Ενα παράνομο ζευγάρι, δύο φιλές συγκάτοικοι, ένας γιατρός, ένας ραδιοφωνικός παραγωγός και πολλοί ακόμη ήρωες διασταυρώνονται στη διάρκεια μιας (όχι και τόσο) συνηθισμένης ημέρας.
Για όσους γνωρίζουν το μέχρι σήμερα έργο του Νίκου Κορνήλιου, δεν θα παραξενευτούν από την πολυμορφία της έκτης μεγάλου μήκους ταινίας του. Οπως και στην αμέσως προηγούμενη απόπειρα του, τη «Μουσική των Προσώπων» του 2008, ο Κορνήλιος συνηθίζει να παίζει με τους ηθοποιούς του, τα πρόσωπα τους, τους διαφορετικους χαρακτήρες τους, τις διακυμάνσεις των εντάσεων τους, το χρώμα της φωνής τους.
Στην «Τρίτη», το πείραμα του, που βασίζεται κυρίως στον αυτοσχεδιασμό των ηθοποιών του και το τυχαίο που συλλαμβάνει η κινηματογραφική κάμερα δείχνει να διαθέτει γερές βάσεις. Αλλάζοντας συνεχώς σκηνικό και ατμόσφαιρα, τα κομμάτια καθημερινότητας που καταγράφει ο Κορνήλιος διαθέτουν και κινηματογραφική αίσθηση και σχετική αληθοφάνεια και όλα μαζί καταφέρνουν να συνθέσουν ένα ψηφιδωτό από ανθρώπους της διπλανής πόρτας που ερωτευόνται, τσακώνονται, κάνουν σεξ, επιθυμούν, χαζεύουν, φλερτάρουν, βρίσκονται αντιμέτωποι με το μυστήριο της ζωής και το φόβο του θανάτου.
Οσο, όμως, κι αν οι φιλοδοξίες της «Τρίτης» παραμένουν ορθά στο πλαίσιο μιας ειλικρινούς και σε καμία περίπτωση μεγαλεπήβολης και υστερικής καταγραφής της καθημερινότητας στην πόλη, τόσο η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου σεναρίου προδίδει τις αδυναμίες της. Η ανομοιογένεια στο παίξιμο των ηθοποιών, η έλλειψη ρυθμού και η κορύφωση που τελικά δεν έρχεται ποτέ, διαβρώνουν την πρόθεση του Κορνήλιου να αναγνωρίσει ο θεατής τον εαυτό του μέσα στα πρόσωπα της ταινίας. Οι αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών δεν είναι πάντα πετυχημένοι και η έντονη θεατρικότητα του εγχειρήματος λειτουργεί άλλοτε υπέρ και άλλοτε κατά της ψύχραιμης δραματικότητας που διατρέχει την «Τρίτη». Αποτέλεσμα; Η υπερβολική κατακερμάτιση της ιστορίας να μην αναδεικνύει ένα κέντρο βάρους γύρω από το οποίο θα μπορούσε να χτιστεί η όποια δραματική ένταση και οι χαμηλοί τόνοι να μεγενθύνουν την άνευρη ιστορία που καταλήγει να μοιάζει λιγότερο ενδιαφέρουσα ακόμη και από μια απλή καθημερινή βόλτα στο κέντρο της πόλης.
Μπορεί, στην πραγματική ζωή, το τέλος κάθε ημέρας να είναι απλά ακόμη ένα 24ωρο που πέρασε και χάθηκε (ιδανικά δοσμένο στο μελαγχολικό φινάλε της ταινίας) αλλά στο σινεμά και την Τέχνη ακόμη και ένα λεπτό χαμένο μπορεί να αποβεί καθοριστικό.