Ο Γιουσούφ έχει πρόσφατα τελειώσει το γυμνάσιο κι ονειρεύεται ότι στο μέλλον θα γίνει ποιητής. Το παρόν του είναι στην αγροτική Ανατολία, να εμπορεύεται το γάλα από τις αγελάδες της οικογένειάς του, στο πλευρό της χήρας, αλλά ακόμα πολύ νέας, μητέρας του. Ολα όμως γύρω του αλλάζουν. Μπουλντόζες ανοίγουν δρόμους, σηκώνουν φράγματα, χτίζουν τις υποδομές της νέας Τουρκίας. Από την πλευρά της και η μητέρα του, μία όμορφη γυναίκα με σκαμμένο πρόσωπο, τολμά να κάνει όνειρα για το μέλλον της, όταν γνωρίζει τον σταθμάρχη της γειτονικής πόλης. Αυτό ξυπνά στον Γιουσούφ περίεργα ένστικτα. Πρέπει να αποφασίσει μέσα του σε τι είδους άντρα θα ενηλικιωθεί: στον ευαίσθητο καλλιτέχνη που αφήνει πίσω του τον πουριτανισμό της χώρας του και προοδεύει, ή στον «παραδοσιακό» Τούρκο που επί γενιές κρατά τη γυναίκα στη θέση της, στο χωράφι της και στην μοναξιά της.
Οταν η μητέρα του Γιουσούφ του δείχνει ότι δημοσιεύτηκαν τα ποιήματά του στο μικρό περιοδικό της πόλης, το αγόρι σηκώνεται απότομα και βγαίνει από το σπίτι. Στο επόμενο πλάνο, τον βλέπουμε να τρέχει με τα χέρια ανοιχτά στον φρέσκα ανοιγμένο, πλατύ δρόμο και να βγάζει από μέσα του μία κραυγή θριάμβου και ανακούφισης. Θα τα καταφέρει, θα φύγει, θα ανοίξει τα φτερά του. Γιατί είχε τρομάξει, γιατί έβλεπε το μέλλον των συνομιλήκων του στις φάμπρικες και τα λατομεία, γιατί ακόμα και ο δάσκαλός του, ο πνευματικός άνθρωπος που θαύμαζε, στο χωριό είχε καταντήσει ένας μοναχικός μεθύστακας.
Η μητέρα του, παράλληλα, διαβάζει το φλιτζάνι της, βλέπει δρόμο, μεγάλη πόρτα, το δαχτυλίδι που θα την σώσει από το βάρος της μοναξιάς και την πάλη της επιβίωσης. Ο σταθμάρχης, χήρος κι αυτός, μπορεί να της εξασφαλίσει ότι δε θα αγωνίζεται πλέον μόνη της να αναστήσει ένα παιδί, αρμέγοντας μέρα με την μέρα τη χαμένη νιότη της.
Ο Καπλάνογλου, σε όλα τα μέρη της «τριλογίας του Γιουσούφ» («Αυγό», «Γάλα», «Μέλι»), μας συστήνει σε εγκλωβισμένους ήρωες που αγωνιούν να αποδράσουν. Να ζήσουν μια άλλη ζωή, μακριά από όσα τους κρατούν στο περιθώριο και τους κόβουν την ανάσα. Κανείς δεν το συζητά ανοιχτά, το βλέπεις στα ανήσυχα μάτια τους, στην απεραντοσύνη του τίποτα της επαρχίας που τους περιβάλλει, στη βαλτωμένη τους καθημερινή ρουτίνα.
Με ξεκάθαρη την επιρροή από τους μεγάλους σκηνοθέτες που έχει δηλώσει ότι θαυμάζει (Ταρκόφσκι, Οζου, Μπρεσόν) , το σινεμά του Καπλάνογλου χρησιμοποιεί ελάχιστο διάλογο, εστιάζει τα πλάνα του στο τοπίο που πνίγει και διαμορφώνει τους ήρωες, χρησιμοποιεί σύμβολα που χτίζουν σουρεαλιστικές αλληγορίες, αφήνει στο θεατή να νιώσει, πριν βγάλει συμπεράσματα, μέσα από ποιητικές σιωπές.
Ο Καπλάνογλου καταγράφει το κρίσιμο, μεταβατικό στάδιο της χώρας του μέσα από την ενηλικίωση ενός αγοριού και την απόφαση που θα κρίνει για πάντα τη ζωή του. Θα ξεκόψει, θα απογαλακτιστεί; Ή οι μεγάλοι καινούργιοι δρόμοι υπόσχονται ότι οδηγούν σε ανοιχτούς ορίζοντες, ενώ στην ουσία σε εγκλωβίζουν σε νέα αδιέξοδα : από την κτηνοτροφία στην φάμπρικα, από τα χωράφια στα λατομεία, από την γυναικεία μοναξιά, στην καταπίεση ενός γάμου που πάλι θα σου δείχνει τη θέση σου; Εχει η Τουρκία την ευκαιρία να προοδεύσει, να γίνει μία ευρωπαϊκή χώρα, να ξεφύγει από τις οπισθοδρομικές δομές της; Ή όλα είναι μία πλάνη;