Μετά από χρόνια στην Αργεντινή, η 40χρονη Λάουρα επιστρέφει στην επαρχιακή ισπανική της πόλη για το γάμο της μικρής της αδελφής. Μαζί της, η έφηβη κόρη της Ιρένε κι ο πιτσιρικάς γιος της Ντιέγκο. Ο άντρας της, Αλεχάντρο, πρέπει να μείνει πίσω στο Μπουένος Αϊρες για δουλειές. Ολη η ευρύτερη οικογένεια, που έχει μαζευτεί από κάθε γωνιά της χώρας για το χαρμόσυνο γεγονός, όλοι οι παλιοί φίλοι, όλο το χωριό, ζουν σε γαμήλιους ρυθμούς. Μέχρι που ένα black out κατά τη διάρκεια της δεξίωσης θα σκοτεινιάσει πολύ πιο καθοριστικά τον κόσμο της Λάουρα: η κόρη της απάγεται, μυστηριωδώς, κι ένα τεράστιο ποσό θα ζητηθεί για λύτρα. Ενα ποσό που κανείς δεν έχει να πληρώσει. Ο Αλεχάντρο, ο Αργεντίνος σύζυγος που όλοι θεωρούν ότι της προσφέρει μία πλούσια ζωή, είναι άνεργος εδώ και χρόνια. Ο πατέρας της, αντιμετωπίζοντας την οικονομική κρίση, έχει ξεπουλήσει τα αμπέλια του για ένα κομμάτι ψωμί. Μόνο ο Πάκο, ο παλιός της φίλος, ο οποίος της συμπαραστέκεται σε όλη αυτή την τραγική στιγμή, θα μπορούσε να πουλήσει το κτήμα και το μερίδιό του στον συνεταίρο του. Γιατί να το κάνει όμως; Μία σειρά από μυστικά και ψέματα αρχίζουν να ξεδιπλώνονται και να αποκαλύπτουν το παρελθόν της Λάουρα...

Ο Ασγκάρ Φαραντί («Ο Εμποράκος», «Ενας Χωρισμός», «Το Παρελθόν») γνωρίζει υποδειγματικά πώς φτιάχνεις τη ραχοκοκκαλιά ενάς στιβαρού σεναρίου γύρω από ένα πολυπληθές καστ. Πώς ξεκινάς από ένα οικογενειακό δράμα και το ξεδιπλώνεις σε μία διορατική μελέτη για τον κοινωνικό ιστό που πλαισιώνει τους ήρωες. Πώς τους βάζεις να μπαινοβγαίνουν σε σπίτια, να κλείνουν πόρτες, να τρώνε, να πίνουν, να συγκρούονται, να αποκαλύπτονται - φαινομενικά να φλυαρούν (με πυκνό κείμενο), αλλά στην πραγματικότητα να μπολιάζουν με νατουραλιστική ενέργεια το σύμπαν της ταινίας, όσο τα σοβαρά ηθικά τους διλήμματα στοιχειώνουν και το θεατή.

Δυστυχώς όμως, στην πρώτη του ισπανόφωνη προσπάθεια, ο Φαραντί απέτυχε να εφαρμόσει το κινηματογραφικό του μοντέλο. Ισως γιατί, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορείς να επαναλαμβάνεις την ίδια φόρμουλα επιμένοντας ότι θα πετυχαίνει κάθε φορά. Ισως, όλο αυτό να έχει αρχίσει να δείχνει την κατασκευή του, τις ραφές του κι ο Φαραντί θα έπρεπε έτσι κι αλλιώς να εξελίξει πλέον το κινηματογραφικό στιλ του και να μην του επιτρέψει να γίνει μανιέρα.

Η βασική αιτία της αποτυχίας του όμως, θεωρούμε ότι έχει βαθύτερη ρίζα. Everybody Knows πόσο εξαιρετικά σπάνιο είναι ένας σκηνοθέτης από μία εντελώς άλλη κουλτούρα να μπορεί να αποτυπώσει με σωστές ισορροπίες, διαύγεια και κινηματογραφική αμεσότητα την ιστορία και, κυρίως, την κοινωνικοπολιτική διάσταση μίας άλλης (μπορεί «Το Παρελθόν» να διαδραματιζόταν επίσης στη Γαλλία, αλλά αφορούσε ιρανούς ήρωες). Ο Φαραντί έγραψε ένα σενάριο και σκηνοθέτησε μία ταινία για μία Ισπανίδα μάνα, μία μεσογειακή οικογένεια, ένα αγροτικό χωριό στην Ευρώπη του σήμερα, φιλτράροντάς όλα αυτά, ίσως και υποσυνείδητα, μέσα από τη δική του μεσοανατολική ματιά. Για αυτό και όλα είναι λίγο έκκεντρα, λίγο λοξά, μη πιστευτά. Φαίνονται «μεταφρασμένα», «εφαρμοσμένα». Ξένα.

Για αυτό και το σενάριό του μοιάζει χωρίς λόγο, γεμάτο τρύπες και κουραστικά επαναλαμβανόμενο. Σκηνοθετικά, ο Φαραντί (ο οποίος ήθελε ξεκάθαρα να χρησιμοποιήσει την επιδερμίδα ενός θρίλερ απαγωγής ως πρόσχημα για να αφηγηθεί μία κοινωνική, οικογενειακή τραγωδία) μοιάζει να μην μπορεί να πιάσει τη σωστή θερμοκρασία, το σωστό τόνο. Η Πενέλοπε Κρουζ, ως η μάνα που έψαχνε το παιδί της, έχει την οδηγία να κυκλοφορεί χωρίς μακιγιάζ και χωρίς εκφραστικά όρια, καταλήγοντας με μία ερμηνεία συνώνυμη του overacting. Ο Χαβιέ Μπαρδέμ είναι καλύτερος, γεμίζοντας με το δικό του στιβαρό βάρος τα κενά του χαρακτήρα του, όσο αντιθέτως, ο Ρικάρντο Νταρίν περιφέρεται με έναν αβαθή, ανερμάτιστο, χωρίς λογικό άξονα ρόλο.

Κάπως έτσι, το αποτέλεσμα στην οθόνη, είναι κάτι που δεν πιστεύεις, παρόλες τις ανατροπές και τις (προβλέψιμες) αποκαλύψεις. Μία τραγωδία που δεν ξυπνά ηθικά διλήμματα, ένα θρίλερ που δεν ιντριγκάρει ούτε τη λογική, ούτε τη συναισθηματική σου νοημοσύνη.