφος του πατέρα μου. Τις υπόλοιπες μέρες των Δεκεμβριανών κοιμόμασταν πάνω σε τόπια υφάσματος. ..
Προξενιό της Αννας
Πάμε, λοιπόν, στην πρώτη σας μεγάλου μήκους, το «Προξενιό της Αννας». Βοήθησε καθόλου ο Φίνος;
Την έκανα με τον Κατσουρίδη. Έναν άνθρωπο έχω εικόνα στη ζωή μου, τον Ντίνο. Είδε τον «Κλέφτη» σε μιά αίθουσα της Αθήνας, όπου όλοι οι σκηνοθέτες εκείνου του φεστιβάλ του ’65, Παπαστάθης, Λιαρόπουλος και άλλοι, δείξαμε 5-6 ταινίες. Πρέπει να σκεφτείς ότι Ντίνος Κατσουρίδης, Δήμος Σακελλαρίου και Αριστείδης Καρύδης Φουκς ήταν οι τρείς διευθυντές φωτογραφίας, που όταν περνούσαν από το καφενείο των τεχνικών στα Εξάρχεια, σηκώνονταν όλοι όρθιοι. Και επίσης οι ηθοποιοί, κυρίως οι γυναίκες, τον διευθυντή φωτογραφίας περισσότερο πρόσεχαν, πώς θα τους βγάλει. Ο Ντίνος σε πολλά στάδια της ζωής μου με έχει βοηθήσει. Αλλά βοηθούσε κι όλο τον κόσμο. Τον είχα ονομάσει «διανυκτερεύντα σκηνοθέτη», οποιαδήποτε ώρα και να τον έπαιρνες, είχες ραντεβού την επόμενη μέρα.
Θυμάμαι ότι την είδα 15-16 χρονών, άγρια χούντα, στην Καλαμάτα, σε μια αίθουσα τόσο γεμάτη, που κάθισα στην πρώτη σειρά. Επαθα πλάκα. Το ίδιο παθαίνω κάθε φορά, που την βλέπω. Σαν να είχατε ήδη γυρίσει εκατό ταινίες. Κι όμως, αυτό το άψογο πράγμα ήταν ένα πρωτόλειο.
Πάλι ένα διήγημα δικό μου ήταν, μού το θύμισε ο Ντίνος. «Δεν το κάνουμε σενάριο;». «Μα, κύριε Ντίνο, το έχω ξεπεράσει». Και φωνάζει τον Μένη Κουμανταρέα, με τον οποίο είχα μια στενή παρέα, γιατί μάς άρεσαν τα λαικά κουρεία, τα λαικά καφενεία, και έγραψε αυτός το σενάριο. Είχα πολύ λίγο φιλμ, 5000 μέτρα, όταν στη «Φανέλα με το 9» είχα 45.000. Αντιμετώπισα το πρόβλημα με πρόβες. Δηλαδή, την Βαγενά, στα δικά της πλάνα, την έβαζα να κάνει πάρα πολλές πρόβες για να την καταγράψω μία φορά μόνο. Η δεύτερη φορά να μου μείνει για πιο δύσκολες στιγμές.
Η Φανέλα με το 9
Εχετε αυτή τη μοναδική ικανότητα και ελευθερία να μεταμορφώνεστε από ταινία σε ταινία. Δεν την έχουν πολλοί σκηνοθέτες. Από το εξωστρεφές και γκλάμορους «Ακροπόλ» στην τραγωδία του Εμφυλίου, από ένα ερωτικό δράμα μεγατόνων σε μια μικρή, γεμάτη εσωτερικότητα καθημερινή ιστορία. Σαν να έχετε μέσα σας δέκα ανθρώπους, όχι έναν.
Δεν το κατάλαβα ποτέ αυτό. Εχω, όμως, ίσως μια εξήγηση. Εγώ, εκτός από σκηνοθέτης, πάντα είχα γραφείο, έφευγα από σπίτι. Ημουνα παραγωγός, όχι χρηματοδότης, οργάνωνα τις ταινίες. Αυτό τι σήμαινε; ΟΟταν τελείωνε μια ταινία, ας πούμε το «Ακροπόλ», που δεν πήγε καλά, αμέσως κατέβηκα στο γραφείο και σκέφτηκα τι άλλο θα κάνω. Επίσης, η ελευθερία ,που λές, να περνάω από τη μια ταινία στην άλλη και να είναι εντελώς διαφορετικές, ίσως να οφειλόταν και στο ότι δεν είχα κανέναν πάνω από το κεφάλι μου. Εγώ αποφάσιζα και είχα πάντα στο μυαλό μου πολλές ιστορίες. Μόνο τον Εμφύλιο Πόλεμο δεν τον είχα καθόλου στο μυαλό μου. Πότε τον έμαθα τον Εμφύλιο; Οταν πήγα στην Καστοριά για να δω κάτι εγκαταλελειμμένα χωριά για την αρχή της ταινίας "Νύφες". Κι εκεί ρώτησα τον συνοδό μου, ¨κι αυτό τι είναι;". "Το Βίτσι". "Κι αυτό εδώ;". "Ο Γράμμος". Κατεβαίνω στην Αθήνα κι αρχίζω να ψάχνω. Ενώ ετοίμαζα τις "Νύφες", εγώ έψαχνα για τον εμφύλιο, έχω πια πάνω από δυόμισι χιλιάδες βιβλία. Και ακόμα δεν έχω καταλάβει για ποιον σοβαρό λόγο έγινε.
Αυτή η μανία σας για ψάξιμο και γνώση όχι μόνο της Ιστορίας και της εποχής, αλλά και του παραμικρού αντικειμένου που θα χρειαζόταν η ταινία σας, πάντα μάς εντυπωσίαζε. Και τις έκανε ακόμα καλύτερες και αληθινές.
Τώρα που ξαναβλέπω τις ταινίες και τις χρονολογίες τους, βλέπω ότι είναι τρία με τέσσερα χρόνια η μία από την άλλη. Αυτό το χρονικό διάστημα ήταν απαραίτητο για να ψάξω μια ιδέα , για την οργάνωση των χώρων, την επιλογή ηθοποιών. Το κάστινγκ, που κάναμε εμείς στο γραφείο, ήταν καταπληκτικό. Γιατί μάθαινα ότι σε πολλούς συναδέλφους απλώς περνάγανε οι ηθοποιοί, άφηναν ένα βιογραφικό και έφευγαν. Στις «Νύφες» βάλαμε ένα κείμενο στις εφημερίδες ότι θέλαμε γυναικεία πρόσωπα από 15 έως 22 χρονών. Εγώ το θεωρούσα ταπεινωτικό να έρχονται οι άνθρωποι και να περιμένουν. Ετσι, βλέπαμε 8 το πολύ άτομα την ημέρα, 20 λεπτά το καθένα, με την κάμερα να τους καταγράφει. Γιατί είχα διαπιστώσει ότι το βιογραφικό πολλές φορές δεν κάλυπτε τα πράγματα ,που ήξεραν. Ηταν, για παράδειγμα, μια κοπέλα, που μου είπε, «εγώ παίζω καραγκιόζη». Καραγκιόζη; Μήπως να τη βάλω να παίζει καραγκιόζη στο πλοίο; Επίσης, αυτές οι κοπέλες έραβαν στην ταινία. Όταν φτάσαμε στην τελευταία φάση με λίγες κοπέλες, η Βικτωρία Χαραλαμπίδου με το πού ήρθε, τσίμπησε με το βλέμμα της μια ραπτομηχανή, που είχα φέρει. «Μπορώ να την χρησιμοποιήσω;». Την παίρνει μπροστά της και αρχίζει να βάζει τις κλωστές και να ράβει. «Που τα έμαθες αυτά;». «Στη γιαγιά μου». Αμέσως την πήρα. Ηταν από τα παιδιά, που οι οικογένειες τους είχαν φύγει με τον Εμφύλιο. Το κάστινγκ δεν είναι μόνο σημαντικό, είναι και δημιουργικό ευρύτερα. Μια μέρα ανοίγω την πόρτα και βλέπω μια κυρία μεγάλης ηλικίας. «Ξέρετε, ψάχνουμε νέα κορίτσια». «Να σας εξηγήσω. Θέλω να ζήσω τη δημιουργική πλευρά μιας μέρας γυρίσματος», μου λέει. «Σκοτώθηκε ο γιός μου σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και ξέρετε τι κάνω; Εχω βρεί ένα μπουζουξίδικο κοντά στο σπίτι μου , πάω το βράδυ, κάθομαι στο τελευταίο τραπέζι, πίνω ένα ποτό και φεύγω». Και διαπιστώνω ότι εκείνη τη στιγμή έχω μπροστά μου μια ιστορία καλύτερη από τη δικιά μου, που ετοίμαζα. Αυτά είναι κέρδος, είναι ζωή, δεν είναι απλώς λεπτομέρειες της κινηματογράφησης.
Οι συναντήσεις, λοιπόν, αυτό είναι το κέρδος από τον κινηματογράφο.
Ακριβώς. Η δουλειά που κάνουμε είναι οι συναντήσεις
Κανέναν δεν έχασα. Τους έχω ακόμα φίλους. Γιατί την ίδια αγωνία που είχαν αυτοί για τη χώρα, την είχα κι εγώ. Και δεν ήταν και τόσο από αλλού. Διαβάζω πάλι στίχους του Σαββόπουλου από την πρώτη του περίοδο. Μας έκανε από τότε μάθημα Ιστορίας. Ο Διονύσης ήταν προφήτης. Κι ας τον λοιδωρούν κάποιοι.»
Ο Παντελής Βούλγαρης από αριστερά και ο Γιάννης Μπακογιανόπουλος. Ο Γιάννης Τσαρούχης στο κέντρο του τραπεζιού, δεξιά μια φίλη τους, ο Νίκος Κούνδουρος και η Σωτηρία Ματζίρη. Χίος, 1982
Τι ακριβώς κάνατε στη δικτατορία και σας συνέλαβαν;
Δίδασκα τότε στη Σχολή Σταυράκου. Με φώναξε ο υπεύθυνος για τη νεολαία στην ασφάλεια. Δεν ήξερα γιατί, ένα χαρτί μου ήρθε. Τη θυμάμαι την ατμόσφαιρα. «Καθίστε, κύριε Βούλγαρη... Δεν μου λες, στη σχολή που πας και κάνεις μάθημα διδάσκεις την αναρχία; Αν το ξαναμάθω, θα σου σπάσω και τα δυό σου πόδια». Από το «κύριε Βούλγαρη», πέρασε αμέσως στις απειλές. Η τεράστια προίκα των σκηνοθετών και των καλλιτεχνών είναι ότι ζήσαμε τέτοιες σκηνές.
Διδάσκατε αριστερά κείμενα και σινεμά, πράγματα απαγορευμένα;
Μίλαγα απλώς κανονικά, δεν έκρυβα τις απόψεις μου για τη χούντα.
Αρα, υπήρχε κάποιος χαφιές στην τάξη.
Και ήξερα και ποιος είναι. Ενας, που έβλεπα τα μάτια του την ώρα του μαθήματος να αγριεύουν μ’ αυτά που έλεγα. Εφυγα λοιπόν. Μου έβγαλε ένα εισιτήριο ο Κατσουρίδης. Θυμάμαι ότι τον έβλεπα από το παραθυράκι του αεροπλάνου να περιμένει στη βεράντα του παλιού αεροδρομίου μέχρι να φύγει το αεροπλάνο. Πήγα στο Παρίσι, είδα τη Μελίνα, τον Γαβρά. Και μετά στο Λονδίνο, έμενα στον Κυριάκο τον Κατζουράκη, αλλά άντεξα μόνο δυό μήνες. Κι ας ήξερα ότι με ψάχνανε στην Αθήνα. Γύρισα με την γυναίκα μου την πρώτη, και μια βδομάδα μετά με πιάσανε. Ηρθαν στο σπίτι, στις 6 η ώρα το πρωί. Μπήκαν πέντε άτομα μέσα, μπήκε και ο αρχιασφαλίτης,. «Πέσμου πού έχεις τα αντιδικτατορικά κείμενα, γιατί την βιβλιοθήκη σου θα την κάνω φύλλο και φτερό». Δεν βρήκαν τίποτα. «Ντυθείτε». Είχε φτάσει πιά 8.30 η ώρα και είχα ραντεβού με τον Νίκο Αλευρά. Κατεβαίνουμε με το ασανσέρ, ανοίγουμε την πόρτα και απέξω ήταν ο Αλευράς. «Παντελή», μού λέει. «Ελα κι εσύ μέσα». Εμεινα στην ασφάλεια σαράντα μέρες και μετά πήγα στη Γυάρο.
Αλλο μάθημα εκεί. Βγήκε μετά την πτώση της χούντας το «Happy Day», ο πιο μοντέρνος, τολμηρός Βούλγαρης ever.
Μεγάλη εμπειρία. Ο Διονύσης κατ’ αρχάς…
Α, μιάς και λετε για Σαββόπουλο, να σας ρωτήσω κάτι προσωπικό; Χάσατε κανέναν φίλο και συνεργάτη λόγω πολιτικής τα τελευταία χρόνια; Ζήσαμε φρικτό διχασμό. Τον Σαββόπουλο, τον Πορτοκάλογλου, τον Σκαμπαρδώνη, τον Σπανουδάκη, ανθρώπους που, ίσως, πολιτικά είναι λίγο από αλλού;
Κανέναν δεν έχασα. Τους έχω ακόμα φίλους. Γιατί την ίδια αγωνία που είχαν αυτοί για τη χώρα, την είχα κι εγώ. Και δεν ήταν και τόσο από αλλού. Διαβάζω πάλι στίχους του Σαββόπουλου από την πρώτη του περίοδο. Μας έκανε από τότε μάθημα Ιστορίας. Ο Διονύσης ήταν προφήτης. Κι ας τον λοιδωρούν κάποιοι. Τον ήξερα πριν το «Happy Day». Θυμάσαι τον στίχο του «που ακούστηκε ο Αλκης να πεθαίνει»; Ε, αυτός , Θεσσαλονικιός φίλος του Διονύση, έμενε με την κοπέλα του στη Δεινοκράτους κι από κει περνάγαμε όλοι. Ο Μαρωνίτης, που έμενε απέναντι και έγραφε στο «Βήμα», ο Σαββόπουλος, εκεί γνώρισα και τον Κωνσταντίνο Τζούμα.
Ο Παντελής Βούλγαρης με τη Βένα Γεωργακοπούλου σε κάποιο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
Εχετε κάνει 13 ταινίες, δεν είναι και λίγες. Συνδεθήκατε με κάποια περισσότερο;
Α, εγώ είχα τρελαθεί με το «Ακροπόλ», μια ταινία που πήγε άπατη.
**Κι εγω την ξεχωρίζω. Τι εκμαυλιστική ταινία, η επιθεώρηση, η μουσική του Πορτοκάλογλου και του Μουζάκη, και, πανω απ’ όλα, ο πιο ερωτικός Λευτέρης Βογιατζής ever. Πως εξηγείτε την αποτυχία της;
Οταν πήγα στη Θεσσαλονίκη να δουλέψω για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα, έπαιρνα από ένα ψαγμένο βιντεοκλάμπ ταινίες και τις έβλεπα στο σπίτι. Και έπαιρνα τέτοιες, σχετικές με το θέατρο στον κινηματογράφο. Και μου λέει ο άνθρωπος, που είχε το μαγαζι. «Ο κόσμος δεν θέλει να βλέπει τους ηθοποιούς στα καμαρίνια, όλες πήγαν άπατες, εκτός από τις “Σφαίρες πάνω από το Μπροντγουέι» του Γούντι Αλεν. Γιατί έχει τον μαφιόζο μέσα, που κάνει τον θεατρικό συγγραφέα. Και στη «Φανέλα με το 9» μου είπαν ότι δεν θέλουν οι φίλαθλοι να βλέπουν τη βρωμιά του ποδοσφαίρου. Αλλά, αυτή η ταινία τουλάχιστον είχε πάει καλά.
Με τον Γιώργο Πανουσόπουλο και τον Ανδρέα Σμαραγδή στα γυρίσματα του «Μεγάλου Ερωτικού»
Με τον Νάσσο Κατακουζηνό στα γυρίσματα του «Μεγάλου Ερωτικού»
«Μεγάλος Ερωτικός», να μια ακόμα ταινία που θεωρώ must στην ρετροσπεκτίβα. Για έναν δίσκο σταθμό του Χατζιδάκι, που βγήκε επι χούντας, και ,τι περίεργα πράγματα, στήθηκα την πρώτη μέρα ,που θα κυκλοφορούσε, έξω από ένα δισκάδικο της Καλαμάτας, να τον πάρω σαν άγιο θησαυρό.
Την είδα τώρα στη Θεσσαλονίκη, γιατί δεν τις βλέπω τις ταινίες μου, και μου άρεσε. Στην πρώτη τάξη στου Σταυράκου είχαν κυκλοφορήσει δυο δίσκοι του Χατζηδάκι, οι «Εξη λαικές ζωγραφιές» και ο «Κύκλος του CNS». Κι ενώ τότε δεν είχαν βγεi τα βιντεοκλίπ, εγώ σκεφτόμουνα εικόνες πάνω σ΄αυτές τις μουσικές. Τον Χατζιδάκι τον γνώρισα αργότερα, όταν ήταν στην κριτική επιτροπή στο «Προξενιό της Αννας». Είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη καθυστερημένα, είχε παιχτεί η ταινία μου, αλλά πήγαινε το πρωί στην αίθουσα και τις έβλεπε μόνος του. Εμαθα πότε θα έβλεπε τη δικιά μου, πήγα και τον περίμενα, ήθελα να τον γνωρίσω. Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα, χτυπάει το τηλέφωνο ένα βράδυ, «Μάνος Χατζιδάκις, θα ήθελα να μιλήσουμε». Πάω στις 12 τη νύχτα στον «Μαγεμένο Αυλό», που εγώ εκείνη την ώρα βλέπω τον τρίτο κύκλο των ονείρων, και μού λέει για τον «Μεγάλο Ερωτικό». Πώς έγινε, λοιπόν, η ταινία; Πρόλαβα να καταγράψω τρία από τα τραγούδια, που ηχογράφησε με τη Φλέρυ Νταντωνάκη και τον Δημήτρη Ψαριανό. Ο Μάνος δούλευε σαν σκηνοθέτης. Κάθε λέξη την άκουγε καπνίζοντας, τους σταμάταγε κι έλεγε, «ξαναπάρε αυτή τη στροφή, σε παρακαλώ», ή «δώσε περισσότερο τόνο σ’ αυτή τη φράση». Την ταινία την είδε όταν τελείωσε. Ούτε του πήγα τις ιστορίες, που είχα φανταστεί με αφορμή τα τραγούδια του. Πολλά χρόνια μετά, στις «Ησυχες μέρες του Αυγούστου», τούστειλα το σενάριο και του έγραψα: «αν μπορούμε να βρούμε και χρήματα, Μάνο, θα είναι ακόμα καλύτερα». Και μού απάντησε, «κι εγώ ψάχνω για λεφτά, αλλά την μουσική εγώ θα την κάνω». Ηρθε και είδε την ταινία μονταρισμένη , έμαθα ότι μπήκε στο στούντιο και έγραφε πριν την μουσική. Αλλά πριν την ακούσω, με πήρε τηλέφωνο και μου λέει, «Παντελή, θα κοστίσει τόσο». Τα βάζω κάτω, δεν μπορούσα. «Μάνο, με ξάφνιασες, δεν τάχω αυτά τα λεφτά». «Πάρε με σε δέκα λεπτά». Τον παίρνω, «δεν χρωστάς τίποτα». Θυμάμαι ότι μού έλεγε, «για να μπορείς να βρίσκεις χρήματα, πρέπει να κάνεις παρέα και με αυτούς που τα έχουν». Εκεί γνωρισα και τον Χορν, που του είχε αρέσει πολύ το Προξενιό. Οταν έμαθε ότι ψάχνουμε να βρούμε λεφτά για τον «Μεγάλο Ερωτικό», μου έκλεισε ραντεβού στου «Φλόκα», έβγαλε ένα φάκελο κλειστό, και «Κύριε Βούλγαρη», μού είπε, «θα τον ανοίξετε σπίτι σας. Γι΄αυτό που θα βρείτε, δεν έχετε καμμία δέσμευση». Είχε μέσα 200 χιλιάδες.
Είναι μια λέξη που συμπυκνώνει την ουσία της πολιτικής. Συ-γκυ-ρία. Οταν τη λέω με τα χείλια μου, είναι τρομαχτική αυτή η λέξη. Συγκυρία είναι κάτι, που δεν ξέρεις τι θα συμβεί. Και τι κάνεις τότε; Η συγκυρία θέλει άμεση δράση. Αυτή τη συγκυρία τη βρίσκω και τη ξαναβρίσκω σε όλα τα ιστορικά βιβλία, που ξαναδιαβάζω. Πολλοί πολιτικοί, που έβαλαν ένα χέρι κάτι να γίνει στον τόπο, έχουν αδικηθεί.»
Ελευθέριος Βενιζέλος
Μια μόνο ταινία σας, δυστυχώς, δεν θα παιχτεί στην Ταινιοθήκη, ο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Κι, όμως, φέτος ειδικά, επέτειο του 1922, θάπρεπε να την ξαναδούμε. Την είχα αυτή την ανάγκη. Τι συμβαίνει με αυτή την ταινία;
Όταν τελείωναν τότε οι ταινίες μας, έμεναν τα αρνητικά στη Φίνος Φιλμ για χρόνια. Ο «Βενιζέλος» δεν βρέθηκε. Στη Θεσσαλονίκη παίχτηκε μια παλιά κόπια, χείριστη. Ούτε την είχα δεί, και φαίνεται όταν την είδαν οι άνθρωποι της Ταινιοθήκης κατάλαβαν ότι δεν περνάει. Οταν πέθανε ο Φίνος και έγινε το μάλε βράσε, η Εταιρεία Σκηνοθετών κι εμείς προσωπικά προσπαθούσαμε να πάρουμε τις ταινίες μας. Με πολύ κόπο. Πήγα με τον Αλέξανδρο μια φορά και πήρα ορισμένες. Ο «Βενιζέλος» ούτε ξέρω που είναι. Όταν έμαθα ότι δεν θα παιχτεί στην Ταινιοθήκη, δεν κοιμήθηκα το βράδυ. Κι όλο ψάχνω στο μυαλό μου. Παραγωγός ήταν ο Γιάννης ο Χόρν, ο αδελφός του Δημήτρη. Διάβασα μια μέρα στην εφημερίδα ότι θα γυριστεί ταινία για τον Βενιζέλο με παραγωγό τον Γιάννη, πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Χορν και σκηνοθέτη τον Παντελή Βούλγαρη! Τάχασα. Παίρνω τηλέφωνο τον Χορν, γιατί τον ήξερα από τον Χατζιδάκι, και μου λέει: «έχεις σκεφτεί να κάνεις ταινία για τον Βενιζέλο;». «Εγώ μια ταινία μαζί σας θέλω να κάνω». Και μπήκα στην ιστορία αυτή, άλλο ταξίδι φοβερό… Τώρα ψάχνω να βρω τα βήματα, που μπορεί να έχουν κάνει τα αρνητικά της …
Εσείς, άνθρωπος της αριστεράς, τον Βενιζέλο τον θαυμάζετε;
Εχω ολόκληρο πορτφόλιο τι ήταν ο Βενιζέλος στην καθημερινότητά του. Τι έτρωγε, πόσο ύψος είχε, αν ταξίδευε με πλοίο, αν κοιμόταν σωστά, τι φαγητά του άρεσαν, τα πάντα. Αυτό το κάνω για τον ηθοποιό, να μην πάρει ,απλώς, το σενάριο… Βεβαίως και τον εκτιμάω τον Βενιζέλο. Εγώ εκτιμάω, να σου πώ την αλήθεια, κάθε φάση της πολιτικής ζωής. Μου είπε η γυναίκα μου να μην το πω αυτό, αλλά θα το πω. Είναι μια λέξη που συμπυκνώνει την ουσία της πολιτικής. Συ-γκυ-ρία. Οταν τη λέω με τα χείλια μου, είναι τρομαχτική αυτή η λέξη. Συγκυρία είναι κάτι, που δεν ξέρεις τι θα συμβεί. Και τι κάνεις τότε; Η συγκυρία θέλει άμεση δράση. Αυτή τη συγκυρία τη βρίσκω και τη ξαναβρίσκω σε όλα τα ιστορικά βιβλία, που ξαναδιαβάζω. Πολλοί πολιτικοί, που έβαλαν ένα χέρι κάτι να γίνει στον τόπο, έχουν αδικηθεί. Ας πούμε, διάβαζα για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Αυτός πήρε υπουργείο το 1946, δεν είχε τελειώσει ο εμφύλιος. Η δουλειά του ήταν μεταφορές, πρόνοια, τέτοια. Και βλέπω τη λίστα, που είχε να αντιμετωπίσει και τρομάζω. Δεν υπήρχε γέφυρα, δεν υπήρχε δρόμος, είχαν φύγει ή πεθάνει χιλιάδες άνθρωποι. Η συγκυρία, η πουτάνα, είναι και στην κινηματογράφηση, είναι και στη ζωή.
Ψυχή Βαθιά
Αλλη πολιτική ταινία σας, που πολύ θόρυβο έκανε, ήταν το «Ψυχή Βαθιά» για τον εμφύλιο και τις συγκρούσεις στα βουνά. Δεν θα ξεχάσω τον πόλεμο, που σάς έκανε το ΚΚΕ, επειδή τη βρήκε, ξέρω γώ, κάπως συμφιλιωτική και κριτική. Πως νοιώσατε τότε, που το ΚΚΕ έριχνε τρικάκια να μην πάνε οι άνθρωποι στις αίθουσες;
Πληγώθηκα και θύμωσα. Και θυμάμαι πόσο αντίθετη στάση είχε κρατήσει το ΚΚΕ στα «Πέτρινα Χρόνια».
Ε, καλά, αυτό ήταν ένα δώρο αγάπης στην αριστερά, η «Ψυχή Βαθιά» δεν τη βόλευε.
Στα «Πέτρινα Χρόνια» είχα δώσει το σενάριο στον Μίκη Θεοδωράκη κι αυτός, χωρίς να με ρωτήσει, το είχε δώσει στον Χαρίλαο Φλωράκη. Και με φώναξε. Στο ραντεβού μας ήταν ο Λαφαζάνης και ο Μίμης ο Ανδρουλάκης. «Πως μπορούμε να βοηθήσουμε; Λεφτά δεν υπάρχουν. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;», με ρωτάει ο Φλωράκης. Λέω, «κομπάρσους». «Αν είστε σε περιοχή, που έχουμε μέλη και ψηφοφόρους, βεβαίως». Είχε γνωρίσει και τους δυό ήρωες της ταινίας, τον Μπάμπη Γκολέμα και την Ελένη Βούλγαρη. Σε πολύ δυσκολες, τραγικές στιγμές.
Νομίζω δεν θα ξανακάνω ταινία, αλλά δεν το ξέρω. Με πιέζουν καμιά φορά ο Αλέξανδρος και η Κωνσταντίνα. Αλλά τώρα υπάρχει η νέα γενιά.»
Στα γυρίσματα του «Πέτρινα Χρόνια»
Από το 2017 έχετε να κάνετε ταινία, από το «Τελευταίο σημείωμα». Εχετε στο μυαλό σας να κάνετε καμμιά άλλη;
Κατ’αρχάς μεσολάβησε αυτή η ιστορία με τον κορωνοιό, που κι εγώ και η Ιωάννα είμαστε άτομα υψηλού ρίσκου και απομονωθήκαμε. Αλλά, ταυτόχρονα χάθηκε κι ένας κόσμος, που ήταν στενά δεμένος με τις ταινίες μου. Κυρίως ηθοποιοί. Αυτό θέλω να το πω οπωσδήποτε. Οι ηθοποιοί είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Εμείς στις 7 η ώρα είμαστε σπίτι μας, ανάβουμε την τηλεόραση, τρώμε, βλέπουμε την οικογένειά μας. Αυτοί φεύγουν. Πάνε και ξεκλειδώνουν ένα χώρο, περνάνε από κάτι άδεια καθίσματα, πάνε σε ένα διαδρομάκι, ανάβουν ένα φως και είναι κάτι καμαρίνια, ένας καθρέφτης. Και γίνονται εισαγγελείς, γίνονται δικαστές, γίνονται αντάρτες.. Και με το ερωτηματικό: «θα μπεί άραγε κανείς μέσα να δει την παράσταση;». Δούλεψα στο θέατρο. Το έζησα. Θυμάμαι τη Λαμπέτη , με την οποία είχα κάνει την τελευταία της παράσταση. Το «Σάρα, τα παιδιά ενός κατώτερου θεού», για κωφάλαλη. Όταν πήγα και τη συνάντησα, έμενε στο σπίτι του Διονύση του Φωτόπουλου. Πολύ άρρωστη. «Θέλω να σου πώ να μη φοβηθείς μ΄αυτά που θα δείς, γιατί θα μού πέφτουν τα ποτήρια, θα….». Για ένα διάστημα εγώ και ο Λευτέρης ο Βογιατζής, που θα έπαιζε στην παράσταση, ουσιαστικά της κάναμε παρέα. Αυτή είχε μια δασκάλα και μάθαινε την νοηματική. Κι όταν ανακάλυψε ότι η αγγλική νοηματική είναι πιο θεατρική από τη δικιά μας, έμαθε κι αυτή. «Μα θα γίνει αυτή η παράσταση», έλεγε ο Λευτέρης. «Δεν πρόκειται να γίνει», του έλεγα. «Μα τι κάνουμε εμείς;». «Παρέα κάνουμε». Την είχα δει χωρίς περούκα, ποια, αυτή, που είχε τα ωραιότερα μαλλιά, που μόνο γι΄αυτά μπορούσες να την ερωτευθεις. Μετα από μια κρίση, που την είχε στείλει στο νοσοκομείο, πάω να την πάρω με ταξί και μου λέει, «δεν θέλω να πάμε στο σπίτι του Διονύση, πάμε στο θέατρο». Μαζευτήκαμε εκεί όλοι, καθίσαμε στην πρώτη σειρά, ο Λευτέρης κι εγώ την ανεβάζουμε στη σκηνή και… αρχίζει να παίζει, ήταν κάτι το συγκλονιστικό! «Τώρα θα γίνει η παράσταση», είπα.
Ειπατε ότι χάθηκαν ηθοποιοί και άλλοι.. Αλλά εσείς έχετε ένα τρομερό μάτι και βγάζετε νέα ταλέντα. Μονο τις κοπέλες της «Μικράς Αγγλίας» να θυμηθώ, Τσιλίκα και Κόκκαλη, φτάνει και περισσεύει.
Με την ιδέα ότι πρέπει να ξεκινήσω κάτι τέτοιο, νομίζω ότι δεν μπορώ να το κάνω.
Στα γυρίσματα για το «Τελευταίο Σημείωμα»
Είναι σαν να μου λέτε ότι δεν θα ξανακάνετε ταινία.
(γελάει) Νομίζω όχι, αλλά δεν το ξέρω. Με πιέζουν καμμιά φορά ο Αλέξανδρος και η Κωνσταντίνα. Αλλά τώρα υπάρχει η νέα γενιά.
Την παρακολουθείτε;
Οσο μπορώ, πολλές ταινίες μού έχουν αρέσει, αλλά μην με ρωτήσεις ονόματα. Αλλά, βέβαια, αγαπάω πολύ το σινεμά του Λάνθιμου, που είναι και φίλος.
Το γεγονός ότι και τα δυο παιδιά σας έγιναν σκηνοθέτες σας αρέσει;
Οταν μού είπαν ότι θέλουν να κάνουν σινεμά, τους λέω, «πάρτε μια κάμερα και γυρίστε μια μικρή ιστορία. Μόνο εκεί μπορώ να πώ κάτι». Γυρίσανε δυό ταινιάκια, που ήταν μια χαρά. Από κεί και πέρα πήραν το δρόμο τους. Τώρα που έχω εγγονή από τον Αλέξανδρο και τον βλέπω αυτόν και τη γυναίκα του τόσο αφοσιωμένους στο παιδί, σκέφτομαι πώς εγώ δεν θυμάμαι τα παιδιά μου. Ολο έλειπα. Ή έπρεπε η Ιωάννα να φύγει στις 5 το πρωί με το καροτσάκι να κάνει βόλτα το παιδί, για να κοιμηθώ εγώ γιατί είχα γύρισμα. Γυρίσματα, μοντάζ, προβολές, χρέη, άστα (γελάει)
**Δυο πράγματα ακόμα και σας αφήνω στην ησυχία σας. Είδατε, μήπως, τον «Ιρλανδό» του Σκορσέζε στο Netflix, ενός ανθρώπου που τόσο σάς στήριξε στις «Νύφες»;
Το έβλεπα κάθε βράδυ σαν μάθημα. Εβλεπα σκηνές-σκηνές και τις μελετούσα. Σπουδαία δουλειά, κυρίως με τους ηθοποιούς. Εργασιομανής, δεν έφυγε από το γραφείο του στο κέντρο της Νέας Υόρκης ούτε τότε που έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι. Κρατούσαμε επαφή, τον είχαμε πάρει τηλέφωνο
Και για το τελος. Τι σκέφτεστε για την σημερινή αυτοκρατορία της μικρής οθόνης, αλλά και την έκρηξη των ελληνικών σειρών, εσείς που και τηλεόραση έχετε κάνει;
Νομίζω ότι η σχέση του θεατή με την εικόνα έχει αλλάξει. Το κοντινό πλάνο, που κάνουμε εμείς στον κινηματογράφο, δεν έχει καμμία σχέση με τα κοντινά στην τηλεόραση. Είναι κάτι κεφάλια τεράστια! Τα βλέπω και τρομάζω. Εχει πάει πολύ κοντά η μηχανή, επειδή, βέβαια, διευκολύνει. Καταλαβαίνω πώς γυρίζονται τα σήριαλ, βιαστικά, είναι και ακριβά. Εχω κατανόηση. Αλλά περνάνε τη δουλειά μια κι έξω, το συνεργείο δεν έχει να κάνει με λεπτομέρειες, αναλύσεις και τέτοια. Εχει να βγούν οι σελίδες για να τελειώσει το επεισόδιο σήμερα. Είναι μια τεράστια αλλαγή οι πλατφόρμες και η τηλεόραση. Κλείνουν αίθουσες κι εδώ και έξω. Αλλά και η ίδια η δραματουργία πάσχει.
Στα γυρίσματα της «Μικράς Αγγλίας», 2013
Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, η Ταινιοθήκη της Θεσσαλονίκης και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, τιμούν τον Παντελή Βούλγαρη με μια ρετροσπεκτίβα των ταινιών μυθοπλασίας του, στις 8 με 15 Δεκεμβρίου, στην μεγάλη αίθουσα της Ταινιοθήκης.