Ο Ολιβιέ Ασαγιάς είναι δίχως αμφιβολία ο πλέον πολυμορφικός και κοσμοπολίτης Γάλλος (και όχι μόνο) σκηνοθέτης αυτή τη στιγμή και μια ανασκόπηση στη φιλμογραφία του το επιβεβαιώνει περίτρανα, αφού επί τρεις δεκαετίες αλλάζει κινηματογραφικά είδη, χώρες και γλώσσες, πολλές φορές μέσα στην ίδια ταινία, με χαρακτηριστική άνεση και χωρίς ποτέ (ή σχεδόν) ποτέ) να απεμπολεί την οξύτητα της σκηνοθετικής του ματιάς ή να χάνεται στο πολιτισμικό συγκείμενο κάθε εγχειρήματός του. Το «Wasp Network» είναι ακόμα μια εξόρμηση του πάντα ανήσυχου σκηνοθέτη στις προκλήσεις μιας ταινίας που μπλέκει τα είδη και τις εθνικότητες, αυτή τη φορά, ωστόσο, με περισσότερο απενοχοποιημένες εμπορικές και mainstream προθέσεις. Κι αυτό μόνο αρνητικό δεν είναι.
Βασισμένο στο βιβλίο «Οι Τελευταίοι Στρατιώτες του Ψυχρού Πολέμου» του Φερνάντο Μοράις, το «Wasp Network» αφηγείται την πραγματική ιστορία των «Κουβανών Πέντε», μιας ομάδας (αντικ)ατασκοπίας που στάλθηκε τη δεκαετία του 90 από τις μυστικές υπηρεσίες της Αβάνας στο Μαϊάμι της Φλόριντας για να παρακολουθεί τους πρόσφυγες από το καθεστώς του Κάστρο που ζήτησαν πολιτικό άσυλο στις Ηνωμένες Πολιτείες, και να αποτρέπει οποιαδήποτε τρομοκρατική και μη ενέργεια αποσταθεροποίησης του πολιτικού κλίματος στην Κούβα από τις ομάδες αντίστασης και ανατροπής που συστάθηκαν εκεί.
Υποδυόμενοι και οι ίδιοι τους αιτούντες πολιτικό άσυλο και προδότες στα μάτια της κουβανέζικης κοινωνίας και των οικογενειών που άφησαν πίσω, οι κατάσκοποι αυτοί όχι μόνο βρέθηκαν με κίνδυνο της ζωής τους στα γρανάζια της διεθνούς κατασκοπίας, αλλά γνώρισαν και ένα ολότελα διαφορετικό οικονομικό και πολιτισμικό περιβάλλον άκρατου καπιταλισμού, ενώ τα διλήμματα ανάμεσα στην ανέχεια της γενέτειράς τους και το πατριωτικό καθήκον από τη μία μεριά και στην ευμάρεια ενός νέου τρόπου ζωής και τη συνεργασία με το αντίπαλο στρατόπεδο από την άλλη δυναμίτιζαν διαρκώς μια πορεία συνεχών ανατροπών και καταιγιστικών εξελίξεων ακόμη και μετά την αναπόφευκτη ανακάλυψη του δικτύου από τις αμερικανικές Αρχές.
Ο Ασαγιάς καταγράφει αυτή την ξέφρενη πορεία με τόση αφηγηματική πυκνότητα, που σε σημεία η ταινία του μοιάζει κυριολεκτικά «μπουκωμένη» από ονόματα, τοποθεσίες και γεγονότα. Ίσως μάλιστα η μορφή μιας ταινίας μεγάλου μήκους, έστω και διάρκειας δύο ώρων, να μην ήταν το κατάλληλο αφηγηματικό όχημα για μια ιστορία που θα μπορούσε άνετα να απλωθεί σε μια (τουλάχιστον μίνι) σειρά κι ενδεχομένως θα ανέπνεε περισσότερο μέσα σ’ αυτό το βομβαρδισμό από πληροφορίες, όπως ο ίδιος ο Ασαγιάς είχε κάνει με την περίπτωση του αρχιτρομοκράτη Κάρλος στο ομώνυμο πεντάωρο magnum opus του.
Από την άλλη, όμως, ο Γάλλος σκηνοθέτης κατέχει απόλυτα το υλικό του και ξέρει πώς να κρατά το θεατή διαρκώς σε εγρήγορση ξεγελώντας τον ως προς τις προθέσεις και τα κίνητρα των ηρώων του με πρωθύστερες αποκαλύψεις. Η πρώτη μεγάλη ανατροπή, άλλωστε, έρχεται στα μισά της ταινίας και αλλάζει τελείως όχι μόνο την οπτική γωνία της ιστορίας, αλλά και την ταύτιση ή μη του θεατή με κάποιους ή όλους τους κεντρικούς ήρωες (περισσότερες πληροφορίες για την υπόθεση είναι σπόιλερ, επομένως παραλείπονται). Αυτό, όμως, που πετυχαίνει κυρίως ο Ασαγιάς είναι να κρατάει πάντα τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στα δύο αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα παρουσιάζοντας τα εγγενή τους μειονεκτήματα με μια υπαινικτική (και σε σημεία υποδόρια καυστική) κριτική που κάνει τους ήρωές του ουσιαστικά θύματα σε μια παγκόσμια πολιτική σκακιέρα και στο τελευταίο μέτωπο ενός Ψυχρού Πολέμου που αναζωπυρώνεται ακόμα και μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης στο τροπικό κλίμα της Κούβας.
Πλημμυρισμένο από φως, ήχους και χρώματα, τόσο στην Αβάνα, όσο και στο Μαιάμι, και με πολλές επιβλητικές εναέριες λήψεις (οι δυο κεντρικοί ήρωες της ταινίας είναι, άλλωστε, πιλότοι), το Wasp Network μπλέκει την κατασκοπική ίντριγκα με την περιπέτεια και το οικογενειακό δράμα κι ενώ παραμένει πάντα οπτικά όμορφο και σεναριακά ενδιαφέρον, δεν παύει να αφήνει την εντύπωση πως είναι μια κάπως αποκαρδιωτικά ασφαλής και διεκπεραιωτική επιλογή για έναν συνήθως πιο τολμηρό, αφηγηματικά και θεματικά, σκηνοθέτη, που εξερευνούσε στις μέχρι τώρα ταινίες του τους ορατούς ή αόρατους ιστούς της παγκοσμιοποίησης με έναν σίγουρα πιο πρωτότυπο τρόπο.
Το ισπανόφωνο και εξαιρετικά ευειδές, πάντως, καστ της ταινίας είναι χάρμα οφθαλμών. Οι φρέσκοι από τις τηλεοπτικές επιτυχίες τους ως Τζιάνι Βερσάτσε και Πάμπλο Εσκομπάρ αντίστοιχα, Εντγκαρ Ραμίρεζ («The Assassination of Gianni Versace») και Βάγκνερ Μόουρα («Narcos») εντυπωσιάζουν με την πρωταγωνιστική τους παρουσία στους δύο βασικούς κι αινιγματικούς ρόλους που δεν καθιστούν ποτέ σαφείς τις προθέσεις τους, ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ αντισταθμίζει την υπερχειλίζουσα αρρενωπότητα των δύο συμπρωταγωνιστών του με μια πιο εύθραυστη κι ως εκ τούτου πιο υπαινικτικά απειλητική ερμηνεία, η Ανα ντε Αρμας δικαιώνει με την αισθαντική και σέξι αύρα της την επιλογή της τόσο ως Μέριλιν Μονρό στο επερχόμενο biopic «Blonde», όσο κι ως Bond girl στο «No Time to Die», ενώ, τέλος, η Πενέλοπε Κρουζ, σαφώς (και ευχάριστα) πιο εσωτερική και μακριά από την ερμηνευτική της μανιέρα, δίνει στην ταινία το δραματικό και ανθρώπινο τόνο της.
Προορισμένος περισσότερος για ανώδυνη απόλαυση με αφορμή μια συναρπαστική πραγματική ιστορία παρά για βαθύ προβληματισμό για τη σθεναρή αντίσταση ενός από τα τελευταία προπύργια του κομμουνισμού διεθνώς, ο περίτεχνος αφηγηματικός ιστός της ταινίας του Ασαγιάς σε αιχμαλωτίζει πρόσκαιρα, αλλά αποδεικνύεται στο τέλος μάλλον διάτρητος.