Ο Τόνι Ερντμαν, ο άνθρωπος που δανείζει το όνομά του στον τίτλο της τρίτης μεγάλου μήκους ταινίας της Μάρεν Αντε, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα (της ταινίας). Είναι ένας χαρακτήρας που θα εφεύρει ο Γουίνφρεντ, ο μεσήλικος πατέρας της κεντρικής ηρωίδας Ινές, μιας πετυχημένης γυναίκας καριέρας, προσπαθώντας να χτίσει μια ουσιαστική σχέση μαζί της και να τη βοηθήσει να δει τη ζωή της με διαφορετική ματιά.

Στην πραγματικότητα, ο Γουίνφρεντ Κοράντι, ένας άντρας που δεν μπορεί παρά να δει το χιούμορ σε κάθε κατάσταση και που δείχνει να μην έχει περάσει ποτέ το κατώφλι της συναισθηματικής ενηλικίωσης, προσπαθεί να ξεπεράσει μια δική του κρίση όταν σε μια παρορμητική κίνηση θα αποφασίσει να επισκεφθεί την κόρη του στο Βουκουρέστι όπου δουλεύει, δίχως καμιά προειδοποίηση.

Οταν το Σαββατοκύριακο που θα περάσουν μαζί θα αποδειχθεί καταστροφικό, εκείνος, αντί να επιστρέψει σπίτι του, θα μείνει και θα εφεύρει τον Τόνι Ερτνμαν, έναν τύπο που πολύ απλά δεν μπορείς να αγνοήσεις, προσθέτοντας στην καθημερινότητα της κόρης του μια ακόμη σειρά από προβλήματα, αλλά ίσως κι ένα διαφορετικό πρίσμα μέσα από το οποίο θα μπορούσε να κοιτάξει τη ζωή της.

Κι αν τα παραπάνω, ο εκνευριστικός, ανώριμος πατέρας, η ψυχρή, επαγγελματίας κόρη, θα μπορούσαν να είναι βγαλμένα από τον πρώτο τόμο της εγκυκλοπαίδειας των κινηματογραφικών κλισέ, εδώ γίνονται το όχημα για μια σειρά από υπέροχες σκηνές που μπορεί κατά στιγμές να λειτουργούν επεισοδιακά, αλλά που χτίζουν μια μεγαλύτερη εικόνα και ένα συναισθηματικό τοπίο που δεν φοβάται να κατακλύσει την οθόνη με ηχηρά γέλια, δουλεύοντας όμως στο παρασκήνιο κάτι βαθύτερο, πιο συγκινητικό, πιο τρυφερό και ακαταμάχητα ανθρώπινο.

Και κάπως έτσι, το φιλμ της Αντε κατορθώνει να γίνει κάτι πολύ πιο ευρύ από την ιστορία της σχέσης μιας κόρης και του πατέρα της, ή ένα σχόλιο για την οικογένεια: μια ματιά στα ήθη και την πραγματικότητα της ζωής μας στον σύγχρονο κόσμο, την κουλτούρα της επαγγελματικής καριέρας, τις αξίες που ορίζουμε ως σημαντικές, τον τρόπο που ζούμε επιλέγοντας να αγνοούμε τους άλλους γύρω μας. Κι αν θέλετε κι ακόμη περισσότερα: την κατακερματισμένη ανθρωπογεωγραφία της Ευρώπης, τις οικονομικές πρακτικές της δύσης, τον τρόμο απέναντι στον αληθινό εαυτό μας και ναι, όσο κι αν ακούγεται αφόρητα μπανάλ, το ίδιο το «νόημα της ζωής».

Τίποτα απ όλα αυτά δεν σχηματοποιείται με τρόπο προφανή, όμως, ο τόνος της ταινίας δεν είναι ποτέ διδακτικός. φτηνά μελοδραματικός ή εύκολα αστείος, ακόμη κι όταν το φιλμ στοχεύει σε δυνατά γέλια -και τα πετυχαίνει- κι ο συναισθηματικός κόσμος των χαρακτήρων του γίνεται σαφής μέσω του υπαινιγμού παρά της ξεκάθαρης σκιαγράφησης του.

Με δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και μια σειρά από αξέχαστες σκηνές που ξεκινούν από το ξεκαρδιστικό και φτάνουν ως τα όρια του απόλυτα συγκινητικού (συχνά μέσα στην ίδια σεκάνς), με το σουρεαλιστικό, το σοκαριστικό, το γελοίο και το μεγαλειώδες να συνυπάρχουν -όπως και στην ίδια τη ζωή- το «Toni Erdmann» δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένας μικρός κινηματογραφικός θρίαμβος.

Μπορεί να μην κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, όπως θα του άξιζε, έχει ήδη όμως κερδίσει την καρδιά μας.