Ο χειρότερος φόβος ενός έμπειρου γεωλόγου θα γίνει πραγματικότητα όταν τα ασταθή φιορδ που περιβάλλουν την μικρή πόλη του Γκεϊράγκερ θα βυθιστούν λόγω μιας ξαφνικής αλλά τελικά αναπόφευκτης σεισμικής δόνησης. Χιλιάδες κόσμος έχει μόλις 10 λεπτά για να σωθεί, να απομακρυνθεί δηλαδή από το τεράστιο τσουνάμι που απειλεί να ισοπεδώσει την πόλη και να παρασύρει τα πάντα μαζί του. Αυτό σημαίνει δράμα, σημαίνει καταστροφή και σημαίνει ταυτόχρονα και όλα τα αναμενόμενα κλισέ που περιμένει κανείς από μια αντίστοιχη χολιγουντιανή ταινία, μόνο που όλοι οι ήρωες μιλούν νορβηγικά.

Γιατί ο Ρόαρ Ουτχαουγκ ακολουθεί ευλαβικά όλους τους κανόνες που έθεσε οι αναβίωση των ταινιών καταστροφής την δεκαετία του 1990, στήνει μια άκρως εντυπωσιακή σκηνή όπου η φύση παίρνει ρεαλιστικά την εκδίκησή της, τονώνει την ένταση με ανατροπές που απομακρύνουν όλο και περισσότερο τους κεντρικούς ήρωες μεταξύ τους και προσπαθεί να αναπτύξει τρισδιάστατους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες ώστε να διατηρήσει το ενδιαφέρον ακόμα και όταν ο καπνός διαλυθεί για να αποκαλύψει το εύρος της καταστροφής.

Και ως ένα βαθμό τα καταφέρνει, κάνοντας σαφή τον σεβασμό του για τους χαρακτήρες και την ατομική τους Οδύσσεια, χαρίζοντάς τους εκτενείς ενδοσκοπικές σκηνές που μαρτυρούν την «ευρωπαϊκή σχολή» που προτιμά η ταινία και χτίζοντας ένα συναισθηματικό δίκτυο που μοιάζει τόσο έντονο όσο και σαθρό, όπως και το γεωλογικό υπόβαθρο της περιοχής.

Μόνο που όταν έρχεται η καταστροφή, μαζί με το Γκεϊράγκερ γκρεμίζεται και το ίδιο «Το Κύμα», επιλέγοντας να ακολουθήσει έναν δρόμο ασφαλή, βολικό και εν τέλει βαρετό, αγνοώντας κάθε διάθεση εσωτερικής εξερεύνησης, παραδιδόμενο πλήρως στα κλισέ και τα πολλαπλώς αναμασημένα αντίστοιχα πρότυπα. Οι περιφερειακοί χαρακτήρες εμφανίζουν όλα τα αναμενόμενα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά (ο δύσπιστος επιστήμονας, ο απρόσεκτος που θα φάει το κεφάλι του, ο καλοπροαίρετος που θα χαθεί άδικα κοκ), το μελόδραμα αντικαθιστά κάθε πιθανό αισθηματικό σοκ (επιλέγοντας μάλιστα την αργή κίνηση για ακόμη πιο… 90ς αισθητική) και όλες οι αφηγηματικές ευκολίες συνηγορούν για να μετατρέψουν την ταινία σε ένα ικανό αλλά άψυχο κακέκτυπο, στο οποίο κατά στιγμές δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει την φιλοδοξία του αλλά κυρίως απογοητεύεται από όλα όσα εγκαταλείπει στην πορεία του.

Το γεγονός ότι το «Κύμα» αποτελεί μια Νορβηγική παραγωγή, αποτελεί από μόνο του ένα φιλμικό αξιοπερίεργο. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι αποτελεί ταυτόχρονα και μια χαμένη ευκαιρία για κάτι πραγματικά διαφορετικό, κάτι που να συνδυάζει τα καλύτερα των επιμέρους ειδών για να δημιουργήσει ένα όντως αξιοσημείωτο κινηματογραφικό αποτέλεσμα.