Δυο χρόνια μετά το οσκαρικό «The Big Short», ο Ανταμ ΜακΚέι επιστρέφει με μια ακόμα σκληρή κριτική της σύγχρονης Αμερικής, ντυμένη ως σάτιρα. Τόσο δεξιοτεχνικά και πλουμιστά, ωστόσο, διατυπώνει ο ΜακΚέι τα σχόλιά του, που καταλήγει έκδηλα χειριστικός.
Αντικείμενο της ταινίας είναι ο Ντικ Τσένεϊ, ο Αντιπρόεδρος της Αμερικής επί Προεδρίας Τζορτζ Μπους του νεότερου, ο πιο μυστικοπαθής, αφανής σχεδόν, κυρίαρχος εκπρόσωπος του αμερικανικού μιλιταρισμού, ο κατά βάση υπαίτιος του πολέμου με το Ιράκ, με κύριο κίνητρο τον προσωπικό του πλούτο. Η ταινία πιάνει τον Τσένεϊ από την εποχή που δεν ήταν παρά ένας αχαΐρευτος φοιτητής, με αγάπη στο αλκοόλ, το ψάρεμα και τη ρέκλα, μέχρι που, με την εκβιαστική παραίνεση της κοπέλας/συζύγου του, Λιν, μαθητεύει δίπλα στον Ντόναλντ Ράμσφελντ και, προοδευτικά, αναδεικνύεται ως καταλύτης της βίαιης κυριαρχίας της ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης Μπους και, ως τέτοιος, καταποντίζεται - και πάλι μάλλον σιωπηλά σε σχέση με την κομβική σημασία του.
Το γεγονός ότι τα συμβάντα που περιγράφει, γλαφυρότατα και πικρά κωμικά, η ταινία, είναι λίγο-πολύ γνωστά στο ενημερωμένο κοινό δεν τα κάνει λιγότερο σοκαριστικά, ιδωμένα μάλιστα στο πλαίσιο της διαφθοράς της εξουσίας παντού και όχι μόνο στην Αμερική. Ακόμα πιο καθηλωτική είναι η διαπίστωση της μεγάλης πολιτικής ματαιότητας, της ιδέας ότι οι μέγιστες καταστροφές και απώλειες, σε περιουσίες, δικαιώματα ή σε ανθρώπινες ζωές, η τρομοκρατία, τα βασανιστήρια, ό,τι πιο επαίσχυντο έχουν εφαρμόσει οι ισχυρές κυβερνήσεις, συχνά προκύπτουν από τυχαία συμβάντα, από συμπτώσεις, ευνοημένες από ανθρώπους-κλειδιά με μικρά, ατομικά κίνητρα.
Περιστοιχισμένος από δευτεραγωνιστές στις καλύτερες στιγμές τους, από τον πνευματώδη Στιβ Καρέλ ως Ντόναλντ Ράμσφελντ, ως τη μεταμορφωμένη Εϊμι Ανταμς στο ρόλο της ευνουχιστικής Λιν, ο Κρίστιαν Μπέιλ χτίζει μια εντυπωσιακή ερμηνεία, που με άνεση υπερβαίνει τις ομοιότητες στις μανιέρες και το βαρύ κορμί του Τσένεϊ: το σαρδόνιο, αυτάρεσκο κι ελαφρά ανόητο χαμόγελο του ήρωά του, θα τον οδηγήσει κατ' ευθείαν στην οσκαρική κούρσα.
Ολο αυτό, όμως, το συναρπαστικό υλικό, ο ΜακΚέι επιλέγει να το υπογραμμίσει και να το φορτώσει επεξηγήσεις, με τον ευρηματικό τρόπο που χρησιμοποιούσε στο «The Big Short», μόνο ακόμα εντονότερα. Η ταινία που ξεκινά τόσο διασκεδαστικά όσο και κατάμαυρα, γίνεται σταδιακά ένα παιχνίδι ικανοτήτων που συναγωνίζεται τον εαυτό του.
Το «Vice» δεν αρκείται σ' ένα γρήγορο ρυθμό, κυνηγά ένα γιγαντιαίο πληθωρισμό, με μια ροπή στο εξυπνακίστικο και στο διδακτικό, καθώς ο ΜακΚέι χρησιμοποιεί διαφορετικά μέσα, εναλλασσόμενα φορμά, χειριστικό μοντάζ, έναν αινιγματικό αφηγητή, ήρωες που μιλούν στην κάμερα, ή που υπονομεύουν τη σύμβαση της ταινίας, έναν ασταμάτητο σκηνοθετικό σχολιασμό της δράσης και της ιδεολογίας, που ειρωνεύεται όχι μόνο τον Τσένεϊ, αλλά και τον θεατή. Σίγουρος ότι γνωρίζει το «καλύτερο κόλπο», ότι είναι προικισμένος με το διαβρωτικότερο χιούμορ, ο ΜακΚέι ντύνει την ταινία του μ' έναν υπεροπτικό σαρκασμό που, αντανακλαστικά και μόνο, σε κάνει, έστω κι αν συμφωνείς απόλυτα μαζί του, να λαχταράς να του φέρεις αντιρρήσεις.