Στον ευρύ και διαρκώς εξελισσόμενο κόσμο του κινηματογράφου, υπάρχουν ταινίες που υπερβαίνουν το μέσο τους, αφήνοντας ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους τόσο στην τέχνη του κινηματογράφου όσο και στο θυμικό των θεατών. Το «Ναπολέων» του Αμπελ Γκανς, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1927, είναι ένα τέτοιο επιβλητικό έργο, μια επική ταινία πεντέμισι ωρών που απεικονίζει την άνοδο του ιστορικού Γάλλου ηγέτη από τα παιδικά του χρόνια. Αν και η ταινία μοιάζει να έχει ξεχαστεί από το ευρύ κοινό, ο επερχόμενος «Ναπολέοντας» του Ρίντλεϊ Σκοτ που έρχεται το Νοέμβριο στις αίθουσες, μας δίνει μια ιδανική αφορμή για να την θυμηθούμε...
Ο δημιουργός της ταινίας ήταν ο Γάλλος Αμπελ Γκανς. Ενας όραματιστής σκηνοθέτης γνωστός για την τολμηρή αφήγησή του και τις καινοτόμες κινηματογραφικές τεχνικές του, συνέλαβε το «Ναπολέων» ως το απόλυτο κινηματογραφικό έπος. Ο Γκανς δεν ήταν άγνωστος στον κόσμο του κινηματογράφου, έχοντας σκηνοθετήσει αρκετές επιτυχημένες ταινίες πριν από αυτήν τη μεγάλη προσπάθεια, όπως τα κλασικά πλέον «Κατηγορώ» το 1919 και «La Roue» το 1923. Ωστόσο, αναγνώρισε ότι το «Ναπολέων» ήταν ένα έργο ασυγκράτητης φιλοδοξίας, ένα έργο που θα δοκίμαζε τα όρια της δημιουργικότητάς του και της αποφασιστικότητάς του.
Ο θαυμασμός του Γκανς για τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, τον Γάλλο στρατηγό και πολιτικό ηγέτη, ήταν ουσιαστικά η κινητήρια δύναμη πίσω από την ταινία. Στόχος του δεν ήταν απλώς να αφηγηθεί την ιστορία της ζωής του Ναπολέοντα, αλλά να βυθίσει το κοινό στην ταραχώδη εποχή που διαμόρφωσε αυτόν τον εμβληματικό χαρακτήρα. Η φιλοδοξία του Γκανς ήταν να δημιουργήσει ένα αριστούργημα που θα απέδιδε δίκαια την επική ζωή και την εποχή του Ναπολέοντα,
To «Ναπολεών» ήταν αρχικά σχεδιασμένο ως την αρχή μιας σειράς έξι επικών ταινιών, που θα κάλυπταν μέχρι και τον θάνατο του Ναπολέοντα. Ωστόσο, οι δυσκολίες που αντιμετωπισε στην χρηματοδότηση της πρώτης μόνο τον έκανε να αναθεωρήσει, αποφασίζοντας να καλύψει την ζωή του μέχρι την άνοδο του ως Πρώτος Σύμβουλος της Γαλλικής Δημοκρατίας.
O Αμπελ Γκανς σκηνοθετεί τον Αλμπέρ και τιν Ιβέτ Ντιεντονέ
Αυτό που καθιστά το «Ναπολέων» έναν κινηματογραφικό ορόσημο είναι οι επαναστατικές καινοτομίες που εισήγαγε ο Γκανς. Αυτές οι καινοτομίες, ενώ είναι συνηθισμένες στο σύγχρονο κινηματογράφο, ήταν επαναστατικές για την εποχή τους και συνεχίζουν να εμπνέουν τους σύγχρονους σκηνοθέτες. Ενα από τα κεντρικά επιτεύγματα του Γκανς ήταν η χρήση φορητών καμερών. Αυτή η τεχνική εισήγαγε μια αίσθηση άμεσης δράσης και δυναμικότητας, επιτρέποντας τη ρευστή κίνηση εντός των σκηνών. Εφερε το κοινό κοντά στη δράση, αιχμαλωτίζοντας την ένταση των πεδίων μάχης και την επικοινωνία των χαρακτήρων. Λέγεται μάλιστα ότι αυτή η χρήση τους ενέπνευσε τους σκηνοθέτες του Γαλλικού Νέου Κύματος του ‘60 (από τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ μέχρι την Ανιές Βαρντά και τον Ερίκ Ρομέρ) να υιοθετήσουν αυτήν την τεχνική στις ταινίες τους.
Ο Γκανς χρησιμοποίησε επίσης εκτενώς την τεχνική της πολλαπλής έκθεσης. μια τεχνική όπου πολλές εικόνες επικαλύπτονται σε ένα μόνο καρέ. Αυτή η καλλιτεχνική επιλογή επέτρεψε στον Γκανς να δημιουργήσει ονειρικές σεκάνς, σουρεαλιστικές αλληλεπικαλύψεις εικόνων και αναφορές σε υπερφυσικές εικόνες. Ενώνοντας πραγματικότητα και φαντασία, μετέφερε το κοινό σε ένα υπερρεαλιστικό ταξίδι μέσα από τον ψυχισμό του Ναπολέοντα.
Η πρωτοποριακή χρήση γρήγορων κατ στην ταινία, όπου σκηνές και πλάνο αλλάζουν γρήγορα και συχνά έντονα, αύξησε την ένταση και το δράμα. Η επιδεξιότητα του Γκανς σε αυτήν την τεχνική ήταν εμφανής στις σκηνές δράσης της ταινίας, όπου μετέφερε το χάος και το επειγον της μάχης και της σύγκρουσης.
Iσως μία από τις πιο εμβληματικές καινοτομίες, όμως, στο «Ναπολέων» ήταν η διαίρεση της οθόνης σε μερικες σκηνές, και ιδιαίτερα στην τελευταία πράξη. Αυτές οι σεκάνς επέτρεπαν την παράλληλη αφήγηση, παρέχοντας πολλές προοπτικές και συναισθήματα ταυτόχρονα. Hταν μια οπτική τεχνική που πρόσθετε βάθος και πολυπλοκότητα στην αφήγηση. Η κορυφαία χρήση της τεχνικής αυτής όμως ήταν η τριπτύχη τελευταία μάχη. Σε αυτήν τη σειρά, ο Γκανς χρησιμοποίησε τρεις συγχρονισμένους προβολείς σε τρεις ξεχωριστές οθόνες, για να δημιουργήσει μια εντυπωσιακή εικόνα μεγάλης διαστάσεων. Καθώς ο Ναπολέων οδηγεί στην νίκη της Γαλλίας εναντίον των Ιταλών, οι τρεις οθόνες απεικονίζουν την νίκη αυτή από πολλές οπτικές και συνάμα αγιογραφούν τον ήρωα. Η κάθε οθόνη μάλιστα έχει διαφορετικό χρώμα στην εικόνα της (μπλε, άσπρο, κόκκινο), και μαζί σχηματίζουν μια τεράστια γαλλική σημαία. Το αποτέλεσμα είναι μια οπτικά εκπληκτική κορύφωση που άφησε τότε και αφήνει τώρα το κοινό με το στόμα ανοιχτό, και έχει γίνει σήμα κατατεθέν για την τεχνική μαεστρία της ταινίας. Ταυτόχρονα, η σκηνή αυτή έχει παγκόσμιο ρεκόρ για το μεγαλύτερο εύρος εικόνας που έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ σε ταινία, και η τεχνική των τριών προβολέων, λόγω της τεχνικής δυσκολίας της, δεν έχει ξαναεπαναληφθεί σε καμία άλλη ταινία, κάνοντας την έτσι συνώνυμη με το όραμα του Γκλάνς.
Η χρήση μιας ευρείας ποικιλίας γωνιών κάμερας και κινήσεων προσθέτει βάθος και ένταση στην ταινία. Από εκτεταμένα πανοραμικά πλάνα που υπογραμμίζουν την μεγαλοπρέπεια των ιστορικών γεγονότων σε ενδοσκοπικά κλειστά πλάνα που αποκαλύπτουν τα συναισθήματα των χαρακτήρων, οι τεχνικές του Γκανς ολοκλήρωσαν ένα ζωηρό και αφοπλιστικό πορτρέτο του κόσμου του Ναπολέοντα.
Ο Αμπελ Γκανς γυρίζει την απαιτητική σκηνή στα χιόνια
O Αμπελ Γκανς σκηνοθετεί τον Αλμπέρ Ντιεντονέ που υποδύεται τον Ναπολέοντα
Οταν η ταινία αποκαταστάθηκε την δεκαετία του 1980, επενδύθηκε με ένα σάουντρακ που έφερε νέα ζωή στην ταινία. Ο Βρετανός συνθέτης Καρλ Ντέιβις επιλέχθηκε για να συνθέσει μια μεγαλοπρεπή συμφωνία που θα συμπληρώνει και θα ενισχύει τα συναισθήματα που μεταδίδονται στην οθόνη. Η μουσική του Ντέιβις σχεδιάστηκε προσεκτικά για να υπογραμμίσει το συναισθηματικό βάθος της αφήγησης του Γκανς. Κυμαινόταν από υψηλά, νικηφόρα θέματα κατά τις στιγμές της νίκης σε συναισθηματικές ενορχηστρώσεις στις σκηνές προσωπικής ενδοσκόπησης, δημιουργώντας βαθιά συναισθηματική επίδραση. Οι ζωντανές ορχήστρες που εκτέλεσαν τις συνθέσεις κατά τη διάρκεια των προβολών μετέφεραν το κοινό στην καρδιά του κόσμου του Ναπολέων, ανυψώνοντας την ταινία σε μια αφηγηματική και αισθητική εμπειρία.
Κατά την αρχική της κυκλοφορία, το «Ναπολέων» αποτέλεσε τόσο κριτική όσο και εμπορική επιτυχία. Το κοινό θαύμασε τις τεχνικές καινοτομίες της ταινίας και το συναισθηματικό βάθος της αφήγησης του Γκανς. Ωστόσο, υπήρξαν και αντιδράσεις.
Στη Γαλλία, όπου αρχικά κυκλοφόρησε η ταινία, γνώρισε ενθουσιώδη υποδοχή από κριτικούς και κοινό. Η απεικόνιση του Ναπολέοντα ως ήρωα θεωρήθηκε ανυψωτική για την εθνική υπερηφάνεια μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μεγαλοπρέπεια και η καινοτομία της ταινίας θεωρήθηκαν ως τεκμήρια της αστείρευτης γαλλικής καλλιτεχνικής ικανότητας. Ωστόσο, το «Ναπολέων» αντιμετώπισε διαφορετική υποδοχή έξω από τη Γαλλία. Στην Ιταλία, η ταινία επικρίθηκε για την σχεδόν σαν αγιογραφία απεικόνιση του αμφιλεγόμενου Ναπολέοντα, και στις Ηνωμένες Πολιτείες υπέστη λογοκρισία και επεξεργασία για τον ίδιο λόγο, καθώς και για τη διάρκεια της. Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν στην κυκλοφορία διάφορων εκδοχών της ταινίας σε διάφορες χώρες, περιπλέκοντας περαιτέρω την κληρονομιά της.
Μέσα στα χρόνια, η ταινία αντιμετώπισε τον κίνδυνο να χαθεί στο χρόνο. Πολλές εκδοχές της ταινίας κινδύνεψαν από φθορά ή εξαφανίστηκαν εντελώς. Η σημασία της ταινίας στον κινηματογραφικό κόσμο απαιτούσε τη διατήρηση της. Η πιο γνωστή προσπάθεια αποκατάστασης έγινε από τον Βρετανό ιστορικό του κινηματογράφου Κέβιν Μπράουνλοου στη δεκαετία του 1980. Ο Μπράουνλοου, μαζί με τον Ρόμπερτ Χάρις, ξεκίνησαν μια αποστολή για την αποκατάσταση του «Ναπολέων» στην αρχική του μορφή. Αναζήτησαν κομμάτια της σε όλον τον κόσμο και ανακατασκεύασαν την ταινία με ακρίβεια βάσει του αρχικού οραματος του Γκανς.
Η αποκατάσταση που κυκλοφόρησε το 1980, δικαίωσε τους Μπράουνλοου και Χάρις. Σύστησε την ταινία σε ένα νέο, ακριβώς όπως σκόπευε ο Γκανς, συμπληρωμένη με την μουσική του Καρλ Ντέιβις. Οι προβολές αυτής της νέας κοπιάς προσέδωσε νέα ζωή στην ταινία και ξύπνησε εκ νέου το ενδιαφέρον για τον βωβό κινηματογράφο.