Σε μια αέναη αλυσίδα ταινιών κινουμένων σχεδίων με (λιγότερο ή περισσότερο) πιστά σκυλιά που χάνουν το δρόμο τους - πριν τον ξαναβρούν στο happy end, ο «Σκυλομπελάς» δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε ο πιο δυνατός κρίκος.
Το πιο αγαπημένο πλάσμα μιας πλούσιας κυρίας, ο Μπελάς, θα βρεθεί στο δρόμο, όταν οι άξεστοι κληρονόμοι της θα τον πετάξουν έξω από την έπαυλη, χωρίς να έχουν αντιληφθεί πως ο όρος για να γίνουν νόμιμοι δικαιούχοι της τεράστιας περιουσίας της θείας τους είναι να προσέχουν τον Μπελά σαν παιδί τους. Μόνος στην μεγάλη πόλη, ο Μπελάς θα μάθει πως όλα τα σκυλάκια δεν κοιμούνται σε βελούδινα μαξιλάρια και ο πωπός τους δεν μυρίζει σαν smoothie φρούτων και θα καταλήξει στο σπίτι μιας νεαρής κοπέλας που δουλεύει ως delivery πίτσας και ονειρεύεται να γίνει ποπ σταρ.
Η εφηβική υφή της παραπάνω ιστορίας «μικραίνει» ηλικιακά καθώς η ιστορία μεγαλώνει και η περιπέτεια (με κοινωνικό, αν όχι ταξικό πρόσημο) αναδιπλώνεται σε μια τρυφερή μεν, υπερβολικά κλισέ όμως και ακόμη πιο υπερβολικά παιδική συσκευασία που είναι πιθανόν μέχρι και το παιδί του δημοτικού να βρει αρκετά... παιδική.
Δεν φταίει ακριβώς το σχέδιο που διατηρεί τη στρογγυλεμένη υφή μιας αθώας κινηματογραφικής εμπειρίας, ούτε οι τελείως άκαιρες ιδέες μιας ομάδας σκίουρων που επιδίδονται σε χορευτικά άλα Μάικλ Τζάκσον και ενός κυνηγού ζώων που μοιάζει να έχει βγει από παρωδία, αλλά περισσότερο αυτή η αίσθηση πως ό,τι βλέπεις το έχεις ξαναδεί σίγουρα καλύτερα, σίγουρα με περισσότερη φαντασία, σίγουρα με μια διάθεση που ξεκινάει από την επιθυμία οι παιδικές ταινίες να είναι κάτι παραπάνω από απλά παιδικές ταινίες.