Ολοι, λίγο πολύ, γνωρίζουν την ιστορία του Γουλιέλμου Τέλλου, του θρυλικού εθνικού ήρωα της Ελβετίας. Σύμφωνα με τον θρύλο ο Τέλλος ήταν ένας εξαιρετικός σκοπευτής με τόξο-βαλλίστρα, ο οποίος όχι μόνο σκότωσε τον τύραννο Αλμπρεχτ Γκέσλερ, έναν ηγεμόνα της Αυστρίας των Αψβούργων, αλλά κατάφερε με επιτυχία τοξεύει ένα μήλο τοποθετημένο στο κεφάλι του γιου του, ως απόδειξη της ικανότητάς του ως σκοπευτής.

Αν και η ιστορία του Τέλλου έχει μεταφερθεί αρκετές φορές στο σινεμά, η πιο πρόσφατη σε σκηνοθεσία του Νικ Χαμ προσπαθεί να εξερευνήσει τον άντρα πίσω από τον μύθο σε μια άτολμη, πλην τίμια, απόπειρα για έναν τόσο διαχρονικό ήρωα.

Καθώς τα έθνη της μεσαιωνικής Ευρώπης συγκρούονται για την κυριαρχία, η Αυστριακή Αυτοκρατορία εξαπολύει μια εκστρατεία για να υποτάξει την ελεύθερη Ελβετία. Η βαναυσότητα των επίδοξων κατακτητών απέναντι στο χωριό και την οικογένεια του, ωθούν τον φιλήσυχο χωρικό και δεινό τοξοβόλο Γουλιέλμο Τέλλο στα όριά του. Εξοπλισμένος με τη φλόγα της οργής και τη βαλλίστρα του, μετατρέπεται σε θρύλο, εμπνέοντας ένα ολόκληρο έθνος να αντισταθεί στον εισβολέα και να διεκδικήσει την ελευθερία του.

Ο Νικ Χαμ, γνωστός για την έφεσή του στις ιστορικές και βιογραφικές ταινίες («The Journey», «Driven»), καταπιάνεται με έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους μύθους της ευρωπαϊκής ιστορίας, βασισμένος στο κλασικό θεατρικό έργο του Φρίντριχ Σίλερ, χωρίς όμως να καταφέρνει να μεταφέρει το φιλοσοφικό και πολιτικό του βάρος. Αν και η ιστορία προσφέρεται για ένα γκραν γκινιόλ μείγμα πολιτικού δράματος και ηρωικής περιπέτειας, το αποτέλεσμα είναι άνευρο, άτολμο και παραδόξως αποστασιοποιημένο από τον ίδιο τον μύθο που αφηγείται.

Το σενάριο, γραμμένο από τον ίδιο τον Χαμ, πατάει στις κλασικές δομές της ηρωικής αφήγησης αλλά δεν προσθέτει τίποτα φρέσκο. Ο Τέλλος παρουσιάζεται ως ένας αφοσιωμένος οικογενειάρχης που αναγκάζεται να επαναστατήσει, αλλά η εξέλιξη του χαρακτήρα του είναι τόσο μηχανική που ποτέ δεν αισθανόμαστε το βάρος των επιλογών του, με τους διάλογους να είναι υπερβολικά φορτωμένοι με εκθέσεις πληροφοριών, με αποτέλεσμα οι περισσότερες σκηνές να δίνουν περισσότερο την αίσθηση της αφήγησης παρά του δράματος.

Το βασικότερο πρόβλημα είναι η απουσία πραγματικής έντασης. Ο βασικός ανταγωνιστής, ο Γκέσλερ (Κόνορ Σουίντελς από το «Sex Education» του Netflix), είναι μια καρικατούρα της τυραννικής εξουσίας, χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση ή εσωτερικές συγκρούσεις. Δεν έχει τη σατανική γοητεία που θα τον έκανε απολαυστικά μισητό, ούτε την πολυπλοκότητα ενός τραγικού «κακού». Eτσι, η διαμάχη μεταξύ Τέλλου και Γκέσλερ στερείται πραγματικής δυναμικής και, αντί για σύγκρουση ιδεών ή χαρακτήρων, η ταινία περιορίζεται σε μονοδιάστατες σκηνές καταπίεσης και εκδίκησης.

Για μια ταινία που βασίζεται σε μια ιστορία επανάστασης, ο «Γουλιέλμος Τέλλος» αποφεύγει, σχεδόν αμήχανα, τις εντυπωσιακές σκηνές μάχης. Οι περισσότερες συγκρούσεις εκτυλίσσονται σε μικρές αψιμαχίες και μεμονωμένα περιστατικά, αντί για μαζικές εξεγέρσεις ή πολιορκίες, κάτι που πιθανώς οφείλεται σε περιορισμούς προϋπολογισμού. Ακόμα και η εμβληματική σκηνή με το τόξο και το μήλο – ίσως η πιο διάσημη εικόνα του μύθου του Γουλιέλμου Τέλλου – είναι χλιαρά εκτελεσμένη, χωρίς την αναμενόμενη ένταση και το σασπένς, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να μετατρέψει αυτή τη στιγμή σε έναν πραγματικά συναρπαστικό κινηματογραφικό συμβολισμό.

Στο ίδιο μήκος κύματος λειτουργούν πάνω κάτω και οι ερμηνείες, με τον Κλάες Μπανγκ, στον ρόλο του Τέλλου, να φαίνεται να προσπαθεί, αλλά η ερμηνεία του είναι υπερβολικά εσωστρεφής, δίνοντας την εντύπωση πως ο ίδιος δεν είναι απόλυτα σίγουρος για το ποιος είναι ο χαρακτήρας που ενσαρκώνει. Δεν υπάρχει ηγετική στόφα, ούτε μια έντονη συναισθηματική φόρτιση που θα τον έκανε αληθινά πειστικό ως ηγέτη μιας εξέγερσης. Ούτε οι Τζόναθαν Πράις και οΜπεν Κίνγκσλεϊ, παρά το υποκριτικό τους κύρος, προσθέτουν κάτι σημαντικό στην ταινία. Η παρουσία τους είναι τόσο περιορισμένη που μοιάζει περισσότερο με κράχτη στο καστ παρά με ουσιαστική συμβολή στην πλοκή. Η μόνη αξιόλογη ερμηνεία προέρχεται από την Αλισον Ντούτι στον ρόλο της συζύγου του Τέλλου, η οποία καταφέρνει να δώσει έναν τόνο αξιοπρέπειας και εσωτερικής δύναμης στον χαρακτήρα της, έστω κι αν το σενάριο δεν της αφήνει πολλά περιθώρια ανάπτυξης.

Και είναι κρίμα γιατί η ταινία «Γουλιέλμος Τέλλος» θα μπορούσε να είναι μια σύγχρονη, δυναμική προσέγγιση ενός διαχρονικού μύθου, όμως μένει εγκλωβισμένο σε μια άνευρη αφήγηση, άτολμες ερμηνείες και περιορισμένη δράση. Παρά τα όμορφα τοπία και τη στιβαρή φωτογραφία, η ταινία ποτέ δεν αποκτά τον επικό χαρακτήρα που υπόσχεται. Για τους λάτρεις της ιστορίας, η ταινία ίσως προσφέρει μια επιφανειακή γνωριμία με τον μύθο του Τέλλου, αλλά για όσους αναζητούν μια συναρπαστική κινηματογραφική εμπειρία, δύσκολα θα δικαιολογήσει τη διάρκεια των δύο ωρών της (ή και του σίκουελ που υπόσχεται το φινάλε της).