«Στο όνομα της φιλίας».

Με την παραπάνω φράση ο Μάθιου Ράνκιν μας καλωσορίζει, προτού καλά-καλά τελειώσουν οι εναρκτήριοι τίτλοι, στο ιδιότυπο σύμπαν της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του μετά το «The Twentieth Century» του 2019, τον παλμό του οποίου θα αφουγκραστούμε προσεκτικά μέσα στα επόμενα 89 - μόλις – λεπτά διάρκειας του φιλμ, χωρίς καν ο δημιουργός του να έχει επιστήσει την προσοχή μας επιστρατεύοντας την οδό του εντυπωσιασμού.

Κι όμως. Το σύμπαν που μας συστήνει ο Ράνκιν, καταφέρνει να μαγνητίσει το βλέμμα και τη συγκέντρωσή μας από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο, κουβαλώντας κάτι πέρα για πέρα σουρεαλιστικό και ταυτόχρονα βαθιά καθημερινό και οικείο. Κι ας αποτελεί μία φαντασιακή - εναλλακτική εκδοχή του Γούινιπεγκ στον Καναδά, όπου όλοι οι κάτοικοι μιλούν αποκλειστικά Γαλλικά και Φαρσί και κατάγονται επί το πλείστον από το Ιράν.

Ενας δάσκαλος που ξεσπά από το πουθενά στους μαθητές του. Δύο κορίτσια αποφασισμένα να βοηθήσουν πάση θυσία έναν φίλο τους να αποκτήσει ξανά τα γυαλιά που του έκλεψε μία γαλοπούλα. Ενας άνδρας που έχει χάσει την ταυτότητά του. Ενας ξεναγός που στην πραγματικότητα δεν έχει και πολλά να πει.

Οι επί μέρους ιστορίες που ξεδιπλώνονται, συγκροτώντας τον κορμό της κατά τ’ άλλα αφηρημένης στη βάση της πλοκής, σταδιακά διαπλέκονται μεταξύ τους, με κυρίαρχο συνεκτικό άξονα μία υπερβατική, σχεδόν (εξω)κοσμική ισορροπία, η οποία φέρει κάτι το ανεπιτήδευτα συγκινητικό. Αυτόματα, μας κάνει να αναλογιστούμε πόσο πολύπλοκος και ταυτόχρονα αφοπλιστικά απλός είναι ο τρόπος που υπάρχουμε, αλληλεπιδρούμε και σχετιζόμαστε με τους ανθρώπους που συναντάμε στο πέρας της ζωής μας.

Ομως το φιλμ του Ράνκιν δεν εξαντλεί τη δυναμική του στην υπαρξιακή του διάσταση. Η φόρμα είναι εξίσου αξιοζήλευτα δουλεμένη, λειτουργώντας σαν μία ερωτική επιστολή με αυτοαναφορικό πυρήνα, σε όλα εκείνα που φαίνεται ότι αγαπάει (γνήσια) ο δημιουργός: από τη χαρακτηριστική απάθεια των ηρώων στο σινεμά του Τζιμ Τζάρμους και του Ακι Καουρισμάκι, το φλεγματικό στοιχείο των γουντιαλενικών διαλόγων και την αλλόκοτη καυστικότητα που αποτελεί συνώνυμο του Ρόι Αντερσον, μέχρι την ονειρική - υπνωτική ματιά του Φεντερίκο Φελίνι. Και δεν σταματά εκεί. Ντύνει τα παραπάνω δάνεια με αναφορές που αντλεί από τα εμμονικά συμμετρικά καδραρίσματα του Γουες Αντερσον, τα γενικά πλάνα του Αμπάς Κιαροστάμι και τη ζεστασιά της παλέτας των εικόνων των Ζακ Τατί, συνθέτοντας ένα από τα πιο μαγικά hommages που έχουμε δει μέχρι στιγμής φέτος.

Ωστόσο, αν κάτι καθιστά το φιλμ του Ράνκιν σπουδαίο, αυτό δεν είναι η δημιουργική, και ταυτόχρονα ξεχωριστή, αξιοποίηση των arthouse καταβολών του, ούτε η μαεστρία με την οποία διαχειρίστηκε ένα ρισκαδόρικο πειραματικό εγχείρημα. Η γοητεία του έγκειται στον (εντυπωσιακά) αβίαστο τρόπο με τον οποίο πετυχαίνει την απόλυτη σύζευξη των αντιθετικών δίπολων που θέτει σε πρώτο πλάνο. Είναι μαγικό και ταυτόχρονα προσγειωμένο. Σύνθετο και οξύμωρα μονοδιάστατο. Οπως ακριβώς και η οικουμενικότερη γλώσσα όλων: το ανθρώπινο βίωμα.