Ο Τζούλιαν Μάικλς έχει σχεδιάσει τον απόλυτο προορισμό: το Vice, ένα amusement park όπου τα πάντα είναι δυνατά και οι πελάτες μπορούν να εκπληρώσουν τις πιο τρελές φαντασιώσεις τους. Οι τεχνητοί κάτοικοι δείχνουν και σκέφτονται σαν αληθινοί άνθρωποι. Oταν μία από αυτούς μαθαίνει την αλήθεια κι αποδρά, βρίσκει τον εαυτό της ανάμεσα στα πυρά των απεσταλμένων του Τζούλιαν, κι ενός αστυνομικού, ο οποίος έχει θέσει σκοπό της ζωής του να κλείσει το Vice για πάντα και να βάλει ένα τέλος στη βία.
Στη λογική ενός video-game που θα βαριόσουν πριν ακόμη τελειώσει η εισαγωγή του, το «Vice» είναι ένα b-movie που δεν του αξίζει ο όρος, αφού τον ευτελίζει σε τέτοιο βαθμό που καταντά κενός, όχι ωστόσο περισσότερο από αυτό το futurο-action φιλμ που θα ήθελε να είναι ένας μακρινός απόγονος του «Blade Runner», του «Dark City» και φυσικά του «Westworld» (ταινίας και τηλεοπτικού), ενώ είναι στην πραγματικότητα μια αφόρητη κινηματογραφική εμπειρία.
Με φτηνό στιλ (overdose από μπλε φίλτρα και σιλικόνη που περισσεύει – όχι μόνο στα επίμαχα σημεία), ερμηνείες από χαρτόνι (κρίμα για τον Τόμας Τζέιν που μας λείπει, όχι πολύ κρίμα για τον βαριεστημένο Μπρους Γουίλις που σε θρίαμβο του miscast περιφέρεται σε δεύτερο ρόλο) και μια υπόθεση που αρκείται στα πολύ βασικά (η βία γεννάει βία, ο παράδεισος δεν βρίσκεται στην εικονική πραγματικότητα, ακόμη και τα ρομπότ έχουν αισθήματα), το «Vice» θα ξέφευγε μιας αρνητικής κριτικής αν ήταν τουλάχιστον fun.
Αντ’ αυτού, το «Vice» είναι ένας σεξιστικός θριάμβος (είναι αδύνατον να θυμηθεί κανείς στα πρόσφατα χρονικά ταινία τόσο υποτιμητική για τις γυναίκες) που διασκεδάζει με τα πλαστικά στήθη, τον τρόπο με τον οποίο μέσα στο «παιχνίδι» όλες οι γυναίκες είναι «κολασμένα σέξι» ώστε να μπορείς να τις εκμεταλλεύεσαι ερωτικά και να τις σκοτώνεις στη ψύχρα, για να μην αναφερθεί κανείς στις λεσβιακές φαντασιώσεις με τις οποίες τροφοδοτεί το target group μιας (μελλοντικής;) κοινωνίας κάφρων που θα έδιναν και τη ζωή τους για να ζήσουν έστω και λίγο στον παράδεισο του «Vice».
Η όποια φιλοσοφική (!) διάσταση του «ό,τι συμβαίνει στην εικονική πραγματικότητα, αργά ή γρήγορα θα μεταφερθεί και στην αληθινή ζωή» μπορεί να τρέφει το πάθος του ήρωα του Τόμας Τζέιν (με κακό μαλλί, να το πούμε) που θα κάνει τα πάντα για να ξεσκεπάσει τη φενάκη του όχι και τόσο αθώου παιχνιδιού/amusement park, αλλά παραμένει τόσο επιφανειακά στα όρια της ανοησίας που «τερματίζει» την πίστα του «Vice» ήδη από τη στιγμή που ξέρεις ακριβώς τι θα συμβεί στο τέλος και τελικά δεν ήταν και κάτι που σε ένοιαζε εξαρχής.
Βλέπεις, δεν γίνεσαι digital επειδή πληθώρα υπολογιστών αναλύουν συνεχώς δεδομένα, δεν γίνεσαι θρίλερ επειδή κρατάς τη φωτογραφία σε πολλές αποχρώσεις του μπλε, δεν γίνεσαι σίγουρα «Blade Runner» επειδή η ηρωίδα σου θυμίζει (αμυδρά...) στην ιστορία της τη Σον Γιανγκ και δεν γίνεσαι b-movie όταν είσαι απλά ένα φτηνό φιλμ, με φτηνές προθέσεις και φτηνό αποτέλεσμα, ισοδύναμο των κακών βιντεοταινιών που κάποτε γέμιζαν τα video clubs στα 80s και που σήμερα δεν θα ήταν δημοφιλής ούτε στα... torrents.