Μια γυναίκα και ένας άντρας συναντιούνται το 1910, το 2014 και το 2044, ζώντας έναν διαρκώς ανεκπλήρωτο έρωτα. Και στις τρεις αυτές ενσαρκώσεις, τη γυναίκα βασανίζει μονίμως το προαίσθημα ότι κάτι άσχημο θα συμβεί. Ο άντρας την καθησυχάζει και της ζητά να του αφεθεί. Κάθε φορά που συναντιούνται, το προαίσθημά της βγαίνει με κάποιο τρόπο αληθινό.
Το «Θηρίο στη Ζούγκλα» γράφτηκε από τον Χένρι Τζέιμς το 1903, μια παραισθησιογόνα νουβέλα 80 σελίδων (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ) που περιγράφει τη συνάντηση, τον έρωτα και το διαρκή αγώνα με το χρόνο δύο εραστών αντιμέτωπων με το... θηρίο. Τι είναι το θηρίο; Εκεί βρίσκεται όλη η ομορφιά, το μυστήριο και η αναζήτηση, καθώς ο Τζέιμς δεν κατονομάζει το θηρίο, δεν το κάνει εικόνα, αφήνοντας τους ηρωές του και τον αναγνώστη να το ανακαλύψει μόνος του.
Το ίδιο κάνει και ο Μπερτράν Μπονελό, που στο «Θηρίο» - παίζεται ήδη στις ελληνικές αίθουσες από την Weird Wave - διασκευάζει ελεύθερα τη νουβέλα του Χένρι Τζέιμς σε μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που ταξιδεύει στο χρόνο αλλά και στο νόημα της ανθρώπινης επικοινωνίας. Ξεκινώντας από το Παρίσι των αρχών του 20ου αιώνα, φτάνει στο Λος Αντζελες του 2014 και ξανά πίσω στο Παρίσι του 2044, σε μια εξερεύνηση που έρχεται να συμπληρώσει αρμονικά το έργο του και τις θεματικές του που περιστρέφονται πάντα γύρω από όσα κρατούν τον άνθρωπο μακριά από τον πραγματικό του εαυτό αλλά και τις πολλαπλές σημασίες του τέλους του κόσμου.
Σε μια εποχή που το σινεμά στην αίθουσα απειλείται πρέπει να δημιουργήσουμε την επιθυμία για την αίθουσα και επομένως μια επιθυμία για την εμπειρία. Αυτό προσπάθησα να κάνω και εγώ.»
Διαβάζουμε για την αναπάντεχη διασκευή στη νουβέλα του Χένρι Τζέιμς, για το κενό που άφησε στην ταινία ο θάνατος του Γκασπάρ Ουλιέλ, για την πολιτική της διάσταση, την Τεχνητή Νοημοσύνη και τη σημασία της κινηματογραφικής εμπειρίας σε μια εποχή που ο κόσμος οφείλει να επιστρέψει στις αίθουσες.
To «Θηρίο στη Ζούγκλα» είναι ένα κείμενο που με είχε συγκλονίσει εδώ και πολύ καιρό. Χρησιμοποιήσα στην πραγματικότητα την κεντρική ιδέα του θηρίου. Η ταινία είναι μια ελεύθερη διασκευή, αν και υπάρχουν σκηνές, όπως αυτή του χορού στην αρχή που είναι ολόκληρη από το βιβλίο του Χένρι Τζέιμς. Στη συνέχεια η ταινία απομακρύνεται για να διαδραματίστει σε τρεις διακριτές περιόδους. Το 1910, το 2014 και το 2044. Κάθε περίοδος έχει τη δική της δυναμική και όλες μαζί δημιουργούν μια μοναδική ιστορία αγάπης που διασχίζει τις διαδρομές της μνήμης πάντα με φόντο την καταστροφή.
Η ταινία δεν είναι μόνο ένα ταξίδι στο χρόνο. Είναι ένα ταξίδι πνευματικό, βιολογικό, συναισθηματικό, αισθητηριακό. Ενα ταξίδι που διαρκεί 2 ώρες και 25 λεπτά. Πρέπει να αφιερώνουμε χρόνο στα ταξίδια. Διαφορετικά δεν βλέπουμε τίποτα, δεν νιώθουμε τίποτα. Είναι σίγουρα μια ταινία, αλλά περιέχει τρία διαφορετικά σύμπαντα. Πρέπει να νιώθεις πως βρίσκεσαι εκεί για να κατανοήσεις την ατμόσφαιρά τους, να γνωρίσεις τους χαρακτήρες, τις καταστάσεις. Εχω την εντύπωση ότι η αίσθησή μας για την διάρκεια των ταινιών έχει αλλάξει πραγματικά. Σε μια εποχή που το σινεμά στην αίθουσα απειλείται πρέπει να δημιουργήσουμε την επιθυμία για την αίθουσα και επομένως μια επιθυμία για την εμπειρία. Αυτό προσπάθησα να κάνω και εγώ.
Αυτό που είναι σπουδαίο στη νουβέλα του Χένρι Τζέιμς είναι ότι κανείς δεν ξέρει τι είναι το θηρίο. Δεν το βλέπεις και στην πραγματικότητα δεν είναι καν ένα κυριολεκτικό θηρίο, οπότε μπορείς να συμπεριλάβεις πολλούς από τους φόβους σου στην λέξη «θηρίο», όπως οι ήρωες της ταινίας εναποθέτουν πολλές από τις φοβίες τους στη λέξη «καταστροφή». Κάτι πρόκειται να συμβεί. Είναι ένα απίστευτο επιχείρημα αυτό στο βιβλίο, ότι κάτι μπορεί να συμβεί και όλοι φοβούνται, όπως τα ζώα, αναζητώντας τι είναι αυτό που θα συμβεί. Αυτό κρατάει τους ανθρώπους ζωντανούς.
Είναι η πρώτη φορά που κάνω επιστημονική φαντασία και αφηγούμαι κάτι που διαδραματίζεται στο μέλλον, αλλά συνειδητοποίησα πως όταν εφευρίσκεις και φτιάχνεις φουτουριστικούς κόσμους είναι ένας τρόπος να μιλήσεις για το φόβο σου για το παρόν.»
Είχα αυτήν την ιδέα ότι, στο μέλλον, η ανθρωπότητα έχει καταστρέψει τα πάντα, και η τεχνητή νοημοσύνη έχει καταλάβει την εξουσία και το τίμημα είναι ακριβό. Είναι το μέλλον που βλέπετε. Όλοι οι φόβοι μου για τις σχέσεις βρίσκονται επίσης εκεί. Φυσικά, αυτός μπορεί να είναι ο φόβος που όλοι γνωρίζουμε, για όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Δεν ξέρουμε πού θα σταματήσει ή πού θα μας οδηγήσει. Αλλά η ταινία μιλάει περισσότερο για προσωπικούς φόβους. Πώς ανήκεις σε αυτόν τον κόσμο; Πώς πλοηγείς μια σχέση σχέση μεταξύ τεχνολογίας και ανθρωπιάς, κάτι που ήταν πολύ ισχυρό τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά τώρα είναι ισχυρότερο από ποτέ; Μόνο ο Θεός ξέρει τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον...
Η ταινία είναι με κάποιον τρόπο ένα θρίλερ. Αλλά όχι με την παραδοσιακή έννοια των κινηματογραφικών ειδών. Τα στοιχεία που περιέχει όμως από το είδος του θρίλερ μου επέτρεψαν να εκφράσω τις πολιτικές μου σκέψεις. Είναι η πρώτη φορά που κάνω επιστημονική φαντασία και αφηγούμαι κάτι που διαδραματίζεται στο μέλλον, αλλά συνειδητοποίησα πως όταν εφευρίσκεις και φτιάχνεις φουτουριστικούς κόσμους είναι ένας τρόπος να μιλήσεις για το φόβο σου για το παρόν.
Η Λέα έχει μια πλευρά διαχρονική και μοντέρνα ταυτόχρονα. Την ξέρω καλά και πολύ καιρό, αλλά όταν κοιτάζει την κάμερα είναι αδύνατον να γνωρίζεις τι σκέφτεται. Εχει ένα μυστήριο.»
Είναι η τρίτη φορά που συνεργάζομαι με την Λέα Σεϊντού. Πρώτη φορά σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Δεν θα μπορούσα ποτέ να σκεφτώ κάποια πιο θαρραλέα ηθοποιό για να υποδυθεί την Γκαμπριέλ σε τρεις διαφορετικές εποχές. Η Λέα έχει μια πλευρά διαχρονική και μοντέρνα ταυτόχρονα. Την ξέρω καλά και πολύ καιρό, αλλά όταν κοιτάζει την κάμερα είναι αδύνατον να γνωρίζεις τι σκέφτεται. Έχει ένα μυστήριο. Και στον τρόπο που δουλεύει είναι το εντελώς αντίθετο από αυτό λέμε ακαδημαϊκή ηθοποιός. Δεν αισθάνεται την επιθυμία να είναι πολύ προετοιμασμένη ή να γνωρίζει τα πάντα για το ρόλο και το σενάριο. Θα μπορούσα να πω ότι συντηρεί από μόνη της μια αβεβαιότητα που την ωφελεί. Αφήνεται στα πράγματα και έτσι πετυχαίνει πράγματα που κανείς δεν είχε προβλέψει πριν.
Ο Λούις που τον υποδύεται ο Τζορτζ ΜακΚέι ήταν αρχικά ο Γκασπάρ Ουλιέλ. Οταν πέθανε βρισκόμαστε στη μέση της προετοιμασίας. Αποφασίσαμε να μην σταματήσουμε την ταινία αλλά ούτε και να πάρουμε έναν Γάλλο ηθοποιό. Αναζητήσαμε άμεσα κάποιον Αγγλο. Οταν συνάντησα τον Τζορτζ ΜακΚέι, κάναμε μερικά τεστ και μετά από λίγη ώρα ήμουν σίγουρος πως αυτός ήταν ο ηθοποιός για την ταινία. Είναι καταπληκτικός ηθοποιός. Εχει απίστευτο αριθμό αποχρώσεων. Αυτό που πρέπει να κάνει στην ταινία είναι πολύ δύσκολο. Και ποτέ δεν βλέπουμε πού πάει. Οταν τους είδα δίπλα δίπλα με την Λέα ήξερα πως αυτό ήταν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι της ταινίας.
Υπάρχουν σχεδόν τόσες διαφορές ανάμεσα στους χαρακτήρες της Γκαμπριέλ και του Λούις όσες και ανάμεσα του Τζορτζ και της Λέα. Η Γκαμπριέλ δεν αλλάζει τόσο πολύ στις διαφορετικές περιόδους, ενώ αυτός είναι τελείως διαφορετικός από την μια εποχή στην άλλη. Σε αντίθεση με την Λέα, ο Τζορτζ ήθελε να ξέρει τα πάντα για τον χαρακτήρα του. Του έγραψα λοιπόνμακροσκελείς επιστολές για αυτό το θέμα. Το λέμε πάντα. Οι Αγγλοι ηθοποιοί είναι τεράστιοι εργάτες. Και ο Τζορτζ το επιβεβαίωσε. Πριν την ταινία δεν μιλούσε καθόλου γαλλικά. Και μέρος των διαλόγων του είναι στα γαλλικά. Δεν βασίζεται μόνο στη φωνητική, αλλά πραγματικά παίζει στα γαλλικά.
To «Θηρίο» του Μπερτράν Μπονελό προβάλλεται ήδη στις αίθουσες της Θεσσαλονίκης και από τις 17 Οκτωβρίου και της υπόλοιπης Ελλάδας.