Άποψη

Oscars 2024: Γιατί το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας ανήκει δικαιωματικά στο «Poor Things»

of 10

Η Πόλυ Λυκούργου γράφει τους καθόλου poor λόγους για τους οποίους η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου θα έπρεπε να στεφθεί νικήτρια της 96ης τελετής των βραβείων Οσκαρ.

Oscars 2024: Γιατί το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας ανήκει δικαιωματικά στο «Poor Things»
(λεπτομέρεια από εναλλακτικό πόστερ του WalijewskiART για το «Poor Things»)

Σπουδή στη σύγχρονη εφαρμογή κινηματογραφικού σουρεαλισμού. Απογείωση του μετανεωτερικού design που υπηρετεί άμεσα το absurd σενάριο. Σύμβολο σκηνοθετικού μοντερνισμού. Πάνω από όλα όμως: μία απενοχοποιημένη, ασυμβίβαστη φεμινιστική ματιά που θα έπρεπε να βραβευτεί - αν η Ακαδημία καταλάβαινε -ολιστικά- την ιστορική της αναγκαιότητα.

Ο Γιώργος Λάνθιμος δεν χρειάζεται ένα ακόμα ύμνο της Κριτικής για το «Poor Things». Έχει τελειώσει με αυτό. Αν δεν είχε να υπηρετήσει και το οσκαρικό πανηγύρι που τον θέλει να έχει δώσει εκατοντάδες συνεντεύξεις και να έχει περπατήσει σε δεκάδες κόκκινα χαλιά, θα ήταν αεροστεγώς κλεισμένος στο artistic bubble του - κατασκευάζοντας με προσήλωση το επόμενο, ακόμα πιο μεγαλόπνοο πρότζεκτ. Βάζοντας νέο στοίχημα. Πιο μακριά. Πιο ψηλά. Πιο προκλητικά.

Την Κυριακή όμως έχουμε την απονομή των Όσκαρ, ο θρίαμβος του «Οπενχάιμερ» έχει μάλλον σφραγιστεί στον χρυσό φάκελο του 2024, κι εμείς σκεφτόμαστε τη χαμένη ευκαιρία. Όχι να καμαρώσουμε «τον Έλληνα». Αλλά να χειροκροτήσουμε τον αυτόφωτο καλλιτέχνη. Ο οποίος μέσα από την μελετημένη, ολιστικά, δουλειά του ερέθισε το βλέμμα, τον εγκέφαλο και την συλλογική συνείδηση. Ναι, το «Poor Things» αξίζει -κινηματογραφικά, πολιτικά, ιστορικά- το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Αυτή η ταινία εκφράζει το άρτιο της τέχνης μας, αυτή η ιστορία σφραγίζει το αναγκαίο του κόσμου μας.

Το ρετρό-φουτουριστικό αποτέλεσμα πυροβολεί αναφορές. Από τους σκανδαλώδεις πίνακες του Ιγκον Σίλε, την παράνοια του Φράνσις Μπέικον, το πολιτικό σχόλιο των κόσμων του Ιερώνυμου Μπος, μέχρι τις Belle Epoque παριζιάνικες καρικατούρες του Αλμπέρ Γκιγιόμ. Κι από το πρωτοποριακό για την εποχή του μεγαλείο των Πάουελ/Πρεσμπέργκερ (ο «Μαύρος Νάρκισσος» μοιάζει να στοιχειώνει την ταινία) και τον vintage τρόμο του γερμανικού βωβού, 

μέχρι τον μεταμοντέρνο σουρεαλισμό του Ρόι Αντερσον.»

Καλλιτεχνικά, το απόλυτο masterpiece. Ο Λάνθιμος κατασκευάζει έναν ολόκληρο κόσμο. Ενα σύμπαν που κλείνει το μάτι στο χολιγουντιανό σινεμά των studio stages των 30ς, το αναβαθμίζει με τις τεχνολογίες και τα εφέ (CGI, LCD οθόνες) του 21ου αιώνα, το εμπλουτίζει με εικονογραφία εμπνευσμένη από εμβληματικούς ζωγράφους, design κι αρχιτεκτονική που παντρεύει το μεταμοντέρνο με το vintage κι όλα μαζί το absurd. Προσέχει την κάθε λεπτομέρεια - ελέγχει κάθε ζεστό φως στο έγχρωμο ή εξπρεσιονιστική σκιά στο ασπρόμαυρο, μελετά και τον παραμικρό όγκο στη Σκηνογραφία, κάθε γαζιά στην Ενδυματολογία, κάθε πλήκτρο της υπνωτικής Mουσικής.

Κι όλα αυτά, όχι από κενή επιδειξιομανία. Αλλά γιατί όλα υπηρετούν, από 360 μοίρες, την ιστορία. Ολα ξεκλειδώνουν κουτάκια του μυαλού. Για να χωρέσουν την Bella.

Το ρετρό-φουτουριστικό αποτέλεσμα πυροβολεί αναφορές. Από τους σκανδαλώδεις πίνακες του Ιγκον Σίλε, την παράνοια του Φράνσις Μπέικον, το πολιτικό σχόλιο των κόσμων του Ιερώνυμου Μπος, μέχρι τις Belle Epoque παριζιάνικες καρικατούρες του Αλμπέρ Γκιγιόμ. Κι από το πρωτοποριακό για την εποχή του μεγαλείο των Πάουελ/Πρεσμπέργκερ (ο «Μαύρος Νάρκισσος» μοιάζει να στοιχειώνει την ταινία) και τον vintage τρόμο του γερμανικού βωβού, 

μέχρι τον μεταμοντέρνο σουρεαλισμό του Ρόι Αντερσον. Ολα λαμπυρίζουν βαθιά -360- γνώση της τέχνης, όλα καταλήγουν με την σήμα-καταθέν υπογραφή του Λάνθιμου. Ένα σύμπαν που είναι απολύτως λογικό, ένας σκύλος να έχει κεφάλι πάπιας. Και μια γυναίκα να έχει απόλυτη ελευθερία - στη ζωή, την εργασία, την αυτοδιάθεση. Τον πειραματισμό και το λάθος.

Χρειάζεσαι πολλές θεάσεις για να αναγνώσεις όλα τα σύμβολα, να ξεφλουδίζεις τις επιδερμίδες, να αποκωδικοποιήσεις το πυκνό έργο τέχνης. Και μία για να το νιώσεις μέχρι το μεδούλι. Να σε ξεβολέψει, να σε επανατοποθετήσει, να σε βουρκώσει. 


Bella: Ο μύθος του Φράνκεσταϊν προσαρμόζεται Πατώντας (αλλά παίρνοντας ελευθερίες) πάνω στο ομότιτλο βιβλίο του Αλασντερ Γκρέι, ο Λάνθιμος συνεργάζεται ξανά με τον Τόνι ΜακΝαμάρα για να πει μία ιστορία που δεν είναι «αντρική» ή «γυναικεία». Είναι μία ιστορία δικαιοσύνης. Μία αλληγορία για όσα μάθαμε λάθος και τα συνεχίζουμε με φόρα ως «κανονικότητα». Μια ιστορία παλλόμενης αναγκαιότητας να τα ξαναονειρευτούμε σωστά: μέσα από θεάματα σε οθόνες, έντονους διαλόγους βγαίνοντας από την αίθουσα, στοχαστική σιωπή.

Μια φορά κι έναν καιρό ένας τρελο(;)επιστήμονας ανασταίνει μία γυναίκα, μεταμοσχεύοντάς της τον εγκέφαλο ενός αγέννητου μωρού. Η παράνοια της ιδέας, δεν στέκεται στο genre των τεράτων. Ο God δεν εγχειρίζει βίαια ένα νέο μυαλό στην Bella - αλλά ταυτόχρονα εμφυτεύει σπόρους ανατρεπτικών σκέωεων στο μυαλό των θεατών.

Μία φορά κι έναν καιρό μία γυναίκα με μυαλό μωρού που φύσει και θέσει υπακούει στα ένστικτα του, με tabula rasa κοινωνικών επιρροών (φραγμών/προκαταλήψεων/ενοχών), βγαίνει στον κόσμο. Και τον καταβροχθίζει σαν παγωτό...»

Ολες οι φεμινιστικές θεωρίες υφαίνουν τις σκέψεις τους μέσα στην ιστορία. Η Bella δεν είναι η τυπική κόρη («φίλησε με κι άφησε με να φύγω γιατί αλλιώς τα σπλάχνα μου θα σαπίσουν από μίσος για σένα»). Δεν είναι η τυπική ερωμένη («Αυτή η χειριστική κλαψούρικη φωνή σου με νευριάζει») Δεν θα γίνει η τυπική σύζυγος («σε ενοχλεί ότι ήμουν πουτάνα;»). Δεν γεννήθηκε για να γίνει μητέρα («πάω να ρίξω μια μπουνιά στο μωρό που κλαίει»). Ντύνεται με όγκους στα μανίκια αλλά χωρίς κορσέ (η ενδυματολογία της ταινίας - ένα συμβολικό έργο τέχνης από μόνο του) γιατί διεκδικεί τον χώρο της στον κόσμο. Γδύνεται και πάει βόλτα με το σατέν της βρακί. Γιατί κάνει ζέστη και θέλει να είναι άνετη. Τόσο απλά. 



Η σεξουαλική απελευθέρωση: Όπως τα μωρά πειραματίζονται απενοχοποιημένα, η Bella ανακαλύπτει την ηδονή στο σώμα της, το αγγίζει, το εξερευνά, το απολαμβάνει. Μια γυναίκα που ευχαριστιέται το σεξ, το απαιτεί, το αντιμετωπίζει σαν μια γλυκιά τάρτα, που, όχι, δεν θα έχει μόνο μία.

Ακόμα και η ποσότητα των σκηνών σεξ και η διάρκεια που ο Λάνθιμος κρατά την κάμερα ανοιχτή έχουν μελετημένη βαρύτητα. Ακόμα και η κωμωδία - στο μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη, ή τη φάτσα του Μαρκ Ράφαλο (που συμβολίζει το τυπικό αρσενικό αιώνων που θεωρεί δικό του αναφαίρετο δικαίωμα να «εκμεταλλευτεί» την κορασίδα για σεξ και αιφνιδιάζεται με τον αντικατοπτρισμό) όταν ξαφνιάζεται, γκρεμίζεται, αποκαθηλώνεται, ζηλεύει, θολώνει, συρρικνώνεται, απελπίζεται. Η κωμωδία όμως έχει κι έναν ακόμα σημαντικό αποδέκτη: εμάς. Γιατί είναι ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε την αμηχανία μας, να συνδιαλαγούμε με όσα βλέπουμε, με όσα μας σοκάρουν, με όσα μας τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια. Μια γυναίκα δεν ντρέπεται, απολαμβάνει το σεξ και το θέλει συνέχεια. Πρέπει να μάς κάνει πλάκα. Άντρες και γυναίκες γελάμε.

Ο άντρας είναι κι αυτός θύμα της Πατριαρχίας. Το μεγαλύτερο θύμα της ταινίας είναι ο God: τον έκανε τέρας ο ίδιος ο πατέρας του. Ο μεγαλύτερος ήρωας είναι ο God: έσπασε τον κύκλο, ενδυνάμωσε την κόρη του. Υπέροχοι άντρες υπάρχουν. Ομως, να εξετάσουμε όλους τους «Ντάνκαν» και τους «Αλφι» του κόσμου μας;»

Η αντιστροφή του male gaze Ναι, η Bella είναι γυμνή, αλλά γυμνοί είναι και οι άντρες. Οχι ότι αυτό έχει σημασία (μόνο σε μία πρώτη επεξεργασία του male gaze στεκόμαστε στη γυμνή επιδερμίδα). Ακόμα όμως και ως δύναμη της εικόνας, ο τρόπος που το αντρικό full frontal γυμνό φωτίζεται και καδράρεται, ή πώς το βλέμμα του Λάνθιμου καταγράφει στις ανδρικές ορμές (οι πελάτες στον οίκο ανοχής απογυμνώνουν την ανδρική ορμή σε όλες της τις μορφές - από αμήχανες και μηχανικές, μέχρι μοναχικές, άγαρμπες, βρώμικες, βαρετές, τρυφερές, αγαπησιάρικες, βάρβαρες, ζωώδεις) όλα μάς προκαλούν. Να σκεφτούμε.

Ο αγώνας των γυναικών είναι και ταξικός: Η πορεία της Bella στον κόσμο (τον μαγικό και τον άδικο) ξεκάθαρα την ωριμάζει, την ενηλικιώνει, την οπλίζει με γνώση, μόρφωση, ακτιβιστικούς αγώνες. Από τη στάση στην Αίγυπτο και από το κεφάλαιο του Παρισιού, έχουμε σταματήσει να παρακολουθούμε μία «λευκή, προνομιούχα» γυναίκα. Ο Λάνθιμος ανοίγει το πλάνο στον διαθεματικό φεμινισμό - στην οικονομική, ταξική, πολιτική ανισορροπία.

Η νίκη κατά της Πατριαρχίας Πολλοί θεατές (και πάρα μα πάρα πολλές γυναίκες - το οποίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον) θύμωσαν με το τέλος. Το θεώρησαν τυφλά τιμωρητικό για τους άντρες. Έχουν λάθος. Ο Λάνθιμος δεν έχασε ποτέ την ισορροπία. Αρκεί να κοιτάξουμε λίγο προσεχτικά, με ανοιχτό βλέμμα και μυαλό. Δεν είναι ο άντρας ο εχθρός. Ο άντρας είναι κι αυτός θύμα της Πατριαρχίας. Το μεγαλύτερο θύμα της ταινίας είναι ο God: τον έκανε τέρας ο ίδιος ο πατέρας του. Ο μεγαλύτερος ήρωας είναι ο God: έσπασε τον κύκλο, ενδυνάμωσε την κόρη του. Υπέροχοι άντρες υπάρχουν. Είναι μη τοξικοί, σε καμαρώνουν, σε στηρίζουν. Και αυτούς παντρεύεσαι. Μέχρι να φτάσεις εκεί όμως, να εξετάσουμε όλους τους «Ντάνκαν» και τους «Αλφι» του κόσμου μας; Όλη την καταπίεση, τις προσβολές, την περιθωριοποίηση, την απαξίωση, τη βία, τις γυναικοκτονίες; 



Η ανοιχτότητα του "Poor Things", η σημαντικότητά του, πέραν της καλλιτεχνικής του αξίας, πέραν του φεμινιστικού του DNA, είναι η εικόνα του αν θα τα καταφέρουμε, θα τα καταφέρουμε «μαζί». Ολοι αυτοί οι κόσμοι έρχονται να συνυπάρξουν, σε μία εικόνα, μία κοινή βόλτα, μία ανταλλαγή διαλόγου. Η Bella περπατά με τον αρραβωνιαστικό της Μαξ και τον ρωτάει: «Αλλάζουν οι άνθρωποι;» Κι εκείνος, χωρίς στόμφο, με μόνη σιγουριά την geek επιστημονική τεκμηρίωση της απαντά: "Αν μπορούμε να επέμβουμε στα σώματά τους, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αλλάξουμε και τα μυαλά τους".»

Η Εμα Στόουν -επάξια- θα το σηκώσει Δεν θα μπορούσα να υπάρχει Bella χωρίς την Εμα Στόουν. Κι από εδώ και στο εξής δεν θα μπορούμε να σκεφτούμε την Εμα Στόουν, χωρίς την Bella. Δεν είναι μόνο ότι μία πολύ καλή ηθοποιός απέδωσε έναν πολύ καλογραμμένο ρόλο. Είναι ότι μία ηθοποιός έπρεπε να σβήσει όλες τις καταγραφές του μυαλού, της αντίληψης, της μεθόδου, των σπουδών της, της τέχνης της, της ηθικής της και να πέσει στο κενό. Σίγουρη ότι ο Λάνθιμος κρατάει το δίχτυ. Κι αυτό να το κάνει δικό της - με τόλμη, πείραμα, ταλέντο, γλώσσα στο κατεστημένο. Και - κερασάκι στην τούρτα- η σκέψη ότι το έκανε μία χολιγουντιανή σταρ. Μια Αμερικανίδα με ακόμα περισσότερες ενοχικές καταβολές της κοινωνίας της. Πόσο αξιοθαύμαστο, πόσο υπέροχο, πόσο γενναίο.

Δεν είναι μόνο η Εμα Στόουν όμως. Ο Μαρκ Ράφαλο είχε έναν άθλο να αντιμετωπίσει: να μη γίνει καρικατούρα ενώ χορεύει στην άκρη του γκρεμού με έναν εξωφρενικό ρόλο. Τα κατάφερε απίθανα, αστεία - με μελετημένη σοβαρότητα. Ο Νταφόε, επίσης, πρέπει να νικήσει τη μάσκα. Πρέπει να ρευτεί φούσκες. Πρέπει να πάρουμε σοβαρά το τραύμα του. Και η θλίψη του πάλλεται.

Αντί επιλόγου: αξίζει το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας για μία και μόνο ατάκα Η ανοιχτότητα του «Poor Things», η σημαντικότητά του, πέραν της καλλιτεχνικής του αξίας, πέραν του φεμινιστικού του DNA, είναι η εικόνα του αν θα τα καταφέρουμε, θα τα καταφέρουμε «μαζί». Ολοι αυτοί οι κόσμοι έρχονται να συνυπάρξουν, σε μία εικόνα, μία βόλτα, μία φράση διαλόγου. Η Bella περπατά με τον αρραβωνιαστικό της Μαξ και τον ρωτάει: «Αλλάζουν οι άνθρωποι;» Κι εκείνος, χωρίς στόμφο, με μόνη σιγουριά την geek επιστημονική τεκμηρίωση της απαντά: «Αν μπορούμε να επέμβουμε στα σώματά τους, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αλλάξουμε και τα μυαλά τους».

Στους σκοτεινούς μας καιρούς, μία τέτοια ηλιαχτίδα κατευθείαν από την κάμερα του Λάνθιμου στην καρδιά, είναι αναγκαία. Κι αν η κατοχύρωση του «καλύτερου» είναι το Οσκαρ (που δεν είναι), το αξίζει.

Διαβάστε ακόμη

O δρόμος για τα Οσκαρ: Προγνωστικά, στατιστικά, ανατροπές, φαβορί και αουτσάιντερ στο ειδικό τμήμα του Flix για τα φετινά βραβεία Οσκαρ που ανανεώνεται συνεχώς