Συνέντευξη

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης έμεινε πιστός μόνο σε έναν σκηνοθέτη από την αρχή μέχρι το τέλος της διαδρομής του

of 10

Με αφορμή αλλά και αιτία το βιβλίο με κείμενά του για τον κινηματογράφο με τίτλο «Φωτεινό Σκοτάδι» που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη, μιλάμε με τον Αχιλλέα Κυριακίδη για τη σημασία του να γράφουμε και να διαβάζουμε για το σινεμά.

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης έμεινε πιστός μόνο σε έναν σκηνοθέτη από την αρχή μέχρι το τέλος της διαδρομής του

Τα κείμενα του Αχιλλέα Κυριακίδη που θα βρείτε στο «Φωτεινό Σκοτάδι» φέρνουν έντονα το σημάδι του συγγραφέα (μεταφραστή, σεναριογράφου και κινηματογραφιστή) τους. Είναι απρόσμενα, σαν μικρές εκπλήξεις, ξεκινούν με μια αφορμή που είναι συνήθως μια ταινία (ή μια σκηνή από μία ταινία ή ένα συναίσθημα που προκάλεσε μια ταινία) και καθώς στροβιλίζονται στον κενό χώρο ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα βρίσκουν το δικό τους χώρο μέσα στο μεγάλο βιβλίο των λέξεων που δεν χρειάζεται να ορίσεις απαραίτητα με μια γνωστή μορφή γραφής, απαιτούν από τον αναγνώστη να ξέρει λήμματα, ονόματα και στιγμές που όρισαν το σινεμά όπως το ξέρουμε, αλλά διαβάζονται με την ίδια ευχαρίστηση και από κάποιον που δεν έχει δει τις ταινίες και δε ξέρει τους «ήρωες» στους οποίους αναφέρονται, σχεδόν ταινίες τα ίδια από μόνα τους, αφορμές δηλαδή για να αισθανθείς, να σκεφτείς, να συνομιλήσεις, να αναθεωρήσεις, να αγαπήσεις...

[Αντιγράφουμε από το οπισθόφυλλο του βιβλίου] Γραμμένα στο μάκρος σαράντα ετών (από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα) και με διάφορες αφορμές (συνεργασίες σε περιοδικά, συμμετοχές σε συνέδρια κ.λπ.), τα κείμενα του τόμου αποτελούν τεκμήρια της ισόβιας, παθιασμένης σχέσης ενός θεατή-αναγνώστη με το θείο σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας: από τον Μπόρχες του Μπερτολούτσι και τον Κόνραντ του Κόππολα ώς το μοναχικό και αέναο κινηματογραφικό ταξίδι του Αντρέι Ταρκόφσκι, από τη φθορά και τον θάνατο στις ταινίες του Σαμ Πέκινπα ή τις αφηγήσεις του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και του Αλαίν Ρεναί ώς τους γεωμετρικούς τόπους των ταινιών του Βέντερς, τους κύκλους του Χίτσκοκ και τις γραμμές των οριζόντων του Φορντ, από τα νουάρ του Σαμπρόλ και τον κοσμογονικό Πολίτη Κέιν του Ουέλλς ώς τον περισπουδάστως ταπεινό Λόγο του Ντράγιερ και τον ταπεινά περισπούδαστο Κέντζι Μιζογκούτσι, αλλά και από τον Δημήτρη Μαυρίκιο και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο ώς την Τώνια Μαρκετάκη και τη Φρίντα Λιάππα…

Κείμενα που με τον δικό τους τρόπο αναζωπυρώνουν την αγάπη για το σινεμά και τη μαγεία της αίθουσας, σε μια εποχή που οι έννοιες «πάω σινεμά» και «βλέπω μια ταινία» βρίσκονται στο κέντρο μιας συζήτησης που κανείς δεν ξέρει πώς θα τελειώσει. Στο ενδιάμεσο βρίσκουμε το χρόνο να μιλήσουμε με τον Αχιλλέα Κυριακίδη για μια μικρή εισαγωγή στον κόσμο του κινηματογράφου (του) όπως τον αγάπησε, έγραψε γι' αυτόν και τον αποτύπωσε στο σινεμά. Και μαθαίνουμε ποιος είναι ο σκηνοθέτης που δεν τον απογοήτευσε ποτέ.

Το βιβλίο «Φωτεινό Σκοτάδι: Κείμενα για τον Κινηματογράφο» κυκλοφορεί ήδη από τις Εκδόσεις Πατάκη.

αχιλλέας κυριακίδης Σκοτεινό Φως, ο Αχιλλέας Κυριακίδης στη Σαντορίνη το 2019

Το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε έχει για τίτλο «Φωτεινό Σκοτάδι». Ποιες (άλλες) αντιθέσεις σας έκαναν να αγαπήσετε τόσο πολύ το σινεμά;

Παρόλο που η μεγάλη μου αγάπη για τον κινηματογράφο χρονολογείται νωρίτερα από τη γέννηση της άλλης μεγάλης μου αγάπης, της λογοτεχνίας (γεννήθηκα και πέρασα την παιδική και την προεφηβική μου ηλικία στο Κάιρο, μια πόλη όπου οι συνθήκες διαβίωσης και οι περιορισμένες έως ανύπαρκτες δυνατότητες παιχνιδιού στους δρόμους και στις αλάνες με οδήγησαν από πολύ νωρίς στα υπέρλαμπρα σινεμά της και μου επέτρεψαν να δω όλο σχεδόν τον αμερικανικό κινηματογράφο της δεκαετίας του πενήντα κι ένα μεγάλο μέρος του γαλλικού και του ιταλικού), εντούτοις οι δύο αυτές μεγάλες τέχνες ισοψηφούν στη συνείδησή μου, κατέχοντας με την εγγενή και γόνιμη αντίθεσή τους τη δεύτερη θέση ex aequo στον κατάλογο των ερώτων μου. Αυτή η –γοητευτική και απόλυτη– αντίθεση, που τρέφει τη μία τέχνη απ’ τους χυμούς και το αίμα της άλλης, έθρεψε τόσο την αγάπη μου όσο και την ισομερή κατανομή της ανάμεσα στις δύο. (Μη φοβάστε, δε θα σας αφήσω με άλυτη την απορία για το ποια τέχνη κατέχει την πρώτη θέση. Είναι η τέχνη που τα έργα της δεν περιγράφονται, η τέχνη στην οποία –κατά τον Pater– τείνουν όλες οι άλλες: η μουσική.)

Τα κείμενα που περιλαμβάνονται στη συλλογή δεν είναι ακριβώς κριτικές, ούτε ακριβώς δοκίμια πάνω στο σινεμά. Πώς θα τα χαρακτηρίζατε; Τι και κυρίως ποιους θα συναντήσει κανείς διαβάζοντάς τα;

Για κάποια απ’ αυτά θα μπορούσε να πει κανείς ότι πληρούν τις τυπικές προδιαγραφές για να χαρακτηριστούν δοκίμια (όπως, ας πούμε, αυτό για το «Αποκάλυψη Τώρα» ή –το πιο αγαπημένο μου– για τον «Λόγο» του Καρλ Ντράγιερ και τη «Θυσία» του Αντρέι Ταρκόφσκι). Τα περισσότερα, όμως, δεν είναι παρά αισθητικές (και αισθηματικές) αντιδράσεις σ’ ένα καλλιτεχνικό ερέθισμα, δεν είναι παρά σημειώματα σε μποτίλιες ευλογημένου ναυαγού που αναζητούν παραλήπτη, ραβασάκια σαν αυτά που μεταφέρουν παραμάνες στα έργα του Σαίξπηρ, προξενέματα.

Τι χάνουμε από την έλλειψη κριτικής; Την ευκαιρία να (ανα)στοχαστούμε στο ερώτημα τι είναι κινηματογράφος (τι είναι τέχνη, δηλαδή), αφετηρία και κατάληξη κάθε κριτικής που σέβεται τον εαυτό της.»

Γιατί έχει σημασία να γράφουμε για το σινεμά; Και γιατί έχει σημασία να διαβάζουμε για το σινεμά;

Να μια ερώτηση η οποία, στην ουσία, δεν είναι παρά περιττός υποκλάδος της τρομερής θεμελιώδους ερώτησης «Γιατί γράφουμε;» και στην οποία, κάποτε, είχα απαντήσει (μεταξύ μάλλον αστείου και πολύ σοβαρού): «Κακά τα ψέματα: γράφουμε για να μην τρελαθούμε». Γράφουμε για να εξωτερικεύσουμε μια εντύπωση που μας βαραίνει και μας πνίγει με την ομορφιά της, γράφουμε γιατί θέλουμε να μοιραστούμε τη συγκίνηση απ’ το θάνατο μιας νυχτοπεταλούδας που ’χει ζήσει μόνο δεκαπέντε σελίδες της Βιρτζίνιας Γουλφ, από μια στροφή που πήραμε τυχαία σ’ ένα μουσείο και πέσαμε πάνω σε μια «Σαντορίνη» του Γκίκα, από μια σπαραχτική φράση που δικαιώνει μια ολόκληρη ταινία, τον δημιουργό της κι εμάς που την ακούσαμε ασφαλείς στο «φωτεινό σκοτάδι»: «All of a sudden, I miss everyone» (από το «A Woman Under the Influence» του Κασσαβέτη).

Παρατηρείται μια ένδεια σε συγγραφή βιβλίων ή μελετών για το σινεμά τα τελευταία χρόνια - και στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Οπως επίσης η κριτική έχει συρρικνωθεί, τουλάχιστον στον έντυπο Τύπο. Τι πιστεύετε ότι συντέλεσε σε αυτό; Και τι είναι αυτό που χάνουμε από την έλλειψη κειμένων για το σινεμά;

H οικονομική κρίση χτύπησε αλύπητα τον έντυπο Τύπο. Παντού περιορίστηκαν οι σελίδες των πολιτιστικών, του βιβλίου και του κινηματογράφου… Ωστόσο, τότε απλώς εδραιώθηκε μια κατάσταση που για τον κινηματογράφο είχε μάλλον ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Από πότε, π.χ., έχουμε να δούμε μια κριτική και θεωρητική σινεφίλ περιοδική έκδοση στην Ελλάδα; Οι λόγοι είναι γνωστοί. Η βιομηχανοποίηση του κινηματογραφικού προϊόντος από τη μία, η συνακόλουθη υποταγή στις σειρήνες της αγοράς από την άλλη. Ο χρόνος τρέχει για όλους, και ο κριτικός κινηματογράφου έχει υποβιβαστεί σε βαθμολογητή. Η αξιολόγηση με αστεράκια και τα σύντομα ιμπρεσιονιστικά σχόλια έχουν αντικαταστήσει τα κείμενα που προσπαθούν ν’ αγκαλιάσουν παραμετρικά, με κόπο και γνώση, το μαγικό είδος που απαιτεί τη σύμπραξη λόγου, εικόνας, μουσικής… Τι χάνουμε από την έλλειψη κριτικής; Την ευκαιρία να (ανα)στοχαστούμε στο ερώτημα τι είναι κινηματογράφος (τι είναι τέχνη, δηλαδή), αφετηρία και κατάληξη κάθε κριτικής που σέβεται τον εαυτό της.

Στον κινηματογράφο (ίσως και στο θέατρο, δεν ξέρω) συμβαίνει το εξής παράδοξο: ενώ η τέχνη, ας μην κοροϊδευόμαστε, είναι μια εντελώς προσωπική υπόθεση ανάμεσα στον δημιουργό και τον δέκτη, εδώ έχεις μεγάλη ανάγκη απ’ την αίσθηση της παρουσίας του διπλανού σου, την αίσθηση ότι συν-μετέχετε, ότι παίζετε ταυτόχρονα το ίδιο παιχνίδι, στον ίδιο χώρο, με τον ίδιο “αντίπαλο”.»

Μια σύντομη ή μακροσκελή κριτική, ένα μικρό ή μεγάλο κείμενο, μια μικρή η «μεγάλη» γνώμη στον τοίχο μιας προσωπικής σελίδας ενός χρήστη στο Facebook είναι κριτική, ανάλυση, γνώμη; Τι είναι τελικά και πόση σημασία έχει;

Ασφαλώς και δεν αποτελούν κριτική τα σύντομα σχόλια στο Facebook, κυρίως λόγω του εξ ορισμού –είτε θετικού είτε αρνητικού– αφοριστικού χαρακτήρα τους. Το έχω διαπράξει κι εγώ αυτό, προσερχόμενος στο forum μετά από τη θέαση μιας ταινίας, είτε από ενθουσιασμό είτε από αγανάκτηση. Ομως, δεν μπορώ να μην αποδώσω αξία κριτικής και θεωρητικής προσέγγισης σε κάποια μακροσκελέστερα σημειώματα «συνήθων υπόπτων» (Γαβαλά, Γουδέλης, Σμοΐλης, Σούμας) που τιμούν τόσο την κινηματογραφική κριτική όσο και το χώρο που τα φιλοξενεί. 

«Ακούστε… στη ζωή μου έχω αγαπήσει μέχρι παραφοράς δεκάδες ταινίες. Έχω συνδεθεί ερωτικά με δεκάδες δημιουργούς, τον Χίτσκοκ, τον Τρυφό, τον Πέκινπα, τον Βέντερς, τον Ταρκόφσκι. Κάθε νέα ταινία τους είναι ένα ραντεβού και πάω με καρδιοχτύπι. Στην πρώτη-δεύτερη ταινία τους κάτι αρχίζει να σκιρτάει μέσα μου. Στην τρίτη-τέταρτη ολοκληρώνουμε τη σχέση μας.»
Με ποιους σκηνοθέτες ζήσατε τους μεγαλύτερους έρωτες και με ποιους χωρίσατε πολιτισμένα ή και άσχημα στο πέρασμα του χρόνου;

Ερωτεύτηκα πολλούς, το ομολογώ, και κάμποσους απ’ αυτούς τους απάτησα (σε έναν μόνο έμεινα πιστός ώς το τέλος, αλλά και σε όλη τη διάρκεια της μαγικής και υπερανθρώπινης δημιουργικής διαδρομής του: στον Αντρέι Ταρκόφσκι). Η σχέση μου με τους άλλους είχε εξάρσεις, κλυδωνισμούς, παρασπονδίες, προδοσίες, απαρνήσεις, συναινετικούς ή μη χωρισμούς. Με τον Γκοντάρ, λόγου χάριν, χωρίσαμε εκρηκτικά στη βρετανική-μαοϊκή του περίοδο, ώσπου μας ένωσαν ξανά το… «Πάθος» και τα τέσσερα απανωτά μεγάλου μήκους αριστουργήματα που ακολούθησαν, ενώ, το 1972, έτρεξα μες στη «Φρενίτιδα» και ζήτησα συγγνώμη από τον Χίτσκοκ που τον είχα απαρνηθεί μετά το κιτς των «Πουλιών» και των τριών επόμενων ταινιών του. Καβγαδίσαμε τρικούβερτα με τον Κόπολα για την «Πέγκι Σου» και χωρίσαμε οριστικά, ενώ δεν τα ξαναφτιάξαμε ποτέ ούτε με τον Μπερτολούτσι μετά το «La Luna», ούτε με τον Βέντερς μετά τα (μισά) «Φτερά του Ερωτα»…

«Θυμηθείτε την τελευταία σκηνή στην Κατάσταση των πραγμάτων. Ο καλλιτέχνης έχει πυροβοληθεί και σωριάζεται στην άσφαλτο. Πέφτοντας, στρέφει την κινηματογραφική μηχανή του και «πυροβολεί» κι αυτός προς πάσαν κατεύθυνσιν. Βγήκα απ’ τον κινηματογράφο τρικλίζοντας.»
Ποιες είναι οι δέκα ταινίες που σας έκαναν να τρικλίζετε βγαίνοντας από το σινεμά;

Είναι δεκάδες, όχι δέκα, αν ερμηνεύσω το «τρικλίζοντας» μεταφορικά. Πριν, όμως, διαλέξω τις δέκα που μου ζητήσατε, επιτρέψτε μου να αναφερθώ στην ταινία που, μετά την προβολή της, βγαίνοντας από ένα σινεμά στο Καρτιέ Λατέν, δεν έβλεπα μπροστά μου κι έπεσα πάνω σ’ ένα αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο στην είσοδο: «Θυσία» του Ταρκόφσκι. Ιδού, τώρα, με τυχαία σειρά, μερικές από τις πολλές ταινίες που, για κάποιο ιδιαίτερο λόγο καθεμία, με σημάδεψαν, με διαμόρφωσαν ως θεατή κι έκαναν να «τρικλίζουν» μέσα μου εμμονές, αισθητικές και προκαταλήψεις: «Ο Πολίτης Κέιν» του Ουέλς, «Ο Λόγος» του Ντράγιερ, «Ο Κανόνας του Παιχνιδιού» του Ρενουάρ, «Με κομμένη την Ανάσα» του Γκοντάρ, «Καθρέφτης» του Ταρκόφσκι, «8½» του Φελίνι, «Η Νύχτα» του Αντονιόνι, «Ταξίδι στο Τόκιο» του Όζου, «Double Indemnity» του Ουάιλντερ, «Ουγκέτσου Μονογκατάρι» του Μιζογκούτσι, «Close-Up» του Κιαροστάμι, «H Αγρια Συμμορία» του Πέκινπα, «Μικρή Ιστορία για ένα Φόνο» του Κισλόφσκι, «Πέρσι στο Μαρίενμπαντ» του Ρενέ, «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Κούμπρικ…

«Ναι: ανήκω σ’ αυτή τη γενιά δεινοσαύρων που δεν πάει μόνο για να δει την τελευταία ταινία του τάδε, «πάει σινεμά»
Τι σημαίνει για εσάς «πάω σινεμά;» Πώς βλέπετε σινεμά σήμερα; Τι πιστεύετε ότι θα συμβεί στο σινεμά από το 2020 και μετά; Πιστεύετε περισσότερο στο σινεμά ή στον άνθρωπο;

Η απάντηση στην πρώτη ερώτηση βρίσκεται στη συνέχεια της παραγράφου που παραθέσατε: «Πίσω απ’ αυτή την έκφραση [«πάω σινεμά»] υπάρχει μια ολόκληρη μυθολογία, με ήρωες και απολωλότες. Μπροστά απ’ αυτή τη νοητή αυλαία, που οδηγεί με το άνοιγμά της σε μια θεαματική Αποκάλυψη διαρκείας, διαδραματίζεται η ίδια μυστική τελετουργία, στην οποία ανήκουν: η επιλογή της πολυθρόνας και η διακριτική κατόπτευση του ανθρώπινου περίγυρου, τα βήματα του καθυστερημένου θεατή στον σκοτεινό διάδρομο και το λιοντάρι της Metro-Goldwyn, η μυσταγωγική σιωπή όταν η Τζάνετ Λι παίρνει το ντους της ή ο Γκάρυ Κούπερ την απόφαση να τα βάλει μόνος του με τους κακούς. Εμείς, βέβαια, είμαστε μαζί του, αλλά πού να το ξέρει ο άνθρωπος... […]
Στον κινηματογράφο (ίσως και στο θέατρο, δεν ξέρω) συμβαίνει το εξής παράδοξο: ενώ η τέχνη, ας μην κοροϊδευόμαστε, είναι μια εντελώς προσωπική υπόθεση ανάμεσα στον δημιουργό και τον δέκτη, εδώ έχεις μεγάλη ανάγκη απ’ την αίσθηση της παρουσίας του διπλανού σου, την αίσθηση ότι συν-μετέχετε, ότι παίζετε ταυτόχρονα το ίδιο παιχνίδι, στον ίδιο χώρο, με τον ίδιο «αντίπαλο». Είναι λες και βρισκόμαστε όλοι μέσα σε μια φάτνη, όπου ναι μεν συντελούνται θαύματα, αλλά και τα χνότα των πλαϊνών δεν παίζουν μικρό ρόλο». Πολύ φοβάμαι, πάντως, ότι το «they don’t make them like that anymore» (που πιστεύω για ό,τι έχει να κάνει με το ιδεολογικό και το στοχαστικό ή και αυτοστοχαστικό περιεχόμενο της… συντριπτικά συντριπτικής πλειονότητας των ταινιών που παράγονται σήμερα) συνδέεται, φευ!, και μ’ ένα «we don’t (and will never) watch them like that anymore», ή, όπως θα διακηρύσσαμε ως θεατές παραλλάσσοντας την Γκλόρια: «We are (still) big. It’s the movies that got small». Οσο για την τελευταία υποερώτηση, δεν έχω παρά να την «καταγγείλω» ως ψευτοδιάζευξη, αφού ο κινηματογράφος (και κάθε τέχνη) είναι ο άνθρωπος.
 

Ερωτεύτηκα πολλούς, το ομολογώ, και κάμποσους απ’ αυτούς τους απάτησα (σε έναν μόνο έμεινα πιστός ώς το τέλος, αλλά και σε όλη τη διάρκεια της μαγικής και υπερανθρώπινης δημιουργικής διαδρομής του: στον Αντρέι Ταρκόφσκι). Η σχέση μου με τους άλλους είχε εξάρσεις, κλυδωνισμούς, παρασπονδίες, προδοσίες, απαρνήσεις, συναινετικούς ή μη χωρισμούς.»

Ως κινηματογραφιστής (μια από τις πολλές ιδιότητές σας) κάνετε πεισματικά μόνο μικρού μήκους ταινίες. Από ποια στοιχεία αποτελείται και που προσβλέπει αυτή η εμμονή; Μήπως φοβάστε να «γράψετε» το «μυθιστόρημα»

Γύρισα πεισματικά μικρού μήκους ταινίες και γράφω πεισματικά μικρής έκτασης πεζά γιατί αγαπώ το μικρό, το πυκνό, το ευσύνοπτο. Aλλωστε, ούτε ο Μπόρχες έγραψε ποτέ μυθιστόρημα, ούτε ο Ραβέλ συνέθεσε ποτέ ορατόριο. Θυμίζω και την περίφημη φράση σε μια επιστολή του Φλομπέρ προς έναν φίλο του: «Συγγνώμη που το γράμμα μου είναι τόσο εκτενές, αλλά δεν είχα χρόνο».

Φωτεινό Σκοτάδι Εξώφυλλο

Το βιβλίο «Φωτεινό Σκοτάδι: Κείμενα για τον Κινηματογράφο» κυκλοφορεί ήδη από τις Εκδόσεις Πατάκη.