Στη διάρκεια της δικτατορίας, σ’ ένα στρατόπεδο στον Εβρο, τέσσερις άνθρωποι βασανίζονται από τις κρυφές τους επιθυμίες. Ο Συνταγματάρχης Λόγγος είναι παντρεμένος κι ερωτευμένος με μια νεαρή γυναίκα που δεν τον αγαπά. Ο Υπολοχαγός Στέφανος Καραμανίδης τη διεκδικεί υπερβαίνοντας τον εαυτό του: θέλει να μάθει τανγκό για να τη χορέψει στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή του στρατοπέδου. Τα βήματα θα του τα διδάξει ο στρατιώτης Λαζάρου, καλλιτεχνική φύση, που βλέπει στο πρόσωπο του Καραμανίδη την αλήθεια με την οποία δε θα έρθει ποτέ αντιμέτωπος.
Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη, η ταινία διεκδικεί μια θέση στην ελληνική κινηματογραφική αγορά που λίγοι έχουν κρατήσει: αυτήν του εμπορικού, mainstream δράματος. Κι αυτή τη θέση καταφέρνει να κατακτήσει. Με μια παραγωγή που δείχνει πλούσια, το πρεστίζ της υπογραφής ενός αγαπημένου Ελληνα συγγραφέα κι ένα όχι μόνο επώνυμο, αλλά και κατάλληλο καστ, η ταινία επιδεικνύει ήρωες με χαρακτήρα, διαλόγους με ρυθμό και ένταση, ατμόσφαιρα εποχής και τη σχετική συναισθηματική τρικυμία. Κοινώς καλό εμπορικό σινεμά για το ευρύ κοινό.
Παρόλο που στην Ελλάδα υπάρχει ένας κλειστόμυαλος σνομπισμός για το εγχώριο εμπορικό σινεμά, το «Τανγκό των Χριστουγέννων» προσπαθεί ακριβώς να ανατρέψει την πεποίθηση πως ό,τι εμπορικό είναι και φαρσοκωμωδία κακής ποιότητας. Η ταινία δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα αντίστοιχα mainstream αμερικανικά δράματα, τα οποία άλλωστε επίσης δε χρειάζονται τη σφραγίδα της κριτικής για να δώσουν το ραντεβού τους με το κοινό.
Στην ταινία του Κουτελιδάκη, το πολιτικό πλαίσιο γίνεται καθοριστικό ντεκόρ μιας ιστορίας σιωπηλού πάθους. Η χούντα των συνταγματαρχών λειτουργεί όχι ως πολιτική επικαιρότητα, αλλά ως συμβολισμός της κλειστοφοβίας και του συναισθηματικού εγκλεισμού των ηρώων. Οπως και η θαμπή, υγρή εικόνα της διαρκούς ομίχλης στο στρατόπεδο σκεπάζει την αληθινή επιθυμία τους που ασφυκτιά σε μια εποχή γεμάτη φραγμούς.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της ταινίας, εκτός από την ιστορία του αρχετυπικού ανεκπλήρωτου έρωτα, είναι το καστ της. Ο Γιάννης Μπέζος είναι επιβλητική ενσάρκωση της εξουσίας, ο Αντίνοος Αλμπάνης διαχειρίζεται τον ευάλωτο ήρωά του με διακριτικότητα και αυτάρκεια, η Ελένη Κοκκίδου αναδεικνύεται με άνεση στο μικρό της ρόλο και η Βίκυ Παπαδοπούλου είναι τόσο φωτογενής που εκπληρώνει το ζητούμενο. Ωστόσο ο ηθοποιός που κρατά την ταινία και γεμίζει την οθόνη με το αψύ πρόσωπο της ήρεμης δύναμης και του αληθινού ζεν πρεμιέ είναι ο Γιάννης Στάνκογλου.
Η ταινία πέφτει σε δύο συγκεκριμένα παραπτώματα. Από τη μία πλευρά, μια και ξεκινά από το παρόν κι εκτυλίσσεται ως ανάμνηση, σε φλας μπακ, οι ηθοποιοί μεταμορφώνονται με προσθετικό μακιγιάζ στις ηλικιωμένες εκδοχές τους. Οι «μεταμφιέσεις» όχι απλώς είναι αποτυχημένες, αλλά ούτε καν αφήνουν να διακρίνεται ο ηθοποιός, θα μπορούσαν δηλαδή να χρησιμοποιηθούν εξ αρχής άλλα πρόσωπα με πολύ καλύτερο αποτέλεσμα.
Από την άλλη πλευρά, ενώ ο ανταγωνισμός στο τρίγωνο Μπέζου – Παπαδοπούλου – Στάνκογλου κερδίζει σταδιακά ένταση και απογειώνεται, η ανάπτυξη της σχέσης Στάνκογλου – Αλμπάνη σκαλώνει, κυλά μ’ έναν αμήχανο συντηρητισμό, ενώ στην ουσία είναι και το πιο αυθεντικό, χαρακτηριστικό κομμάτι της ιστορίας.
Θαυμάσια κι η μουσική του Γιάννου Αιόλου αλλά… ακατάπαυστη! Σε μικρότερες δόσεις θα δημιουργούσε ίσως μεγαλύτερη αίσθηση.
Εν ολίγοις, «Το Τανγκό των Χριστουγέννων» δεν είναι ανάγκη να αρέσει σε όλους, θα αρέσει όμως στους «πολλούς», εκείνους που αναζητούν στο σινεμά ομορφιά και συναισθηματικό ταξίδι. Ας το δοκιμάσουν και στα ελληνικά!