«Είναι κανείς εδώ; Είναι κανείς εδώ;» Η γεμάτη αγωνία κραυγή του Ody (Oδυσσέα) μοιάζει να δραπετεύει από τα μπαζωμένα παράθυρα του ξενοδοχείου «Xenia», εκεί που αυτός και ο μικρότερος αδελφός του Ντάνι έχουν βρει καταφύγιο για μια νύχτα. Στην πλοκή είναι μία ερώτηση πρακτική, αλλά όσα έχεις δει πριν, όσα έχεις μελαγχολικά αναγνωρίσει για τη σύγχρονη χώρα σου, σε κάνουν να τη φαντάζεσαι να αντιλαλεί από τις βουνοκορφές της βορειοδυτικής Ελλάδας, πίσω στις πεδιάδες με τα σκυλάδικα, τις πλατείες των μεγαλουπόλεων που πίνουν τους φραπέδες τους απροκάλυπτα μπάτσοι και φασίστες, τα παγκάκια με τους μετανάστες, τα χαρτόκουτα των άστεγων, τις ανοιχτές τηλεοράσεις των συνταξιούχων γονιών σου που εναλλάσσουν πρωινάδικα και Βουλή των Ελλήνων. Να φτάνει μέχρι τον καναπέ σου. «Είναι κανείς εδώ; Είναι κανείς εδώ;» Κοίτα μέσα σου, κοίτα έξω. Κι αν μπορείς, απάντησε με ειλικρίνεια. Εσύ, ο θεατής. Εσύ, ο ξένος.

Ο Οντι δε θέλει να λέγεται πια έτσι. Χρησιμοποιεί το ελληνικό όνομά του ολόκληρο. Οδυσσέας. Ζει στην Αθήνα, δουλεύει σε τοστάδικο στο κέντρο, προσπαθεί να στρώσει τη ζωή του, να μην θυμίζει την αλβανική του καταγωγή, να μην προκαλεί. Σε λίγες μέρες θα κλείσει τα 18. Ο Ντάνι, Ντάνιελ, είναι ο μικρότερος αδελφός του. Ενας 16χρονος έντονος, πληθωρικός γκέι έφηβος, που κρατάει την παιδικότητά του σφιχτά και τρυφερά, όπως και το λευκό του κατοικίδιο κουνέλι και πιπιλάει αυθάδικα τα γλυφιτζούρια του και τους μεγαλύτερους άντρες. Μέχρι πρότινος ζούσε με την αλκοολική αυτοκαταστροφική μητέρα τους στα Χανιά. Αλβανίδα, που είκοσι χρόνια πριν είχε πακετάρει το πτυχίο της από το Ωδείο των Τιράνων, τα όνειρά της να γίνει τραγουδίστρια και την απόγνωση της χώρας της και είχε έρθει στη δική μας - τη 90ς Γη της Επαγγελίας. Μόνο που εκεί την υποδέχτηκε ένας Ελληνας νταβατζής, της έκανε δύο παιδιά, την πλάσαρε στα σκυλάδικα της επαρχίας και όταν τα αγόρια ήταν 2 και 6 ετών, βγήκε για τσιγάρα και δεν επέστρεψε ποτέ. Ο Ντάνι τώρα ήρθε στην Αθήνα και τον μεγάλο αδελφό του για να του ανακοινώσει ότι η μητέρα τους πέθανε. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια της όμως του αποκάλυψε ότι ο «Ακατανόμαστος» ζει. Εχει αλλάξει το επίθετό του, βάζει υποψηφιότητα με την ακροδεξιά στη Θεσσαλονίκη, η πραγματική του ιδιότητα όμως είναι προστάτης σε νυχτερινά κέντρα. Ο Ντάνι έχει ένα σχέδιο. Να πάνε να τον βρουν. Να του ζητήσουν το λόγο για το παρελθόν. Να διεκδικήσουν όσα τους ανήκουν για το μέλλον. Και ταυτόχρονα ο Οδυσσέας, που έχει κληρονομήσει το ταλέντο και το χάρισμα, μπορεί να αναστήσει ξανά το όνειρό του και το όνειρο της μητέρας τους: να τραγουδήσει το αγαπημένο τους κομμάτι της Πάτι Πράβο στο διάσημο ελληνικό τηλεοπτικό reality, που αυτή την εποχή κάνει ακροάσεις στη συμπρωτεύουσα. Να γίνει Greek star. «Γιατί όχι; Εχεις κάθε δικαίωμα. Είμαστε μισοί Ελληνες».

Ο Πάνος Χ. Κούτρας, πέντε χρόνια μετά την επιτυχία της «Στρέλλας», ξεκινάει τη συμβολική Οδύσσεια των δύο αταίριαστων αδελφών από εκεί που πρέπει: το υπό πολιορκία θαρρείς κέντρο της σύγχρονης Αθήνας. Η κάμερά του περιπλανιέται με μελαγχολία στην κατάντια της. Καταγράφει αφαιρετικά όσο και αδέκαστα την κρίση της που, όχι, δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι μία κρίση ηθική και βαθιά ριζωμένη, που τώρα βρήκε αφορμή για να ξεράσει την τοξική χολή της - ξενοφοβία, ομοφοβία, οργή και απροκάλυπτη βία απέναντι σε οτιδήποτε διαφορετικό. Το βλέμμα του Κούτρα όμως δεν είναι απλά κι εύκολα καταγγελτικό. Ταυτόχρονα κοιτά ψηλά. Αναρριχάται με τρυφερότητα στις ταράτσες της, στους ανοιχτούς της ορίζοντες, στο ζεστό της ανοικονόμητο φως. Πόσο περίεργο: η Ακρόπολη να στέκεται ως σύμβολο παραπλανημένων φασιστών. Η Ακρόπολη να στέκεται ως ακλόνητο μνημείο καλλιμάρμαρης ομορφιάς. Και αντοχής. Που μας ξεπερνά όλους.

Οχι, το «Xenia», το εμφανές λογοπαίγνιο για την αφιλόξενη χώρα μας απέναντι στους μετανάστες όσο και τους ίδιους τους πολίτες της, δεν θα έχει σκοπό να είναι μία πικρή, στρατευμένη παραβολή. Ο Κούτρας (και ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης που συνυπογράφει το σενάριο) δεν κοιτούν την Ελλάδα με αδιέξοδη απόγνωση από τα ρημαγμένα μπαλκόνια του εγκατελειμένου ομώνυμου ξενοδοχείου στην Κοζάνη. Ούτε κατηγορούν μονοδιάστατα τους Ελληνες, βγάζοντας λάδι τους ξένους. Το κακό δεν γνωρίζει ιθαγένεια. Ούτε όμως και το καλό. Τα δύο αδέλφια ξεκινούν κυνηγημένοι, απόκληροι και τυχοδιώκτες ένα ταξίδι δρόμου που σε κάθε σταθμό του, ανάμεσα στα σκουπίδια και τη λαμογιά, θα αποκαλύπτει και τη χαμένη μας ανθρωπιά, το δαιμονισμένο χιούμορ που ξεπροβάλει παντού, το κουράγιο, την τρέλα μας. Τον ουμανισμό που κουβαλάμε μέσα μας, αχαρτογράφητα. Την αγάπη, τα όνειρα, την πραγματική μας ταυτότητα που δε χρειάζεται δαχτυλικό αποτύπωμα, διακήρυξη φρονημάτων, μπαντιέρα. «Εμείς θα είμαστε παντού ξένοι, έτσι; / «Οχι, εμείς θα νιώθουμε παντού σπίτι μας».

Οι δύο πρωταγωνιστές του «Xenia», οι πρωτοεμφανιζόμενοι Κώστας Νικούλι και Νίκος Γκέλια, είναι ένα τολμηρό κερδισμένο στοίχημα. Εχουν χημεία, ωμή ενέργεια, επικοινωνιακή ειλικρίνεια. Ο Γκέλια σ' έναν ρόλο πιο προσγειωμένο και στιβαρό, βάζει πλάτες. Ο Νικούλι, σε κάτι που θα μπορούσε να έχει βγει καρικατούρα, δημιουργεί ένα πλάσμα που δεν μπορείς να σταματήσεις να κοιτάς. Σε μικρότερους ρόλους οι Γιάννης Στάνκογλου και Μαρίσα Τριανταφυλλίδου γλιστρούν με αυταπάρνηση κάτω από το δέρμα του (έτσι κι αλλιώς) ένοχου, εγωιστή νεοέλληνα παρέχοντας μία σαρκαστική χιουμοριστική κάθαρση (που ίσως ξενίσει σε ένα κομμάτι θεατών). Κι ο Αγγελος Παπαδημητρίου είναι το απόσταγμα της μεγάλης, παράδοξης, φιλόξενης ελληνικής καρδιάς.

Ο Κούτρας, στην καλύτερη σκηνοθετικά στιγμή του, στήνει τα κάδρα του μεγαλόπρεπα, με απαράμιλλη αισθητική και ζεστασιά. Η στιβαρή διεύθυνση φωτογραφίας της Γαλλίδας Ελέν Λουβάρ και του Σίμου Σαρκετζή πλημμυρίζει τον όγκο των πλάνων (ακόμα και στις πιο άγριες στιγμές της πλοκής) με μία υγρή γλύκα, σαν να θέλει το ελληνικό φως να σε καθησυχάσει: έρχονται καλύτερες μέρες. Πάνω από όλα όμως η ταινία απογειώνεται από την μουσική - την camp λατρεία για τις μελό ιταλικές μπαλάντες των 70ς που σε απογειώνουν και τη glam ντίσκο που σε κάνει να χορεύεις με τα χέρια ανοιχτά στον ουρανό νιώθοντας ζωντανός, όταν η πραγματικότητα στη γη μπορεί να είναι ακίνητη, σαθρή. Κι όταν όλα τα άλλα εγκατελείπουν, ο δημιουργός βγάζει από το καπέλο του... λαγούς. Αυτές τις τολμηρές σκηνές μαγικού ρεαλισμού, που σε όλη την καριέρα του ο Κούτρας χρησιμοποιεί συγκινητικά και καθησυχαστικά: σαν το λούτρινο παιχνίδι των παιδικών μας χρόνων που δε θα πάψουμε ποτέ να αναζητούμε.

Κι αν είμαστε τυχεροί, θα μας το παρέχει το σινεμά - να το κρατάμε σφιχτά στην καρδιά μας και να παραμένουμε για πάντα παιδιά.


Δείτε τη συνέντευξη του Πάνου Χ. Κούτρα στην κάμερα του Flix