Ο Τζος κι η Κορνίλια είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι Νεοϋορκέζων σαραντάρηδων, με καλλιτεχνική κατεύθυνση (εκείνος προσπαθεί μάταια να τελειώσει το ντοκιμαντέρ του, εκείνη είναι παραγωγός του διάσημου ντοκιμαντερίστα πατέρα της), χωρίς παιδιά, παρότι στο παρελθόν το έχουν προσπαθήσει. Βρίσκονται στο μεταίχμιο του να θεωρήσουν ότι στη ζωή τους κατάφεραν όσα ήθελαν, ή απλώς έκαναν μια τρύπα στο νερό. Ο Τζέιμι και η Ντάρμπι είναι ένα επίσης παντρεμένο ζευγάρι 20χρονων hipsters: εκείνη φτιάχνει βιολογικά παγωτά με βάση το αβοκάντο, εκείνος είναι φέρελπις ντοκιμαντερίστας. Ο Τζος κι η Κορνίλια θα εμπνευστούν από τον «αυθορμητισμό» και το κέφι τους και θα κολλήσουν πάνω τους, ξαναζώντας μια δανεική νιότη όπου όλα είναι πιθανά και θα κάνουν πέρα τους δικούς τους, μεσήλικες, οικογενειάρχες, ξαφνικά βαρετούς φίλους τους.
Δυο χρόνια μετά το «Frances Ha», ο Νόα Μπόμπακ επιστρέφει με μια ταινία εξίσου χαριτωμένη κι ανάλαφρη, πολύ πιο βιωματική και κυνική. Το μεγαλείο της ταινίας του βρίσκεται στο σενάριό του. Σαν ένας νεότερος Γούντι Αλεν, καταγράφει το χρονικό των διλημμάτων πολυτελείας, ξεδιπλώνει με αγάπη τις νευρώσεις, τις ανασφάλειες και τους πειραματισμούς των ηρώων του που, μεταφράζοντας τις ανασφάλειές τους σε απολαυστική λογοδιάρροια, αναρωτιούνται γιατί, ενώ όλα τους πάνε καλά, παραμένουν μετέωροι να ίπτανται πάνω από τη ζωή.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Μπόμπακ φτιάχνει τα πορτρέτα των σημερινών 40+ και, απέναντί τους, των hipsters της Νέας Υόρκης (ή των απανταχού), είναι έξυπνος, ακριβής, αιχμηρός και εξαιρετικά αστείος, βγαλμένος με βεβαιότητα από προσωπικές αναφορές. Σ’ αυτήν την ταινία, ο Μπόμπακ συμμαχεί με τον Τζος και την Κορνίλια, με τους ανθρώπους που μπερδεύτηκαν κάπου στην κατάρριψη των προτύπων και, τελικά, νιώθουν ότι δε χαρακτηρίζονται από τίποτα. Δεν είναι πια ακριβώς νέοι, δεν έχουν γίνει γονείς, δεν είναι πολύ επιτυχημένοι επαγγελματικά, δεν πραγματοποίησαν τον μεγάλο στόχο που γεννήθηκε στα ‘80ς της επιτυχίας και της αναγνώρισης. Κι αν είναι ένα ζευγάρι αγαπημένο, ευκατάστατο και δημιουργικό, θεωρεί αυτά το μίνιμουμ κι αναζητά τον ενθουσιασμό του ν’ ανήκει, ξανά, στη νέα γενιά: με φόβο ν’ αποφασίσει να ενηλικιωθεί, γιατί τότε θα χρειαστεί ν’ αποτιμήσει τη νεότητά του, τα όσα κατάφερε ή όχι και το τίμημά τους.
Αυτή η νέα γενιά, αντίθετα, του Τζέιμι και της Ντάρμπι, είναι η πιο εύστοχη και διεισδυτική απεικόνιση των hipsters, που βαθειά φιλόδοξοι, αναζητώντας εξίσου την επιτυχία και την αναγνώριση, προσποιούνται ότι όλα, πάντα, είναι απλά, καλά, ότι όλα επιτρέπονται κι ότι το παν βρίσκεται σε μια ρετρό αναπόληση πραγμάτων που ποτέ δεν υπήρξαν δικά τους. Από τα χειροποίητα έπιπλα, τις βόλτες στις αγορές μεταχειρισμένων, τα εκατοντάδες βινύλια, στα αγνά τρόφιμα, την εμμονή με τα ποδήλατα, στην υποτιθέμενη άρνηση της τεχνολογίας, τα ελαφρά ναρκωτικά, το ιδεολογικό laissez passer, αυτοί είναι οι νέοι άνθρωποι που, για τον Τζος και την Κορνίλια κι εκατομμύρια άλλους, «έκλεψαν» τη θέση τους στη ζωή κι επιβλήθηκαν μ’ ένα επιτηδευμένο retro coolness. Κι η σύγκρουση δεν είναι τίποτε λιγότερο από μια εκρηκτική, γλυκόπικρη, απόλυτα μάταιη, αποκάλυψη.
Η ταινία βέβαια δεν είναι δοκίμιο, είναι μια θαυμάσια κινηματογραφική κωμωδία κι ο Μπόμπακ αποδεικνύει ξανά, με τη βοήθεια του Σαμ Λέβι που φωτογράφησε και το «Frances Ha», ότι ξέρει καλά να παγιδεύει την ατμόσφαιρα της πραγματικής Νέας Υόρκης, με τον αέρα του κέντρου του κόσμου και την τρυφερότητα των εκατομμυρίων μικρών ιστοριών. Μέσα σ’ αυτήν, τα δυο ζευγάρια ηθοποιών, ο Μπεν Στίλερ με τη Ναόμι Γουοτς κι ο Ανταμ Ντράιβερ με την Αμάντα Σάιφριντ, δίνουν τον πιο κεφάτο κι ειλικρινή εαυτό τους. Κι αν, προς το φινάλε, ο Μπόμπακ ξεφεύγει σεναριακά σ’ έναν ασυγκράτητο πληθωρισμό, είναι τόσο αστεία και τόσο αυθεντική η οργή του, που κι αυτό γίνεται δεκτό με χαμόγελο – άλλωστε αυτές οι μικρές αποτυχίες είναι που κάνουν και την ταινία και τον Τζος απλώς αξιαγάπητους.