Το 1917 η Τζέιν Χάντσον ήταν διάσημο παιδί θαύμα. Εξελίχθηκε σε μια κακή ηθοποιό, ενώ η Μπλανς, αδερφή της και επίσης ηθοποιός, έκανε καριέρα. Χρόνια μετά οι δυο γυναίκες ζουν μόνες. Η Μπλανς είναι καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι και βρίσκεται στο έλεος της Τζέιν, που μέρα με τη μέρα βυθίζεται στην τρέλα.
Μοιάζει σχεδόν ακατόρθωτο να διαχωρίσεις το «What Ever Happened to Baby Jane?» από τη μυθολογία του η οποία χτίστηκε πάνω στο προαιώνιο μίσος των δύο ιερών τεράτων που πρωταγωνιστούν, πριν καταλήξει να καταχωρηθεί ως το τέλειο δείγμα του τι σημαίνει camp classic και ταυτόχρονα ένα σχεδόν ζωντανό μνημείο αντισυμβατικής χολιγουντιανής συμπεριφοράς.
Και μόνο η ιδέα της Μπέτι Ντέιβις και της Τζόαν Κρόφορντ στο ίδιο πλάνο, πόσο μάλλον σε μια ολόκληρη ταινία που θέλει την πρώτη να βασανίζει τη δεύτερη, θα ήταν αρκετή για να κάνει την ταινία του Ολντριτς κλασική, ειδικά σε μια εποχή που οι δύο αντίπαλες ντίβες έκαναν τα πάντα για να μείνουν στην επικαιρότητα, έχοντας ήδη αναγνωριστεί ως δύο από τις μεγαλύτερες σταρ που πάτησαν ποτέ το πόδι τους στη βιομηχανία.
Ειδικά όταν το παρασκήνιο του φιλμ θέλει το μίσος των δύο γυναικών να κορυφώνεται με την Ντέιβις να κλωτσάει την Κρόφορντ τόσο δυνατά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων με αποτέλεσμα η τελευταία να χρειαστεί ράμματα, την ίδια στιγμή που η Κρόφορντ ήταν αυτή που πρότεινε στον Ολντριτς να πάρει τη Ντέιβις ως συμπρωταγωνίστρια της και οι δύο γυναίκες επέμεναν με δημόσιες δηλώσεις τους πως το υποτιθέμενο μίσος τους ήταν απλά δημιούργημα των δημοσιογράφων.
Και ειδικα, όταν στην απονομή των Οσκαρ, όπου η Ντέιβις ήταν υποψήφια για Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, η Κρόφορντ δήλωσε σε όλες τις αντιπάλους της πως αν κάποια από αυτές πάρει το βραβείο και δεν μπορεί να παρευρεθεί στην τελετή θα σηκωθεί αυτή να το παραλάβει, πράγμα που υποτίθεται ότι τελικά συνέβη όταν η νικήτρια ήταν η Αν Μπάνκροφτ για το «Τhe Miracle Worker». Για όλη την υπόλοιπη ζωή της η Μπέτι Ντέιβις υποστήριζε πως βρισκόταν στα παρασκήνια μαζί με την Κρόφορντ και όταν ανακοινώθηκε το όνομα της Μπάνκροφτ, η Κρόφορντ έσπρωξε την Ντέιβις δηλώνοντας «Εχω ένα Οσκαρ να παραλάβω», πράγμα που η Ντέιβις δεν της συγχώρεσε ποτέ λέγοντας πως η ταινία θα είχε αύξηση στο box-office, γεγονός φυσικά που θα της έφερνε ακόμη περισσότερα χρήματα, αφού εκτός από την αμοιβή της είχε ποσοστό και στα κέρδη της ταινίας.
Το «What Ever Happened to Baby Jane?», όμως, δεν σταμάτησε στις φήμες, το παρασκήνιο και το μύθο που κουβαλούσαν αναπόφευκτα στους ώμους τους οι δύο γυναίκες. Με την πρόφαση ενός ψυχολογικού θρίλερ (που η Ντέιβις πίστευε πως θα τη φέρει κοντά στο κοινό που λάτρεψε το «Ψυχώ», δύο χρόνια νωρίτερα και γι’ αυτό δέχθηκε το ρόλο), ο Ολντριτς αγγίζει τα δυσθεώρητα για το Χόλιγουντ εκείνης της εποχής όρια του γκροτέσκου, χτίζοντας γύρω από τις δύο πρωταγωνίστριες του ένα όργιο παρακμής, ψυχοπαθολογίας, bitchiness και τραγικωμωδίας που πραγματικά πρέπει να το δεις για να το πιστέψεις.
Δεν είναι μόνο η τρομακτική μορφή της Μπέτι Ντέιβις που με διπλές και τριπλές στρώσεις μέικ-απ περιφέρεται στη γοτθικη έπαυλη ως γερασμένη κουκλίτσα και ταυτόχρονα αδίστακτη σκύλα, έτοιμη να εξοντώσει την παράλυτη αδερφή της (σαν πέντε μαζί Γκλόριες Σουανσον στη «Λεωφόρο της Δύσης» του Μπίλι Γουάιλντερ). Ούτε το μονίμως τρομαγμένο σαν μάσκα πρόσωπο της Τζόαν Κρόφορντ που δεν αλλάζει έκφραση ακόμη και όταν η κάμερα δεν την κοιτάει, νιώθωντας στα σωθικά της την απειλή της αδερφής της.
Είναι κυρίως ο τρόπος με τον οποίο και οι δύο αυτές θρυλικές γυναίκες υπερβάλλουν τόσο ερμηνευτικά που τελικά αυτό που υποδύονται είναι τελικά κάτι πιο πολύπλοκο από μια καρικατούρα, κάτι πιο πολυδιάστατο από τους εαυτούς τους, κάτι που στα όρια ανάμεσα στη σάτιρα και το πραγματικά σοβαρό μοιάζει να κλείνει μέσα του όλη την αγριότητα της ανθρώπινης κατάστασης, έτσι όπως την βίωσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή δύο γυναίκες εγκλωβισμένες οριστικά και αμετάκλητα στη θηριωδία του star system που τις αποθέωσε.
Μπροστά στη σαρωτική, εξουθενωτική και bigger than life μονομαχία τους, όμως, ο Ολντριτς δεν κάθεται ακίνητος. Εκμεταλλευόμενος εξαιρετικά την κλειστοφοβική, παρηκμασμένη έπαυλη μέσα στην οποία ζουν ως απομεινάρια της κοινωνίας και της ζωής οι δύο αδερφές, χτίζει στο ίδιο τέμπο το σασπένς πάνω σε δύο πόλους: από τη μία στην αγωνία του τι ακριβώς θα συμβεί κάθε φορά που η Τζέιν ανεβαίνει στο δωμάτιο της Μπλανς (δεν θέλετε να ξέρετε!) και από την άλλη στην παράνοια της Τζέιν καθώς πιστεύει ότι μπορεί να επιστρέψει στην ενεργό δράση, προβάροντας τα ίδια κομμάτια που τραγουδούσε όταν ήταν παιδί – θαύμα.
Και σε μια σειρά από σκηνές ανθολογίας, με κορυφαία αυτή του αποτρόπαιου δείπνου που θα προσφέρει σε ένα δίσκο η Τζέιν στην Μπλανς, ο Ολντριτς χτίζει αργά, σταθερά και με τον ίδιο σαδισμό με τον οποίο αναπνέουν οι πρωταγωνίστριες του ένα εφιαλτικό σύμπαν που ασφυκτιά μέσα στο τραγικό της ίδια της γελοιότητας του.
Γκρεμίζοντας με θόρυβο, σκόνη (!) και με τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο μπορεί – αυτόν της υπέρτατης υπερβολής – το αμερικάνικο όνειρο, έτσι όπως αυτό διαγράφεται πάνω στο πρόσωπο της Μπέιμπι Τζέιν που, σαν μνημείο ενός ένδοξου παρελθόντος που ξεχάστηκε από τον χρόνο καταλήγοντας αστείο και τρομακτικό μαζί, καθρεφτίζει ταυτόχρονα το μελαγχολικό τέλος μιας ολόκληρης εποχής.
Για το Χόλιγουντ, το σινεμά, τον ίδιο τον κόσμο που έμπαινε πλέον βαθιά μέσα στα 60s, κουβαλώντας τις αποτυχίες του με μια υπόσχεση εκδίκησης που, δυστυχώς, στην πραγματική ζωή δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι τόσο εξωφρενικά απολαυστική όσο το «What Ever Happened to Baby Jane?».