Εννιά χρόνια ήταν ομολογουμένως μια μακρά απουσία για τον Βαρδή Μαρινάκη, ο οποίος πραγματοποίησε το 2010, με την ορμή του νεοσύστατου τότε κινήματος των Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη, το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το «Μαύρο Λιβάδι», μια τολμηρή, θεματικά και καλλιτεχνικά, ταινία εποχής, στην οποία κυριαρχούσαν οι σιωπές, οι ψίθυροι και μια εικαστικά πανέμορφη απεικόνιση της φύσης ως χώρου αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης.
Ολα αυτά τα στοιχεία βρίσκονται αυτούσια στο «Ζίζοτεκ», τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, μια δημιουργία αινιγματική κι αταξινόμητη, όπως ακριβώς ο μυστηριώδης τίτλος της.
Παιδικό παραμύθι βαλκανικού μαγικού ρεαλισμού, οικολογική αλληγορία, road movie, ιστορία πρόωρης και λυτρωτικής ωριμότητας κι ενηλικίωσης, όλα τα παραπάνω και τίποτε από όλα αυτά, το «Ζίζοτεκ» προ(σ)καλεί το θεατή να χαθεί στην φορές καταχρηστική πολυσημία του, να ανακαλύψει στα ελαττώματά του τις αρετές του (και φυσικά το αντίστροφο, ειδικά στις στιγμές που οι εναλλαγές ανάμεσα στους αφηγηματικούς ρυθμούς και τα είδη απαιτούν μια πιο εξευγενισμένη τελεολογία) και να ακολουθήσει τον εννιάχρονο Ιάσονα στο ταξίδι του από την Αθήνα στα σύνορα της Ελλάδας με τη Βουλγαρία, εκεί όπου θα τον εγκαταλείψει η μητέρα του κατά τη διάρκεια ενός πανηγυριού.
Τα κίνητρα της μητέρας για το ταξίδι δεν αναλύονται ποτέ και η απουσία του πατέρα παραμένει αδιευκρίνιστη, δύο χαρακτήρες που παραμένουν σκιώδεις κι δραματουργικά ανεκμετάλλευτοι, ενώ θα μπορούσαν να προσδώσουν ακόμα περισσότερο ψυχολογικό βάθος στην έναρξη και στις διαστάσεις αυτής της περιπέτειας, σημασία έχει πως το αγόρι θα βρεθεί μόνο και φοβισμένο σε ένα αφιλόξενο και πρωτόγνωρο γι’ αυτό φυσικό περιβάλλον, η μεταφυσική γοητεία του οποίου θα αρχίσει να ξεδιπλώνεται σταδιακά και μετά από τη γνωριμία με τον Μηνά, έναν σιωπηλό, απομονωμένο και ιδιότροπο μεσήλικα, ο οποίος κρατά καλά κρυμμένα τα δικά του μυστικά.
Ενα από αυτά είναι και η λέξη «Ζίζοτεκ», η οποία εμφανίζεται με μήνυμα στο κινητό του κι ενδεχομένως να έχει σχέση με το κύκλωμα διακίνησης λαθρομεταναστών στο οποίο ο μυστηριώδης άνδρας αρχικά συμμετέχει. Η γνωριμία με το εννιάχρονο αγόρι θα έχει λυτρωτικά αποτελέσματα και για τους δύο, αφού ο Ιάσονας θα βρει στον άνδρα την πατρική φιγούρα που έλειπε από τη ζωή του, ενώ ο Μηνάς θα ανακαλύψει ξανά την τρυφερότητα που θα τον κάνει να θελήσει να ξεμπλέξει από το εγκληματικό παρόν του.
Η σύντομη επιστροφή στην Αθήνα θα καταδείξει στους δύο ήρωες τα αδιέξοδα των συμβάσεων του «πολιτισμένου» κόσμου και τότε η επάνοδος τους σε ένα κατάλευκο και χιονισμένο τοπίο θα λάβει ξεκάθαρα συμβολικές και αλληγορικές διαστάσεις, όχι πάντα πειστικές ή λυσιτελείς, αλλά σε κάθε περίπτωση πιστές στην ονειρική αλληλουχία της ταινίας, υπογραμμίζοντας την ονειρική αλληλουχία της ταινίας, η οποία άλλωστε γεννήθηκε από μία λέξη που δεν υπάρχει, μία λέξη που άκουσε ο σκηνοθέτης στη μέση μιας νύχτας να λέει στον ύπνο της η γυναίκα του και από ένα όνειρο που ο Βαρδής Μαρινάκης είδε δέκα χρόνια πριν.
Με τη γνώριμη από την προηγούμενη δουλειά του σκηνοθέτη τεχνική κι αισθητική αρτιότητα, το «Ζίζοτεκ» αξιοποιεί στο έπακρο το φυσικό τοπίο της Θράκης, όπου πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα, και με τη βοήθεια της εξαιρετικής διεύθυνσης φωτογραφίας της Χριστίνας Μουμούρη δημιουργεί ένα σε στιγμές μυσταγωγικό περιβάλλον, που διέπεται από τη δική του ελλειπτική αφηγηματική ροή, παραμένοντας ωστόσο ανοιχτό για τον θεατή που θα θελήσει να βρει μια θέση στην αγκαλιά του.
Η ταινία θα προβάλλεται με Υπότιτλους SDH για κωφές/ούς και βαρήκοοες/ους με την πιστοποίηση και επιμέλεια της Κίνησης Ανάπηρων Καλλιτεχνών-Disabled Artists Movement. Ο κινηματογράφος Τριανόν διαθέτει αναβατόριο και είναι προσβάσιμος και φιλικός σε ανάπηρα και εμποδιζόμενα άτομα.