Η Ζαν ταξιδεύει στην Ιαπωνία αναζητώντας ένα σπάνιο ιαματικό φυτό που, σύμφωνα με το θρύλο, εμφανίζεται μια φορά κάθε 997 χρόνια υπό σπάνιες συνθήκες. Στο ταξίδι της συναντά τον Τόμο, έναν δασοφύλακα, που τη συνοδεύει στην αναζήτησή της και τη βοηθάει να ανατρέξει στο παρελθόν της. Είκοσι χρόνια πριν, στο ίδιο δάσος, στο οποίο ελπίζει να βρει το θεραπευτικό φυτό, η Ζαν ερωτεύτηκε για πρώτη φορά.

Η Ναόμι Καουάσε είναι από τις πλέον αναγνωρισμένες σκηνοθέτες της Ιαπωνίας και μια από τις λίγες γυναίκες που έχουν κατακτήσει το στάτους του auter σε μια χώρα όπου ακόμη και σήμερα το φύλο παίζει καθοριστικό ρόλο στο μέγεθος του μερίδιού της επαγγελματικής επιτυχίας που μπορείς να διεκδικήσεις.

Το κινηματογραφικό της σύμπαν μοιάζει χτισμένο από ένα ξεχωριστό μείγμα ρεαλισμού και ποίησης και μια ιδιαίτερη ματιά στην ανθρώπινη διαδρομή σε αυτό που ονομάζουμε ζωή και που είναι για την ίδια πολύ πιο σύνθετο και πολύ επίπεδο, απ΄όσο συχνά αναγνωρίζουμε.

Το τυχαίο, το μεταφυσικό το οντολογικό εισβάλει συχνά στις ταινίες της και διαπνέει εξ ολοκλήρου το «Κάθε Χίλια Χρόνια» μια βαθιά υπαρξιακή ερωτική ιστορία ποτισμένη με το άρωμα μιας βαθιάς θλίψης, που μοιάζει να κινείται έξω από τον τόπο και τον χρόνο σε μια φασματική πραγματικότητα όπου η μόνη σταθερά είναι τα συναισθήματα.

Το φιλμ της Καουάσε, κινηματογραφημένο με την αίσθηση ενός μυστικιστικού παραμυθιού, τοποθετημένο στην καρδιά ενός δάσους που είναι τόσο σαγηνευτικό όσο και απόκρυφο, είναι γεμάτο αμφισημίες και μυστικά.

Σχεδόν από την αρχή δεν είσαι σίγουρος αν μπορείς να πάρεις την ιστορία του κυριολεκτικά να πιστέψεις ότι η αναζήτηση της ηρωίδας του για ένα ιαματικό φυτό –που μοιάζει με μύθο- δεν είναι παρά μια παραβολή για κάτι άλλο, το μυστηριώδες ζητούμενο ένα «μη αντικείμενο» στη θέση του οποίου μπορείς να τοποθετήσεις εσύ, αυτό που θες.

Η Ζαν της Ζιλιέτ Μπινός είναι μια ξένη σε έναν κόσμο που δείχνει να κατοικείται από ανθρώπους που έχουν την υφή πνευμάτων, γίνεται οδηγός μας σε κάτι που γλιστρά από την κατανόησή μας όπως η ομίχλη ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων.

Διότι γρήγορα η ταινία αφήνει στις παρυφές του αφηγηματικού της δάσους την όχι ιδιαίτερα επιμελή προσπάθειά της να γίνει αντιληπτή με την λογική και σε καλεί να αφεθείς σε μια πολύ πιο θολή εξερεύνηση του εσωτερικού, ψυχολογικού μας χρόνου, των επιλογών μας και των συνεπειών τους, της καθοριστικής δύναμης της θλίψης την ρευστή υφή του έρωτα.

Η φιλοδοξίες του φιλμ στο επίπεδο των ιδεών και των προθέσεών του είναι αλήθεια πως μάλλον τελικά προδίδονται από την απόπειρα της Καουάσε να συνδέσει κάτι τόσο εγκεφαλικό με μια ιστορία που στην πορεία θέλει να είναι μαζί και αποτελεσματική σε ένα δραματικό αφηγηματικό επίπεδο και υπάρχουν στιγμές που μια αφελής και μαζί πομπώδης αίσθηση παίρνει το πάνω χέρι.

Και κάπως έτσι το φιλμ τελικά λειτουργεί μόνο αν αποφασίσεις να αφεθείς, να παραμερίσεις την επιμονή της λογικής να αναζητά απαντήσεις και να βυθιστείς στην ομιχλώδη ομορφιά του παραβλέποντας στην πορεία τις ατέλειές και τις ευκολίες του.

Είναι σαφές πως οι προθέσεις της Καουάσε προέρχονται από ένα καλό μέρος και για ίσως ακόμη και μόνο για τις στιγμές που το φιλμ της σου δείχνει τον δρόμο πίσω εκεί, η απόφαση να το ακολουθήσεις αξίζει τον κόπο.