Πράγα, Οκτώβριος 1967. Τα πρώτα εξεγερσιακά σημάδια που σταδιακά θα οδηγήσουν στην κορύφωση των πολιτικών αναταραχών στην Πράγα την Ανοιξη του επόμενου έτους έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους. Δύο αδέλφια που έχουν χάσει τους γονείς τους προσπαθούν να επιβιώσουν και παράλληλα να αντιληφθούν ποιος θα είναι ο δικός τους ρόλος στη χαώδη συνθήκη που επικρατεί. Ο μεγαλύτερος εκ των δύο είναι ο Τόμας, ένας αδρανής πολιτικά νέος που αναλαμβάνει την κηδεμονία του έφηβου αδελφού του, Πάβελ, ο οποίος συμμετέχει σε μυστικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις με άλλους φοιτητές ακτιβιστές που αγωνίζονται ενεργά.

Σύντομα και οι δύο θα έρθουν σε επαφή με μία ομάδα δημοσιογράφων που εργάζονται στο δημόσιο ραδιόφωνο και αποφασίζουν να ορθώσουν με θάρρος το ανάστημά τους ενάντια στις επιταγές του καθεστώτος που αφορούν στον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου (και όχι μόνο), δρώντας συνειδητά ως προς το βάρος της επιλογής τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και κάπως έτσι, με αφετηρία την ιστορία των δύο αδελφών και κατ’ επέκταση των ανθρώπων που τους πλαισιώνουν, ο Γίρι Μαντλ χαρτογραφεί ένα εκτενές χρονικό της λαϊκής αντίστασης στην ηγεσία του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ έως και την εισβολή των τανκς ενόψει του Συμφώνου της Βαρσοβίας, στις 21 Αυγούστου του 1968.

Παρά το γεγονός ότι η ταινία κινείται εντός των ορίων μίας απλής, γραμμικής αφήγησης και μίας εξίσου ασφαλούς φόρμας, το σύνολο δεν στερείται ενδιαφέροντος, καταφέρνοντας να λειτουργήσει όχι μόνο ως ιστορική αναδρομή, αλλά και ως ένα καίριο πολιτικό σχόλιο, το οποίο υπογραμμίζει ότι οι συγκρούσεις εκείνης της εποχής παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρες. Αν μη τι άλλο, λαμβάνοντας υπόψιν το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι του «εδώ και τώρα», αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα, δεδομένων των βασικών ανθρώπινων αξιών που εξακολουθούν να βάλλονται και να τίθενται υπό αμφισβήτηση οικουμενικά.

Προκείμενου να αποδώσει το βάρος των γεγονότων, ο Μαντλ επιλέγει να εντάξει εμβόλιμα αποσπάσματα αρχειακού υλικού, συμπλέκοντάς τα με τον πυρήνα της πλοκής σε τέτοιο βαθμό που οι εικόνες τόσο των πολιτών που διαδηλώνουν στους δρόμους, όσο και των σοβιετικών τανκς που εισβάλλουν στην Πράγα μοιάζουν σχεδόν αδιαχώριστες από την μυθοπλαστική αφήγηση. Οσον αφορά τη μουσική επένδυση των παραπάνω δε, ντύνει το φιλμ με χαρακτηριστικά, εμβληματικά ποπ κομμάτια της δεκαετίας, από το «Be My Baby» των Ronettes έως το «Crimson and Clover» των Shondells (και πάει λέγοντας), καθώς και αντίστοιχους τσέχικους μουσικούς σταθμούς, γεγονός που προσθέτει στον συνολικό παλμό της αφήγησης, αποτελώντας ένα από τα στοιχεία της ταινίας που διασφαλίζουν τη συνοχή της ως προς το ύφος και το γενικότερο τέμπο.

Ακόμη και γνωρίζοντας εκ των προτέρων την καταληκτική έκβαση των γεγονότων, «Τα Κύματα της Ανοιξης» δεν σε αφήνουν ανεπηρέαστο κατά τη θέαση, παρακολουθώντας τους ανθρώπους που ερωτεύονταν, έκαναν σεξ, αγωνίζονταν και ήλπιζαν σε κάτι καλύτερο στο πρώτο μέρος της ταινίας, να χάνουν τη ζωή τους στο δεύτερο, χωρίς αυτό να γίνεται υπό το πρίσμα μίας βίαιης προσπάθειας εκμαίευσης συναισθημάτων. Τα γεγονότα αυτά καθαυτά είναι ικανά να γεννήσουν τον προβληματισμό. Υπό το βλέμμα του Μαντλ καλούμαστε να τα γνωρίσουμε καλύτερα, να τα αφουγκραστούμε και να αναλογιστούμε τη σημασία τους εκ νέου.