Δυτικά σύνορα της ΕΣΣΔ, 1942. Η περιοχή είναι υπό γερμανική κατοχή και οι ντόπιοι αντιστασιακοί μάχονται μια βίαιη εκστρατεία αντίστασης. Ενα τρένο εκτροχιάζεται κοντά στο χωριό όπου κατοικεί ο Σισένια, ένας εργαζόμενος στο σιδηρόδρομο, με την οικογένειά του. Αν και αθώος, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους σαμποτέρ, αλλά την τελευταία στιγμή ένας γερμανός αξιωματούχος αποφασίζει να τον αφήσει ελεύθερο. Οι φήμες ότι ο Σισένια έγινε προδότης κυκλοφορούν γρήγορα, και οι αντάρτες Μπούροφ και Βόιτικ φτάνουν από το δάσος για να πάρουν εκδίκηση. Καθώς οι αντάρτες οδηγούν το θύμα τους στο δάσος, δέχονται ενέδρα, και ο Σισένια μένει μόνος με τον τραυματισμένο εχθρό του. Βαθιά στο δάσος, εκεί όπου δεν υπάρχουν φίλοι και εχθροί, εκεί που η γραμμή μεταξύ προδοσίας και ηρωισμού είναι πολύ λεπτή, ο Σισένια αναγκάζεται να πάρει μια ηθική απόφαση σε ανήθικες καταστάσεις.
Με φόντο την γερμανική κατοχή της Λευκορωσίας, εν μέσω της ομίχλης ενός πολέμου που έχει πλέον χωρίσει τους ντόπιους σε συνεργάτες και αντάρτες, ο Σεργκέι Λοζνίτσα αφηγείται μια ιστορία για την τιμή και την προδοσία, την «αντίσταση» και την «επιβίωση». Για την μνήμη και την «κληρονομιά» μας, για την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση.
Διακεκριμένος ντοκιμαντερίστας, o Λοζνίτσα υπογράφει με το «In the Fog» τη δεύτερη μόλις ταινία του μυθοπλασίας μετά το «My Joy» που πριν τρία χρόνια είχε κερδίσει στις Κάννες το βραβείο σκηνοθεσίας. Η σκοτεινιά εκείνης της ταινίας συνεχίζει κι εδώ, πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά άλλωστε σε ένα φιλμ που μιλά για τον πόλεμο και ξεκινά με μια εκτέλεση.
Τρεις άντρες οδηγούνται στην αγχόνη ενώ μια φωνή προειδοποιεί τους ντόπιους πως κάθε απόπειρα αντίδρασης στους Γερμανούς, οι οποίοι θέλουν να βοηθήσουν τον λαό να χτίσει μια καινούρια Λευκορωσία, θα τους φέρει στην ίδια θέση. Η εκτέλεσή τους θα συμβεί εκτός πλάνου, η κάμερα θα θα περιπλανηθεί στο λασπωμένο χωριό, θα σταματήσει σε ένα κάρο έξω από ένα χασάπικο, σε έναν σωρό από σκελετούς σφαγμένων ζώων.
Και κάπου εκεί, το ύφος της ταινίας έχει οριστεί. Οσο για την ιστορία της αυτή θα ξεκινήσει ουσιαστικά λίγο αργότερα, όταν δυο αντάρτες θα επισκεφτούν στη διάρκεια της νύχτας ένα σπίτι και θα πάρουν τον άντρα της οικογένειας μαζί τους. Για να τον σκοτώσουν ως προδότη. Μόνο που η τροπή των πραγμάτων δεν θα είναι αυτή που περιμένεις και η αφήγηση, θα εγκαταλείψει την γραμμική της πορεία, για να μας αποκαλύψει με τη σειρά τις ιστορίες των τριών ανδρών και κρυμμένες αλήθειες για την πραγματική τους φύση.
Κάπως έτσι ο Λοζνίτσα, θα στήσει μια ταινία που μπορεί να υπακούει μόνο στο δικό της αργό ρυθμό μα που συσσωρεύει προσεκτικά μια υπόκωφη ένταση, μεταμορφώνεται σε ένα υπαρξιακό θρίλερ, βραδυφλεγές μα τελικά συναρπαστικό.
Κι όχι απλά σε μια ταινία για τον πόλεμο ή τις προσωπικές επιλογές, μα για τον αντίκτυπο των πράξεών μας στο μέλλον, όταν όλα έχουν τελειώσει, η ομίχλη της λήθης έχει καλύψει τα πάντα και το μόνο που ίσως μένει, είναι απλά η ηχώ της ύπαρξής μας.