Το «Θηρίο» του Μπερτράν Μπονελό προβάλλεται από τις 10 Οκτωβρίου στην Θεσσαλονίκη στον Παύλο Ζάννα, την Τρίτη 15 Οκτωβρίου στην Αθήνα στο Αστορ και από 17 Οκτωβρίου στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Κατά κάποιον τρόπο, το «Θηρίο» είναι και δεν είναι μια τυπική ταινία του Μπερτράν Μπονελό.
Αφενός, παραμένει εμποτισμένο από τις κλασικές αξίες του γαλλικού σινεμά που ο σκηνοθέτης δείχνει πάντα να αγαπά και να αναδεικνύει (παιχνιδιάρικο, φιλοσοφικό, ενίοτε και φλύαρο μέσα στην ανάλυση των ιδεών του), αφετέρου όμως το φιλμ ωθεί για πρώτη φορά τον σκηνοθέτη στις περιοχές του σινεμά επιστημονικής φαντασίας (αν και ο Μπονελό είχε ήδη φλερτάρει με το σινεμά είδους στο «Zombi Child»), δίνοντάς του την ευκαιρία να εξετάσει τις θεματικές του σε ένα διαφορετικό και σίγουρα ευρύτερο πλαίσιο.
Διασκευάζοντας πολύ ελεύθερα το «Θηρίο στη Ζούγκλα» του Χένρι Τζέιμς και αλλάζοντας φύλο στον κεντρικό χαρακτήρα, η ταινία του Μπονελό ακολουθεί την Γκαμπριέλ της Λεά Σεϊντού σε τρεις διαφορετικές περιόδους: στη γαλλική Μπελ Επόκ του 1910, όπου η καλλιτέχνης Γκαμπριέλ συναντά για πρώτη (ή και όχι) φορά τον Λούις του Τζορτζ ΜακΚέι, νιώθοντας την έλξη που μπορεί να την κάνει να διαλύσει τον γάμο της, το Λος Αντζελες του 2014, όπου το μοντέλο Γκαμπριέλ βρίσκεται στο δρόμο του εκδικητικού incel Λούις σε μια συνάντηση που προμηνύει σκοτεινές εξελίξεις, και στο μέλλον του 2044, όπου η Τεχνητή Νοημοσύνη έχει αναπτύξει τη δυνατότητα εκκαθάρισης των ψηγμάτων των προηγούμενων ζωών από τους ενδιαφερόμενους, ωθώντας την Γκαμπριέλ του μέλλοντος να αντιμετωπίσει τις πρότερες επιλογές της και τις συνταρακτικές συνέπειες αυτών.
Τα τρία αυτά timeline δίνουν τη δυνατότητα στον Μπονελό να παίξει με το ύφος, τα στοιχεία και τις αντιθέσεις της κάθε περιόδου (εξάλλου, ο Μπονελό πάντα ήταν ένας δημιουργός που χρησιμοποιούσε αναχρονισμούς στο έργο του, «πειράζοντας» με τη γλώσσα ή με τις μουσικές επιλογές την ομοιογένεια της κάθε εποχής), όσο βάζει την Λεά Σεϊντού και τον απρόσμενα ταιριαστό Τζορτζ ΜακΚέι να ταξιδεύουν από εποχή σε εποχή (κουβαλώντας μαζί τους το βάρος κάθε προηγούμενης ζωής, σαν ένα περισσότερο arthouse «Cloud Atlas») και να ελίσσονται με μπρίο ανάμεσα στα ερμηνευτικά είδη, κάτω από το βάρος μιας απροσδιόριστης απειλής που μπορεί (ή και όχι) να καταστρέψει τα πάντα.
Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μπονελό ξεκινά την αφήγησή του με ακόμα ένα meta κλείσιμο του ματιού και ένα ακόμα αφηγηματικό επίπεδο, βάζοντας την ηθοποιό Λεά Σεϊντού να γυρίζει σε green screen μια σκηνή που πρόκειται αργότερα να δούμε μέσα στην ταινία, ακολουθώντας τις ίδιες τις οδηγίες του σκηνοθέτη. Αυτό αποδεικνύει σίγουρα ότι ο Μπονελό βρίσκεται σε μεγάλα κέφια, δεν επιβεβαιώνει όμως αυτό καθεαυτό ότι βρίσκεται και σε μεγάλη φόρμα.
Αυτά που αποκαλύπτουν τελικά τη δύναμη της ταινίας βρίσκονται διάσπαρτα στα επιμέρους άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία της αφήγησης: στην αλληλένδετη φύση των τριών ιστοριών που επαναλαμβάνουν έξυπνα ελαφρώς αλλοιωμένα οπτικά στοιχεία από εποχή σε εποχή (είτε είναι μια μάντισσα που εμφανίζεται ανά τους αιώνες, είτε ένα κλαμπ του Λος Αντζελες που μετατρέπεται σε φουτουριστική ντίσκο που αλλάζει περιοδικά στυλ, εποχή και μουσική), στην ευρηματικότητα και τον σουρεαλισμό των εικόνων που δεν εξαντλούνται στην κινηματογράφηση ενός πλημμυρισμένου Παρισιού ή στην φευγαλέα εμφάνιση ενός αληθινού (ή και όχι) θηρίου στη σύγχρονη ιστορία και στην αποτελεσματικότητα δύο φαινομενικά απλών αλλά εξαιρετικά σύνθετων και ανεπαίσθητα πολύπλοκων ερμηνειών, που αντλούν από τα ήθη και τα πάθη της κάθε εποχής για να πείσουν ότι το Θηρίο υπάρχει και μπορεί να χτυπήσει ανά πάσα στιγμή.
Αν θα μπορούσε να κατηγορηθεί για κάτι ο Μπονελό, είναι το γεγονός ότι ενσωματώνει στην αφήγησή του (όπως συνέβη και στο «Nocturama» με τη θεώρησή του απέναντι στην τρομοκρατία) σύγχρονες θεματικές με τρόπο που εύκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί φτηνός και προβοκατόρικος (ο Λούις του 2014 είναι βασισμένος σε πλήθος ανθρώπων που γέμισαν και γεμίζουν ακόμα τα δελτία ειδήσεων με τις δολοφονικές πράξεις αυτόκλητης «δικαίωσης»). Είναι όμως αυτή η μόνιμη ισορροπία ανάμεσα στη σάτιρα και τη σοβαρότητα, τη φαντασία και τον ρεαλισμό και, κυρίως, το όνειρο και τη σκληρή πραγματικότητα, που βάζουν τα πράγματα στη σωστή (και άκρως απολαυστική) θέση.