Το «Wonderstruck» είναι μία (ακόμα) από τις ταινίες του Τοντ Χέινς που δεν χορταίνεις να βλέπεις: και, πραγματικά, σε αφήνει πεινασμένο για ουσία, διψασμένο για δάκρυα, ένα πανέμορφο, σύνθετο, γεμάτο ψυχή, σπουδαίο κατασκεύασμα του σινεμά, που σε προετοιμάζει για κάτι πολύ μεγάλο, για να καταλάβεις ως το τέλος πως μιλά για κάτι πολύ μικρό, μικρούτσικο όσο οι δύο ήρωές του κι αφήνοντάς σε, έτσι, με μια αίσθηση συγκινησιακού ανικανοποίητου.
Ο Τοντ Χέινς διασκευάζει το βιβλίο του Μπράιαν Σέλζνικ, υπεύθυνου για τις «Περιπέτειες του Χιούγκο Καμπρέ» που ενέπνευσαν πριν λίγα χρόνια τον Μάρτιν Σκορσέζε και κάνει, απρόσμενα, μια ταινία παιδική - χωρίς ν' αναιρεί πως η παιδική σκέψη συμπυκνώνει τους πιο σημαντικούς ενήλικους προβληματισμούς. Η ταινία κινείται σε δυο χρόνους, σε παράλληλο μοντάζ, αφηγούμενη την ιστορία δυο παιδιών. Το 1927, η Ρόουζ, το μοναχικό κωφό κοριτσάκι που ξέρει ήδη ότι στη ζωή της δεν έχει αγαπηθεί αρκετά, πηγαίνει ως τη Νέα Υόρκη, για να δει από κοντά την αγαπημένη της σταρ του βωβού σινεμά και του θεάτρου, Λίλιαν Μέιχιου: το γιατί την αναζητά με τέτοιο πείσμα αποκαλύπτεται σταδιακά και αφοπλιστικά.
Πενήντα χρόνια αργότερα, το 1977, ο μικρός Μπεν, που έχει χάσει τη μητέρα του και, από ένα ατύχημα, την ακοή του, ταξιδεύει κι εκείνος με το λεωφορείο στη Νέα Υόρκη, αναζητώντας τον πατέρα του για τον οποίο δεν γνωρίζει παρά ένα στοιχείο. Δυο παιδιά χωρίς συμπαραστάτες, προσγειώνονται σ' έναν άλλο πλανήτη. Είτε είναι η ασπρόμαυρη, στιλιζαρισμένη, πανέμορφη Νέα Υόρκη λίγο πριν το κραχ, είτε είναι η ιδρωμένη, βρώμικη, Νέα Υόρκη του '70 με το μαύρο groove, είναι για τα δυο παιδιά ένας μαγικός τόπος, γεμάτος εκπλήξεις και γοητεία, το μοναδικό μέρος όπου μπορούν να ονειρευτούν και να κυνηγήσουν αυτό που έχουν ανάγκη.
Η ταινία ξεκινά γεμάτη συμβολικές αναφορές. Από το επαναλαμβανόμενο απόφθεγμα του (εμβληματικά «αταίριαστου», άλλωστε), Οσκαρ Γουάιλντ, «είμαστε όλοι μέσα στο βούρκο, αλλά μερικοί από εμάς κοιτάζουμε τ' αστέρια», μέχρι τις αλλεπάλληλες ακροάσεις του «Space Oddity» του Ντέιβιντ Μπάουι, μέχρι την απίθανη διασκευή του «Τάδε Εφη Ζαρατούστρα», για πάντα συνδεδεμένου, πια, με την «Οδύσσεια του Διαστήματος». Μαζί με τα μάτια που στρέφονται στ' αστέρια, την ελπίδα για έναν μπαμπά αστροναύτη, το μεγάλο ίνδαλμα που δεν είναι άλλο από μια σταρ του σινεμά. Στο πρώτο της μέρος, η ταινία είναι ελλειπτική, αινιγματική, μ' ένα πέρα ως πέρα αριστουργηματικό μοντάζ από τον Αφόνσο Γκονσάλβες: σε κάνει να πιστέψεις ότι, μετά την πληρότητα και την πολυτέλεια ενός «Far from Heaven», ή μιας «Carol», ο Χέινς επιστρέφει στην αιχμηρή εποχή του «Poison», αξιοποιώντας το σινεμά περισσότερο εξπρεσιονιστικά παρά αφηγηματικά. Αλλά όχι.
Ως αληθινός λάτρης της τέχνης του, ο Τοντ Χέινς κάνει μια ταινία ταγμένη στον κινηματογράφο. Η κινηματογραφική αίθουσα (σε μια παραγωγή της Amazon, μην ξεχνάμε), είναι ήρωας με χαρακτήρα στην ταινία, απάγκιο και πυροδότης ονείρων. Αλλά πέρα απ' αυτό, με τη βοήθεια του φωτογράφου του, γνήσιου καλλιτέχνη Εντουαρντ Λάκμαν και μιας σύνθετης, γεμάτης νόημα δουλειάς στον ήχο, ο Χέινς στήνει μια βωβή ταινία, κομψή, χαριτωμένη και με τη μελαγχολία του παλιού σινεμά, μια άλλη, βωβή-ταινία-μέσα-στην-ταινία, με την πιστότητα ενός μελοδράματος της Λίλιαν Γκις και ένα συναρπαστικό, σχεδόν blaxploitation, με ζεστά, καμένα χρώματα, τρεις αυτόνομες ταινίες στη διάρκεια βία δύο ωρών, που συνδέονται σεναριακά, αλλά κυρίως από την κοινή τους ψυχή, γεμάτη τραύματα που ένας σκηνοθέτης μπορεί να καταπραΰνει.
Αυτές τις τρεις ταινίες, ενωμένες με την ευμετάβλητη μουσική του Κάρτερ Μπεργουέλ, στελεχώνουν τρεις αντάξιοί της ηθοποιοί, ο Οουκς Μπέγκλεϊ που στα '80ς θα είχε απαγάγει ο Στίβεν Σπίλμπεργκ για δική του ταινία, η πεισματική κι ευαίσθητη κωφάλαλη ηθοποιός Μίλισεντ Σίμοντς και η Τζούλιαν Μουρ, σ' ένα διπλό ρόλο που μοιάζει σα ν' ανοίγει κουτί με κοσμήματα ερμηνείας.
Κι είναι στο τελευταίο της μέρος, όπου ο Τοντ Χέινς προσθέτει κι άλλη μαγεία, μια ακαταμάχητη σεκάνς με ένα δικό του stop motion, στον αντίποδα των Barbies του «The Karen Carpenter Story» και μια θεόρατη μακέτα της Νέας Υόρκης, φτιαγμένη με τη λεπτομέρεια, το μυστήριο, τα καλά φυλαγμένα μυστικά και τη μαγεία που κρύβει η κάθε μικρογραφία ενός πλούσιου σε εμπειρίες και μνήμες κόσμου.
Και μ' όλα αυτά, όσο μαγεύεσαι και παραπάνω σε κάθε πλάνο, θέλεις απεγνωσμένα να συγκινηθείς κι η συγκίνηση δεν έρχεται. Ο σκηνοθέτης που σε όλη του την καριέρα κάνει σινεμά για τις μάχες της καρδιάς, εδώ, στην πιο αγνή ιστορία του, κάτι χάνει από τη δύναμη της ταύτισης. Δυο παιδιά, με τ' αυτιά τους, μεταφορικά και κυριολεκτικά, κλειστά στις συμβάσεις του τόπου και του χρόνου τους, κάνουν ένα ταξίδι αναζήτησης, σ' ένα γενναίο νέο κόσμο. Δεν ψάχνουν κάποιον, ψάχνουν κάτι, μια γωνιά για ν' αγαπηθούν, να βρουν λογική στη ζωή τους και ασφάλεια. Αλλά φαίνεται πως το «Wonderstruck» είναι τόσο μεγαλεπήβολα φτιαγμένο, που η ιδέα του καταλήγει να μοιάζει πολύ μικρή για να το στηρίξει.
Ο Τοντ Χέινς είναι ένας σκηνοθέτης με όραμα που προκαλεί δέος, βιώματα που λερώνονται στο δρόμο και (κινηματογραφική) καρδιά με τόση καλοσύνη και τόσο ανθρωπισμό που δεν μπορείς να μην της παραδοθείς. Αλλά το «Wonderstruck» δεν παραδίδει αυτό για το οποίο η φαντασία του σε προετοιμάζει. Μιλά για τα ανθρώπινα «μουσεία», τις συλλογές, που σου εξασφαλίζουν ασφάλεια, τη συλλογή πραγμάτων, ή τη συλλογή ανθρώπων γύρω σου. Ή για το σινεμά, που είναι ασφάλεια, γιατί είναι μπροστά σου, δεν φεύγει και σου κάνει παρέα. Ή για τα μάτια και τ' αυτιά που δεν είναι απαραίτητα, όταν μπορείς να εκφράσεις αλλιώς την αγάπη. Για πράγματα πολύ απλά και πολύ ουσιαστικά, αλλά δοσμένα τόσο πολύπλοκα που καταλήγουν να μοιάζουν λίγα. Κι είναι κυρίως χάρη στην πρόθεσή του, που μένεις ν' αγαπάς μια ταινία που σε άφησε ανικανοποίητο: στην πρόθεσή του να σε πείσει, ότι αν θέλεις ένα φίλο, θα τον βρεις, είτε σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο, είτε ανάμεσα στις δεκαετίες, είτε σ' έναν έναστρο ουρανό όπου, ο καθένας μας, έχει τη θέση του δίπλα σ' ένα αστέρι. Κι ας το λέει, από την καλλιτεχνική και συναισθηματική αγωνία του, με τρεις ταινίες, δυο εποχές και μια απίθανη μακέτα.