Συνέντευξη

Ο Χάρης Ζαμπαρλούκος μιλά στο Flix για το «Belfast», το σινεμά και τον ορίζοντα, λίγο πριν τη βράβευσή του από το GSC

of 10

«Επειδή το νερό είναι πάντα ενωμένο μ' έναν τρόπο...»

Ο Χάρης Ζαμπαρλούκος μιλά στο Flix για το «Belfast», το σινεμά και τον ορίζοντα, λίγο πριν τη βράβευσή του από το GSC

Ο Χάρης Ζαμπαρλούκος BSC, GSC, είναι ένας από τους πιο σημαντικούς, πιο διακεκριμένους Διευθυντές Φωτογραφίας της γενιάς του - ταυτόχρονα, είναι κι ένας κοινωνικός, χαριτωμένος συνομιλητής, ένας, όπως φαίνεται, δίκαιος κι ακέραιος άνθρωπος. Κι είναι και σέρφερ.

Κι είναι κι ερασιτέχνης κιθαρίστας, όπως αποδεικνύουν οι κιθάρες κρεμασμένες στον τοίχο του γραφείου του, στην οθόνη του ζουμ της κουβέντας μας, σήμερα ελαφρώς σε αχρηστία, μια και με τα παιδιά, πού να βρεθεί χρόνος. Ο Ζαμπαρλούκος, όμως, γεννημένος στη Λευκωσία και κάτοικος, εδώ και δεκαετίες, του Λονδίνου, βρίσκει πάντα χρόνο για θεαματικές δουλειές: απόφοιτος της Central Saint Martins στο Λονδίνο και του American Film Institute Conservatory, δούλεψε ως βοηθός του Κόνραντ Χολ κι από εκεί κυνήγησε μια υπέροχη καριέρα. Από το «Venus» του Ρότζερ Μισέλ και το καλοκαιρινό φως του «Mamma Mia!» ή τον εγκλωβισμό του «Locke» και τον box office πειρασμό του «Meg 2» που μόλις ολοκλήρωσε, ο Ζαμπαρλούκος, παράλληλα, διένυσε την κινηματογραφική διαδρομή του παρέα με τον Κένεθ Μπράνα, ξεκινώντας από το «Sleuth» το 2007 και φτάνοντας ως το «Belfast».

Γι' αυτή τη δουλειά του, στο «Belfast», που το 2021 συζητήθηκε όσο λίγες, ο Χάρης Ζαμπαρλούκος θα βρεθεί στην Αθήνα το Σάββατο, 2 Ιουλίου, για να παραλάβει το Βραβείο GSC 2022, της Ενωσης Ελλήνων Κινηματογραφιστών. Ευκαιρία για το Flix να τον βάλει... πίσω από την κάμερα και να γνωρίσει έναν ευγενή, δραστήριο καλλιτέχνη.


ζαμπαρλούκος

Γιατί έχει, για εσένα, σημασία να είσαι μέλος του GSC (της Ενωσης Ελλήνων Κινηματογραφιστών) και πώς σε κάνει να νιώθεις αυτό το βραβείο;

Είναι πολύ σημαντικό αυτό το βραβείο για μένα. Γεννήθηκα με την άποψη ότι είμαι Ελληνας κι ο ελληνισμός για μένα είναι η κουλτούρα μου, κάτι πολύ σημαντικό και πολύ εσωτερικό. Κάτι για το οποίο νιώθω περήφανος. Η ιδέα, όταν κατάλαβα ότι υπήρχε κάποιο πράγμα σαν τον κινηματογράφο... Ούτε καν μπορούσα να σκεφτώ όταν μεγάλωνα στην Κύπρο ότι θα μπορούσα ν' ασχοληθώ μ' αυτό, ούτε καν το σκέφτηκα: εγώ ήθελα να κάνω κάτι άλλο, ζωγραφική, ήταν στις σπουδές μου που ανακάλυψα τον κινηματογράφο. Ομως η ιδέα ότι υπήρχε, παραδείγματος χάριν, ένας Κακογιάννης στον κόσμο, ή ένας Γιώργος Αρβανίτης (AFC, GSC), ένας διευθυντής φωτογραφίας ο οποίος για μένα ήταν μεγάλη επιρροή, ο οποίος ήταν αντίστοιχος με τον Στοράρο της εποχής εκείνης. Και τώρα που είμαστε και φίλοι με τον Γιώργο, ακριβώς αυτό το πράγμα είναι για μένα το GSC. Οτι μπορώ να έχω μια συνομιλία και μια κοινωνική σχέση με τους συναδέλφους μου που είναι της κουλτούρας μου και της πατρίδας μου. Οσο κι αν αγαπώ το BSC (Ενωση Βρετανών Κινηματογραφιστών), είναι άλλο πράγμα να μιλάς στη γλώσσα σου και για τα θέματα που σε ταυτίζουν περισσότερο με συναδέλφους σου.

Αν μου πει κάποιος ότι κατάλαβε ότι είδε δική μου δουλειά, τότε στενοχωριέμαι γιατί καταλαβαίνω ότι δεν έχω κάνει σωστά τη δουλειά μου, ότι επαναλαμβάνω τον εαυτό μου.»

Πόσο ρόλο παίζει στη φωτογραφία μιας ταινίας το production value; Με το «Belfast», συναγωνιστήκατε με ταινίες ενός ελάχιστου μέρους του προϋπολογισμού τους, τι σημασία έχει αυτό;

Δεν θα συμφωνήσω μ' αυτό. Εγώ δουλεύω στο επίπεδο το δικό μας. Εκανα το «Locke» που κόστισε 2 εκ. δολάρια, την ίδια χρονιά που έκανα τη «Cinderella», από τη μια παραγωγή στην άλλη, εντελώς διαφορετικές ταινίες. Το «Belfast» ήταν πάρα πολύ μικρή ταινία, πάρα-πάρα πολύ μικρή ταινία και, για μένα, μεταξύ «Death on the Nile», που ήταν μια ταινία 90 εκ. δολαρίων και «Meg 2: The Trench», το οποίο κόστισε 250 εκ. δολάρια. Είναι θέμα κλίμακας. Οταν μπεις σε μια ταινία κι αφοσιωθείς και ξέρεις πώς μπορείς να προσφέρεις κάτι και να είσαι χρήσιμος σε μια παραγωγή, όλα αυτά είναι περιττά.

Υπάρχει η σχολή των διευθυντών φωτογραφίας που επιδιώκουν να είναι αόρατοι, να ενσωματώνονται στο όραμα του σκηνοθέτη κι εκείνοι των οποίων η δουλειά είναι εύκολα αναγνωρίσιμη, εσύ σε ποια από τις δυο θα έλεγες ότι ανήκεις;

Αν μου πει κάποιος ότι κατάλαβε ότι είδε δική μου δουλειά, τότε στενοχωριέμαι γιατί καταλαβαίνω ότι δεν έχω κάνει σωστά τη δουλειά μου. Κι ότι, δεύτερον, επαναλαμβάνω τον εαυτό μου, ότι δεν έχω μπει στο πνεύμα της ταινίας. Προσπαθώ να είμαι όσο γίνεται πιο αόρατος, όχι μόνο στη δημιουργία της ταινίας, αλλά και στο πλατό. Πιστεύω ότι να είσαι σιωπηλός και ν’ ακούς παρά να μιλάς πολύ, είναι ένα σημαντικός τρόπος για να μπορείς να κάνεις το καλύτερο που μπορείς για τη φωτογραφία.

ζαμπαρλούκος

Με τον Κένεθ Μπράνα έχετε συνεργαστεί σε πολύ διαφορετικές ταινίες, μια κι ο ίδιος δοκιμάζει πολλά είδη και ύφη. Εχετε πια αναπτύξει έναν δικό σας κώδικα δουλειάς κι επικοινωνίας;

Προσπαθούμε κάθε φορά να κάνουμε κάτι καλύτερο ή πιο βαθύ. Να πλησιάζουμε την αλήθεια, πάντα, αυτό αναζητά κι ο Κεν, ν’ αφαιρέσουμε αυτά τα οποία είναι επιπρόσθετα, περιττά, που εμποδίζουν την πιο άμεση σχέση που θα μπορούσε να έχει ένας θεατής με την ταινία που βλέπει. Η λέξη που χρησιμοποιούμε συνέχεια με τον Κεν είναι «immersive», «εμβυθιστικό», πώς μπορούμε να κάνουμε την εμπειρία όσο γίνεται πιο εμβυθιστική. Για να το κάνεις αυτό, πρέπει συνέχεια να σκέφτεσαι και να ξανασκέφτεσαι και να βλέπεις. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που διατηρούμε ίδια, από τη μια ταινία στην επόμενη. Ομως συνήθως αυτά είναι τεχνικά πράγματα, επειδή μας άρεσε κάτι, νιώθουμε άνετοι μ’ αυτό κι επειδή ο κινηματογράφος είναι μια γλώσσα. Δεν είναι ότι ξαφνικά μιλάμε μια άλλη γλώσσα, χρησιμοποιούμε την ίδια γλώσσα, απλώς την εμβαθύνουμε, την εμπλουτίζουμε για να πούμε κάτι με περισσότερη ειλικρίνεια ή περισσότερο βάθος, ή με πιο λίγα εμπόδια. Εμπόδια, εννοώ μεταξύ του θεατή και την ιστορία που λέμε.

Ενώ οι σκηνοθέτες πάντα θεωρούν μια ταινία δική τους, ένας ηθοποιός επίσης τη θεωρεί δική του, το ίδιο σίγουρα ένας μοντέρ. Ενας διευθυντής φωτογραφίας;

Σίγουρα είναι δική μου γιατί έχω αφιερώσει χρόνο. Αλλά μ' έναν αλλιώτικο τρόπο, θα σου πω ένα παράδειγμα. Αν εγώ δεν λέω ότι η Κύπρος μου ανήκει, λέω ότι ανήκω στην Κύπρο. Αυτό σημαίνει ότι είναι ένας τόπος που πρέπει να προστατεύω, να σέβομαι, όχι ότι μου ανήκει κι ότι εγώ έχω δικαιώματα εκεί, ότι μου χρωστάει κάτι η χώρα μου. Εγώ χρωστώ. Και μ’ αυτόν τον τρόπο, εγώ ανήκω στην ταινία κι όχι μου ανήκει.

ζαμπαρλούκος

Ποιο θα ήταν το σωστό κίνητρο για σένα για να κάνεις μια ταινία στην Κύπρο ή στην Ελλάδα;

Δεν υπάρχει θέμα κινήτρου, εγώ θα ήθελα πάρα πολύ. Ολες οι ταινίες για μένα έχουν τρεις γνώμονες για ν’ αποφασίσω. Τον σκηνοθέτη, το σενάριο και βλέπω την τοποθεσία – στην τωρινή μου κατάσταση, γιατί πρέπει να δω την οικογένειά μου, τον προσωπικό παράγοντα. Πόσο καιρό θα είμαι μακριά από τα παιδιά. Γι’ αυτό σπάνια ταξιδεύω από την Αγγλία τώρα, επειδή τα παιδιά μου είναι σχολείο κι υπάρχει δουλειά εδώ. Δεν πηγαίνω, σ’ αυτό το στάδιο, ούτε στην Αμερική, ούτε σε άλλες χώρες, προσπαθώ να είμαι στο Λονδίνο όσο περισσότερο καιρό μπορώ. Είχα προσφορές για άλλες ταινίες, με άλλους σκηνοθέτες. Κι ένα από τα πράγματα που κάνουν αυτή τη σχέση που έχουμε με τον Κεν ιδιαίτερη, είναι ότι με ξέρει τόσα χρόνια, πριν na έχω οικογένεια, βλέπει πόσο σημαντικό είναι για μένα, το συζητάμε. Aς πούμε ο Κεν δουλεύει κάθε Σάββατο, κάνει πρόβες. Πάντα πήγαινα στις πρόβες το Σάββατο, ώσπου έκανα παιδιά, μετά μου απαγόρευσε να πηγαίνω το Σάββατο στις πρόβες. Αυτό το ανθρώπινο, για μένα, είναι δύσκολο να το βρω με κάποιον άλλον. Είναι μια σχέση όχι μόνο επαγγελματική, αλλά ανθρώπινη και φιλική μ’ αυτόν τον τρόπο, υπάρχει ένας σεβασμός του ενός για τον άλλον.

Συνέχεια το συζητάμε – τέλος η συζήτηση. Απλώς πρέπει να βρεις έναν τρόπο να λειτουργεί η συμπεριληψιμότητα στην εργασία. Μην πάρεις τον γιο του φίλου σου, όχι τον συγγενή σου, πρέπει να τα παρατήσουμε αυτά τα πράγματα, για όλα τα θέματα της ζωής, όχι μόνο στον κινηματογράφο.»

Ο κλάδος των διευθυντών φωτογραφίας είναι ένας από εκείνους, στον κινηματογραφικό χώρο, που έχει τις λιγότερες γυναίκες επαγγελματίες. Ποια είναι η οπτική σου πάνω σ' αυτό;

Νομίζω το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι γυναίκες, αλλά και η εθνική ποικιλομορφία δεν υφίσταται στην κινηματογραφική βιομηχανία. Νομίζω φταίνε οι διευθυντές φωτογραφίας, δεν το κάνουν εύκολο για κάποιον να έρθει να δουλέψει. Να σου πω πώς το σκέφτομαι και τι κάνω εγώ για να μπορώ να είμαι θετικός σ’ αυτό το πράγμα – κι όχι μόνο εγώ, αλλά κι ο Κένεθ, θα πάει σε κάθε τμήμα, παντού-παντού και θα πει, «τι έχετε κάνει σ’ αυτή την ταινία για το diversity;» Το κάθε άτομο, το κάθε άτομο! Ηταν πρωτοπόρος στο κάστινγκ του, έκανε diverse casting όταν δεν ήταν απαραίτητο, ας πούμε στη «Cinderella», ο καλύτερος φίλος του πρίγκηπα δεν χρειαζόταν να είναι αφρικανικής καταγωγής. Ετσι βλέπω τον κόσμο, έτσι θα ήθελα τον κόσμο κι έτσι δημιουργώ τον κόσμο γύρω μου. Πολύ σημαντικό, ας πούμε, ήταν που έκανε το «Πολύ Κακό για το Τίποτα» και έδωσε το ρόλο του Ιταλού Δον Πέδρο στον Ντένζελ Γουόσινγκτον. Κάνουμε το ίδιο πράγμα στο συνεργείο – ας πούμε, στο τμήμα του φωτισμού, είπαμε με τον γκάφερ μου ότι θα θέλαμε περισσότερες γυναίκες. Γιατί συζητήσαμε ότι αν έρθει μία γυναίκα, τότε θα είναι μόνη της, γι’ αυτό προσλάβαμε τέσσερις. Και βλέπουμε ότι μετά έχουν ανέβει κι έχουν πάει σε υψηλότερη θέση, πηγαίνουν σε μια άλλη παραγωγή και σε μια άλλη που παίρνει περισσότερες γυναίκες. Εγώ πάντα προσλαμβάνω έναν ειδικευόμενο κινηματογραφιστή και το ζητώ – είναι λίγο δύσκολο αυτό να γίνεται, γιατί στερώ από τη δική μου ομάδα που θέλουν να πάρουν, ας πούμε, κάποιον άλλον εκπαιδευόμενο. Πάντως η ομάδα μου είναι πάντα περίπου μισές γυναίκες, μισοί άντρες. Εχουμε μια γυναίκα μακενίστα στην ομάδα - ο τρόπος που βρήκαμε γυναίκες για το τμήμα των grip (μακενιστικό τμήμα), είναι ο εξής. Πήγαμε στο στρατό. Υπάρχει ένα πρόγραμμα που ονομάζεται Help for Heroes, για άτομα που έχουν κάνει θητεία Αφγανιστάν ή Ιράκ κι εκεί βρήκαμε μια γυναίκα μηχανικό, που είχε κάνει τρεις τουρνέ στο Αφγανιστάν και δεν είχε δουλειά μετά απ’ αυτό. Αυτοί οι άνθρωποι είναι εξαιρετικοί υποψήφιοι για τη δουλειά του γκριπ. Κι η Σόφι είναι ένα από τα μέλη της ομάδας μας εδώ και πέντε-έξι χρόνια κι έχει βρει κι έναν τρόπο να δουλεύει έξω από το στρατό, αξιοποιώντας τις δεξιότητές της, αντί για το στρατό, στον χώρο του κινηματογράφου.

ζαμπαρλούκος

Είναι απλό, ψάχνεις πού αλλού υπάρχουν άνθρωποι με τα κατάλληλα εφόδια και τους αναζητάς. Συνέχεια το συζητάμε – τέλος η συζήτηση. Απλώς πρέπει να βρεις έναν τρόπο να λειτουργεί η συμπεριληψιμότητα στην εργασία. Μην πάρεις τον γιο του φίλου σου, όχι τον συγγενή σου, πρέπει να τα παρατήσουμε αυτά τα πράγματα, για όλα τα θέματα της ζωής, όχι μόνο στον κινηματογράφο. Και, ταυτόχρονα, για τους διευθυντές φωτογραφίας, πάντα διαλέγω και πολεμώ με την παραγωγή, να έχω ένα άτομο ο οποίος είναι ένας ή μία πρόσφατη απόφοιτος σχολής διεύθυνσης φωτογραφίας. Πάρα πολλές φορές έρχονται σκηνοθέτες, δεν θέλω ν’ ακούσω για σκηνοθέτες, για οτιδήποτε, πρέπει να είναι διευθυντές φωτογραφίας και πρέπει πρώτα απ’ όλα η δουλειά τους να είναι εξαιρετική και, δεύτερον, για μένα, ανάμεσα σε δυο εξαιρετικούς ανθρώπους, πάντα θα διαλέξω εκείνον ή εκείνη που έχει λιγότερες πιθανότητες να μπει στη βιομηχανία. Στις τελευταίες δύο ταινίες, στο «Meg» και στο «Belfast» αυτός ήταν ο Γίνκα Εντουαρντ. Ο Γίνκα ήταν ο πρώτος Αφρικανός απόφοιτος από το National Film and Thelevision School κι η δουλειά του είναι υπέροχη. Εχει ήδη κάνει καταπληκτικές ταινίες, όμως βλέπω ότι είναι πιο δύσκολο για τον Γίνκα να μπει μέσα στο χώρο. Πολέμησα με την παραγωγή, όχι απλώς να με ακολουθεί, αλλά στο «Belfast», με τον Κεν και στο «Meg» με τον Μπεν Γουίτλι, βρήκαμε ευκαιρίες ν’ αναλάβει το Second Unit, να φωτογραφήσει και του δώσαμε και το σωστό credit. Δηλαδή στο «Belfast» δεν είναι ο βοηθός μου, είναι ο διευθυντής φωτογραφίας του Second Unit κι αντίστοιχο τίτλο θα πάρει και στο «Meg 2» που είναι μια τεράστια παραγωγή της Warner Bros. Και πρέπει να το πολεμήσεις.

Το ίδιο το βραβείο δεν έχει σημασία. Η ιδέα ότι έχουμε μια ευθύνη να ψηφίσουμε κι έτσι πρέπει να δούμε ο ένας τη δουλειά του άλλου, είναι κάτι στο οποίο προσβλέπω με μεγάλη χαρά και γι’ αυτό νιώθω περήφανος που είμαι μέλος αυτών του GSC.»

Εχεις επαφή με τη δουλειά των νεότερων Ελλήνων διευθυντών φωτογραφίας; Υπάρχουν δουλειές που ξεχωρίζεις;

Λατρεύω τη δουλειά τους κι ειδικά μέσα στο πλαίσιο του ελληνικού κινηματογράφου που ξέρω, γιατί το συζητάμε, ότι είναι δύσκολα. Ο λόγος κι ο τρόπος που μπορώ να κρατώ επαφή είναι μέσω του GSC. Το σημαντικό με το GSC δεν είναι αυτό το βραβείο, είναι ότι στο τέλος του χρόνου βάζουμε σε μια πλατφόρμα όλες τις ταινίες και μπορούμε να τις βλέπουμε και να έχουμε μια γνώμη. Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα με το βραβείο GSC, ότι έτσι μπορούμε να κρατούμε μια επαφή. Κι είναι παρόμοιο με τον τρόπο που λειτουργεί για μένα η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, όπου ψηφίζω για τα Οσκαρ, ή με τα BAFTA και το BSC. Το ίδιο το βραβείο δεν έχει σημασία. Η ιδέα ότι έχουμε μια ευθύνη να ψηφίσουμε κι έτσι πρέπει να δούμε ο ένας τη δουλειά του άλλου, είναι κάτι στο οποίο προσβλέπω με μεγάλη χαρά και γι’ αυτό νιώθω περήφανος που είμαι μέλος αυτών των οργανώσεων.

ζαμπαρλούκος

Θυμήσου μια στιγμή στη δουλειά ενός άλλου διευθυντή φωτογραφίας που ζήλεψες, στο παλιό και στο σύγχρονο σινεμά;

Μία; Ολες! (γελάει γενναιόδωρα). Για το παλιό σινεμά συγκεκριμένα, η έμπνευση είναι ότι ήταν πράγματι πολύ πιο δύσκολο, οι συνθήκες, οι κάμερες, τα φώτα, τα φωτοχημικά, τα πάντα. Σίγουρα Αρβανίτης, Κατσουρίδης από τους πιο παλιούς ήταν τα άτομα των οποίων πράγματι λάτρευα τη δουλειά αλλά και τις ταινίες τους. Δηλαδή οι δουλειές που έκαναν και οι δύο με τον Βούλγαρη, από τα «Πέτρινα Χρόνια» μέχρι τις «Ησυχες Μέρες του Αυγούστου». Σίγουρα εγώ είχα μεγάλη αδυναμία στον Κακογιάννη και κατάφερα να τον γνωρίσω δυο-τρεις φορές στο τέλος της ζωής του: ήταν μεγάλη μου τιμή και μεγάλη έμπνευση. Κι ως προς αυτό που λέγαμε πριν, ας πούμε και στο σπίτι μου και για την οικογένειά μου, ο Μιχάλης και η αδελφή του, η Στέλλα Σουλιώτη, που ήταν Γενικός Εισαγγελέας και τα κατορθώματά της ήταν καταπληκτικά, πρωτάκουστα πράγματα - εγώ ένιωθα περήφανος για ένα άτομο το οποίο ήταν «δικός μας άνθρωπος» κι όμως μπορούσε να φτάσει σ’ ένα τέτοιο σημείο παγκόσμια. Κι ο Γουόλτερ Λάσαλι ήταν Καθηγητής μου, μετά, στα μεταπτυχιακά, στο American Institute. Γι’ αυτό όλα ήρθαν κι ενώθηκαν σ’ έναν ωραίο κύκλο.

Επίσης, εγώ ήμουν πολύ τυχερός που γνώρισα τον Κόνραντ Χολ, όταν αποφοίτησα κι είχα ένα ρόλο παρόμοιο με αυτόν που δίνω εγώ σε νεαρούς και νεαρές διευθυντές φωτογραφίας. Κι ήταν κάτι που το είχε μέσα του και νιώθω σεβασμό για το ότι μου έδωσε εμένα αυτή την ευκαιρία να έχω μια πιο ιδιαίτερη επαφή μ’ ένα άτομο το οποίο είχα σε τεράστια εκτίμηση κι ήθελα να το συνεχίσω. Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ είναι μεγάλη έμπνευση για μένα, επειδή, πάλι, από τον καιρό που ήμουν φοιτητής, που τον γνώρισα, δούλευε με τον Βιμ Βέντερς στο «The Million Dollar Hotel» κι όλο με έσπρωχνε μπροστά, ήταν ενθαρρυντικός και φιλικός, κι έλα στο σπίτι μου Χάρη, θέλω να δω τη δουλειά σου... Αυτά εκτιμώ κι ακόμη βλέπω τις ταινίες του και λέω, he’ s a master. Κι έχει κι απίθανη επιλογή σε ταινίες. Κι ο Κόνραντ κι ο Ρότζερ Ντίκινς επίσης, διαλέγουν πάρα πολύ σωστά. Και η Ρέιτσελ Μόρισον. Κι αυτό είναι το ωραίο – νομίζω ότι οι διευθυντές φωτογραφίας είναι κοινωνικοί άνθρωποι, περισσότερο από τους σκηνοθέτες. Oταν ήμουν φοιτητής, οι σκηνοθέτες ζήλευαν ότι οι διευθυντές φωτογραφίας είναι τόσο κοινωνικοί. Η Ρέιτσελ είναι απόφοιτος της Σχολής μου (AFI Conservatory), πιο νεαρή, μπορεί να έχουμε και δέκα χρόνια διαφορά κι έχει κατορθώσει πολύ περισσότερα από μένα. Και συζητάμε, της λέω, μπράβο, είναι απίστευτο αυτό που κατόρθωσες! Κι έχουμε και παρόμοια χόμπι με τη Ρέιτσελ, γι’ αυτό η συζήτηση είναι προσωπική. Κι άλλα πάρα πολλά άτομα.

ζαμπαρλούκοςΟ Χάρης από την προσωπική συλλογή του στο instagram

Και για να κλείσουμε, πες μου γιατί σ' αρέσει να κάνεις σερφ, πόσο απελευθερωτικό είναι για έναν άνθρωπο που αναγκαστικά διαρκώς κοιτάζει την εικόνα, κάτι πολύ συγκεκριμένο;

Μεγάλωσα στη θάλασσα, γι’ αυτό και βρίσκω τρόπο να νιώθω ότι όπου κι αν είμαι, όταν είμαι στη θάλασσα, έιμαι στην Κύπρο. Επειδή το νερό είναι πάντα ενωμένο μ’ έναν τρόπο κι αυτό είναι σημαντικό. Ταυτόχρονα νομίζω είναι κάτι που έλεγε ο Ντιουκ Κααναμόχου, που ήταν Χρυσός Ολυμπιονίκης στην Κολύμβηση κι ήταν ο Χαβανέζος που έφερε το σέρφινγκ στον Δυτικό κόσμο. Είχε κάνει τα πρώτα μαθήματα του Ερνεστ Χέμινγουεϊ και της Αγκαθα Κρίστι όταν πήγαν Χαβάη και γύρισε τον κόσμο ως πρεσβευτής της «αλόχα». Ενα από τα πράγματα που έλεγε πάντα ήταν, «δεν γυρίζεις ποτέ την πλάτη σου στον ωκεανό». Κι ήταν το μάντρα του. Λοιπόν ένα πράγμα που κάνεις όταν κάνεις σερφ, είναι ότι βλέπεις τον ορίζοντα. Δηλαδή περιμένεις τα κύματα να έρθουν. Και τι βλέπεις; Λίγο μπλε από πάνω, κάποτε γκρίζο αν έχει σύννεφα και λίγο μπλε από κάτω. Είναι ακριβώς το αντίθετο από τον κινηματογράφο. Εγώ πρέπει να φορώ γυαλιά για να βλέπω, δεν φοράω γυαλιά στη θάλασσα κι είναι για μένα μια νηστεία, μια κάθαρση. Κι όσο περισσότερο μπορώ να νηστεύω μ’ αυτόν τον τρόπο (γελάει), για μένα είναι ο τρόπος που κρατώ την εσωτερική μου ισορροπία.

Παρακολουθήστε τα νέα της Ενωσης Ελλήνων Κινηματογραφιστών στο επίσημο website, στο facebook και στο instagram.