Συνέντευξη

O Μίνως Νικολακάκης μιλάει για την «Αλυτη» σχέση του με τον λαογραφικό τρόμο και τις ιστορίες από τη ζώνη του λυκόφωτος

of 10

Ο πρωτοεμφανιζόμενος στη μεγάλου μήκους σκηνοθέτης, μοιράζεται με το Flix τις προσωπικές επιρροές, τα δημιουργικά άγχη και τη θέση του για το ελληνικό σινεμά «είδους».

O Μίνως Νικολακάκης μιλάει για την «Αλυτη» σχέση του με τον λαογραφικό τρόμο και τις ιστορίες από τη ζώνη του λυκόφωτος

Στα περίχωρα ενός ορεινού χωριού, μια μυστηριώδης κοπέλα θέλγει έναν νιόφερτο γιατρό στη μισοπρωτόγονη καλύβα της, την ασθενική καθημερινότητά της, τα αναχρονιστικά της ήθη. Μια αιχμαλωσία τρόμου και φρίκης, που δίνει την ευκαιρία στον λάτρη του φανταστικού σινεμά, Μίνωα Νικολακάκη, να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν, τη φύση με τον πολιτισμό, τον έρωτα με τον θάνατο.

Η «Αλυτη» βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη, 10 Σεπτεμβρίου, από τη Neo Films. Διαβάστε και δείτε περισσότερα εδώ.

αλυτη entwined 607

Ιδού τι μας είπε ο δημιουργός για τις πηγές, τη δύσκολη πραγμάτωση και το (βραβευμένο στο περυσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) location της «Αλυτης», που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο τμήμα Discovery του Φεστιβάλ του Τορόντο, ταξίδεψε στα φεστιβάλ του κόσμου, ήταν υποψήφια για τρία βραβεία Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και ξεκινά σε λίγες μέρες να προβάλλεται και στη χώρα μας, έχοντας ήδη διανεμηθεί σε αίθουσες στην Αμερική και εξασφαλίσει και την on demand πρεμιέρα της από τις 8 Σεπτεμβρίου σε μεγάλες πλατφόρμες.

Το σύνηθες δημοσιογραφικό ερώτημα, ‘τι σας ενέπνευσε να γράψετε αυτή την ιστορία’, μοιάζει αναγκαίο στην περίπτωση της «Αλυτης». Για να γίνουμε πιο ακριβείς, τι σας παρακίνησε περισσότερο; Μια ιδέα; Ενας άλλος μύθος; Το συγκεκριμένο δάσος;

Ηταν ένα αφηγηματικό είδος που με γοήτευσε σε διάφορα στάδια της ζωής μου. Οι ιστορίες των γιαγιάδων μου φύτεψαν το σπόρο, αφήνοντας έντονο το συναίσθημα που δημιουργούσαν όταν τις σιγοψιθύριζαν δίπλα από το τζάκι. Στην πορεία, ως φοιτητής, εντύπωση μου δημιούργησε το «Καϊντάν» του Λευκάδιου Χερν, ιστορίες που ισορροπούν λεπτά ανάμεσα στη λαογραφική κληρονομιά, τον τρόμο και το συναίσθημα. Τέλος, οι παραλογές και η λιτή αφηγηματική τους διάθεση ήταν καταλυτικές. Η απουσία ελληνικών ταινιών που να καταπιάνονται με αυτή τη θεματολογία ήταν μια πρόκληση για να το αποπειραθώ.

Στο φανταστικό σινεμά οι δημιουργοί δε φοβούνται να μπουν σε αχαρτογράφητα νερά.»

Πόσο ζωντανές, πόσο επιδραστικές θεωρείτε πως (συνεχίζουν να) είναι οι προκαταλήψεις στην καθημερινότητα της ελληνικής υπαίθρου του 2020;

Αν και επίμονες ακόμα και σήμερα, οι προκαταλήψεις της ελληνικής υπαίθρου τείνουν προς εξαφάνιση, καθώς λόγω της αστικοποίησης και της ερήμωσης των χωριών η γενιά των γιαγιάδων μας φτάνει προς το τέλος της. Αναφέρομαι φυσικά στο «γοητευτικό» κομμάτι των προκαταλήψεων, το οποίο ήταν μια απόπειρα να ερμηνεύσουν τον κόσμο με ένα δικό τους τρόπο, μακριά από την εκλογικευμένη δυτική σκέψη. Ας πούμε ότι χρησιμοποίησαν μία σειρά από φορτισμένες με συναίσθημα δεισιδαιμονίες για να περιγράψουν αλήθειες που δεν πιάνει εύκολα ο ανθρώπινος νους. Ισως επειδή φοβούνταν το ανεξήγητο και ήταν ζωτικής σημασίας κάπως να το ορίσουν.

Πόσο απαιτητικό ήταν το γύρισμα στο φυσικό τοπίο που επιλέξατε ως κύριο χώρο δράσης;

Η ταινία γυρίστηκε σε ένα τοπίο μαγικό, στο καστανοδάσος του Κοσμά Κυνουρίας. Επιλεκτικά εξωτερικά γυρίσματα έγιναν και στο χωριό Καστάνιτσα. Σύμφωνα με θρύλους, ο Πάρνωνας ήταν η κατοικία του Πάνα, και ενέπνευσε μύθους του παρελθόντος. Συνεπώς μία μυστικιστική αύρα μας είχε αγκαλιάσει γνωρίζοντας ότι θα αποτυπώσουμε ένα κομμάτι της «κληρονομιάς» αυτής στην ταινία μας. Ομως ήταν ένα δαιδαλώδες, δύσβατο τοπίο με πολλές δυσκολίες, διερχόμενα ζώα, όπως επίσης ήμασταν έρμαια του άστατου καιρού καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Ξεκινούσαμε με λιακάδα, συνεχίζαμε με βροχή και έπρεπε να γκρουπάρουμε πολύ προσεκτικά τα εσωτερικά και εξωτερικά για να μη διακοπεί το γύρισμα. Νιώθαμε συχνά σαν τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα της ταινίας και αναγκαστήκαμε να γίνουμε πιο πρακτικοί και λιτοί. Το δάσος μας δοκίμαζε καθημερινά, μέχρι στο τέλος να μας δώσει απλόχερα τις ομορφιές του.

αλυτη entwined 607

Τι ρόλο έπαιξε το σινεμά του φανταστικού στην κινηματογραφική σας «ανατροφή»; Και ποιες είναι οι κυριότερες επιρροές σας από το σινεμά, τη λογοτεχνία, τις τέχνες γενικότερα;

Γεννημένος της δεκαετία του ’80, γαλουχήθηκα αναπόφευκτα από τους μεγάλους Αμερικάνους παραμυθάδες, με τον Τέρι Γκίλιαμ και τις «Περιπέτειες του Βαρόνου Μινχάουζεν» ως πιο έντονη επιρροή. Ηταν ένα σινεμά όπου όλα μπορούσαν να συμβούν και να συνυπάρξουν. Στην πορεία ανακάλυψα την κουλτούρα του ισπανόφωνου αλλά και το ασιατικού σινεμά, στο οποίο το φανταστικό στοιχείο υπήρχε εκεί για να εξυπηρετήσει, λιτά, μια ανθρώπινη ιστορία. Με εντυπωσιάζει το σινεμά ταλαντούχων «κατασκευαστών» όπως ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, αλλά με μαγεύουν ιδιαίτερα ταινίες σαν το «Onibaba» του Κανέτο Σίντο, το «Ουγκέτσου Μονογκατάρι» του Κένζι Μιζογκούτσι και το «Valerie and her Week of Wonders» του Γιάρομιλ Γίρες. Η επιδραστικότερη προσωπικότητα για μένα ήταν ο Ροντ Σέρλινγκ με τη «Ζώνη του Λυκόφωτος», αλλά και τα γραπτά του Χοσέ Σαραμάγκου. Με τον τρόπο του ο καθένας, μιλάνε για καθημερινές ιστορίες, όπου ένας μεταφυσικός καταλύτης, ο οποίος σπανίως αιτιολογείται, έρχεται για να αλλάξει τα πράγματα. Πιστεύω ότι η ανθρώπινη ιστορία έρχεται πάνω από όλα και χαρακτηριστικό είναι και ότι η «Αλυτη» έχει εμπνευστεί από μία ιαπωνική ταινία, όχι όμως φανταστικής θεματολογίας.

Και στον ελληνικό χώρο, σε ποιο σημείο πιστεύετε πως βρίσκεται το φανταστικό σινεμά;

Φέτος ήταν μία ιδιαίτερη χρονιά γιατί υπήρχαν αρκετές ταινίες είδους, κάποιες με έντονες «φανταστικές» αποχρώσεις, ιδιαίτερα ελπιδοφόρο καθώς οι δημιουργοί δε φοβούνται να μπουν σε αχαρτογράφητα νερά. Νομίζω ότι αυτό το είδος έχει μεγαλύτερη δυσκολία: Oι απαιτήσεις του κοινού, έμπειρου στις συμβάσεις του είδους, είναι μεγαλύτερες, το κατασκευαστικό και το οικονομικό κομμάτι παραγωγής είναι πιο απαιτητικά και ανταγωνιζόμαστε ταινίες από χώρες που έχουν μεγαλύτερη παράδοση και προϋπολογισμούς. Ισως και οι Ελληνες θεατές δεν είναι, ακόμα, εξοικειωμένοι στη θέαση μιας ελληνικής ταινίας φαντασίας, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα με πολλές παραμέτρους. Στην περίπτωσή μας οδηγηθήκαμε σε ένα διαφορετικό δρόμο, αφηγηματικά και παραγωγικά, ο οποίος ήταν πολύ δημιουργικός, πιο γειωμένος και ρεαλιστικός καθώς δανειστήκαμε κάτι από την αφηγηματική λιτότητα που χαρακτήριζε και τις παραλογές. Μακάρι σύντομα να υπάρξουν και άλλα αντίστοιχα βήματα σε αυτό το κινηματογραφικό είδος.

Ταινίες που παίρνουν ρίσκα, κι ας έχουν τρωτά σημεία. Είναι ο μόνος τρόπος για να βλέπουμε κάποια στιγμή σπουδαίο ελληνικό σινεμά.»

Θα μας πείτε λίγα λόγια για την επιλογή των δύο βασικών πρωταγωνιστών;

Εκτός από εξαιρετικοί ηθοποιοί, ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος και η Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη φέρουν κάτι το αρχέτυπο στους ρόλους που υποδύονται. Στην περίπτωσή μας, χειριστήκαμε το «παραμύθι» μας με μια ρεαλιστική διάθεση και ο Προμηθέας έχει το γνώρισμα του «καλού/αγαθού» γιατρού με τον οποίο χτίζεται μια άμεση οικειότητα, καθώς αντίστοιχοι χαρακτήρες υπάρχουν π.χ. στον Λαβκραφτ ή τον Πόε. Οσον αφορά την Αναστασία-Ραφαέλα, δεν μπορώ να πω πολλά γιατί θα προδώσω την πλοκή της ταινίας. Ας πούμε ότι χειριστήκαμε το χαρακτήρα της με ένα ολότελα διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι έχει γίνει μέχρι τώρα σε αντίστοιχες ταινίες.

Ως σκηνοθέτης έμπειρος στο μικρού μήκους φιλμ, πώς βλέπετε την εξέλιξή του τα τελευταία χρόνια;

Υπάρχει τρομερή άνθιση τα τελευταία χρόνια καθότι το επίπεδο είναι ιδιαίτερο υψηλό, και προς απόδειξη αυτού η συμμετοχή πολλών ελληνικών ταινιών σε διεθνή διαγωνιστικά τμήματα φεστιβάλ. Ταυτόχρονα η πορεία μιας μικρού μήκους ταινίας είναι συγκεκριμένη, αν και το φεστιβάλ Δράμας πρωτοστατεί στη «διάσωσή» τους. Πέραν της ΕΡΤ, που έχει πρόγραμμα που προβάλλει σταθερά μικρού μήκους, και οργανισμών που προωθούν διαδικτυακά ταινίες, η έκθεση του μικρού μήκους φιλμ στο ελληνικό κοινό είναι περιορισμένη. Εχει καταργηθεί ένα χρήσιμο κίνητρο που επέτρεπε στους αιθουσάρχες να προβάλλουν μικρού μήκους πριν από μεγάλες. Ωστόσο, πρόκειται για ένα αυτόνομο αφηγηματικό είδος με τρομερό ενδιαφέρον, καθότι επιτρέπει στους κινηματογραφιστές να πειραματίζονται με λιγότερο βάρος και απαιτήσεις απ' ό,τι σε μεγάλου μήκους. Το επόμενο σχέδιό μου είναι μια μικρού μήκους, η «Ασφαλτος», που εύχομαι να καταφέρω να κάνω σύντομα.

αλυτη entwined 607

Πώς βλέπετε το παρόν της ελληνικής μεγάλου μήκους ταινίας όσον αφορά κίνητρα και χρηματοδότηση; Πώς πιστεύετε πως θα επηρεάσουν οι εξελίξεις και οι αλλαγές στο ΕΚΚ;

Η χρηματοδότηση ταινιών σε διεθνές επίπεδο είναι μια πολύχρονη και επίμονη διαδικασία, πόσο μάλλον σε ένα σύστημα σαν το ελληνικό που χαρακτηρίζεται από έντονες και συχνές ανακατατάξεις. Υπάρχουν προβλήματα, αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν και χρηματοδοτήσεις, με τον τρόπο που αυτές υπάρχουν. Ενα Κέντρο Κινηματογράφου σε κάθε χώρα είναι απαραίτητος θεσμός για να δίνει μια ευκαιρία και στη δημιουργία ενός κομματιού πολιτισμού, του arthouse κινηματογράφου. Η «Αλυτη» χρειάστηκε έξι χρόνια μέχρι τα γυρίσματα και αυτό είναι ενδεικτικό για κάθε πρώτη μεγάλου μήκους. Οι περισσότερες ταινίες πλέον γυρίζονται υπό τη φόρμα διεθνών συμπαραγωγών. Νομίζω πως χρειάζεται μια συνολική αντιμετώπιση της κινηματογραφικής βιομηχανίας, κάτι που θα επιτρέψει τόσο τη δημιουργία εμπορικών ταινιών και άρα και τη χρηματοδότηση arthouse έργων. Το σημαντικότερο είναι ο ελληνικός κινηματογράφος να μη θεωρείται, τόσο από αυτούς που εμπλέκονται σε αυτόν, όσο και από το κοινό, ένα πάρεργο. Είναι μια πολύπλοκη καλλιτεχνική και εμπορική διαδικασία με πολλές απολαβές εφόσον γίνει αντικείμενο σωστού χειρισμού.

Ως θεατής, τι θα θέλατε να βλέπετε περισσότερο από Ελληνες δημιουργούς;

Ταινίες που παίρνουν ρίσκα, κι ας έχουν τρωτά σημεία. Είναι ο μόνος τρόπος για να βλέπουμε κάποια στιγμή σπουδαίο ελληνικό σινεμά.

Η «Αλυτη» βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη, 10 Σεπτεμβρίου, από τη Neo Films. Διαβάστε και δείτε περισσότερα εδώ.