O Τζακ, ένας έφηβος που έχει για φίλους έναν διαδικτυακό geek και έναν Κινέζο παλαιοπώλη, ζει μοναχικά στην Αμερική μαζί με τη μητέρα του η οποία προσπαθεί να γεμίσει το κενό του πατέρα του και να καταφέρει να μη χάσει το σπίτι στο οποίο ζούνε λόγω οικονομικής δυσκολίας. Βυθισμένος στα βιντεοπαιχνίδια του, ο Τζακ αντιμετωπίζει την πίεση της μητέρας του να κερδίσει την υποτροφία που θα του προσφέρει μια θέση στο κολέγιο αλλά και το bullying από τους συμμαθητές του, μέχρι τη στιγμή που ο Κινέζος φίλος του θα του χαρίσει ένα αρχαίο σκεύος μέσα από το οποίο θα εμφανιστούν οι ήρωες του αγαπημένου του video game. Η πανέμορφη πριγκίπισσα Σου Λιν και ο φρουρός της θα εξηγήσουν στον Τζακ πως αναζητούν τον Μαύρο Ιππότη (όπως είναι το ψευδώνυμο του Τζακ στο βιντεοπαιχνίδι) και ο φρουρός θα του εμπιστευτεί την πριγκίπισσα να την προσέχει. Οταν όμως στο σπίτι θα μπουν πολεμιστές και θα την απαγάγουν τότε ο Τζακ θα περάσει στην άλλη πλευρά και θα μεταφερθεί στην Αρχαία Κίνα μαθαίνοντας όλα όσα πρέπει προκειμένου να σώσει το κορίτσι που αγαπά.
Γράφοντάς την και ενώ παραμένει γελοία, η ιστορία του «The Warrior’s Gate» (γραμμένη παρακαλώ από τον ίδιο τον Λικ Μπεσόν μαζί με τον μόνιμο συνεργάτη του Ρόμπερτ Μαρκ Κέιμεν), μοιάζει ελαφρώς πιο ανεκτή από τον τρόπο που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια σου σαν μια ξεχασμένη κακή ταινία των 80s που θα ήθελε να είναι κάτι σαν το «Goonies» συναντά το «Karate Kid» και όλα μαζί τον Στίβεν Σπίλμπεργκ να σκηνοθετεί τον Τζάκι Τσαν – μια ταινία του τελευταίου με τίτλο «Το Απαγορευμένο Βασίλειο» του 2008 έχει ακριβώς την ίδια υπόθεση αλλά σας παρακαλούμε μην μας ζητήσετε να τη δούμε ξανά για να βρούμε τις διαφορές.
Δεν υπάρχει τίποτα κακό σε μια εφηβική ταινία που εντάξει όλα πήγαν στραβά και σχεδόν δεν θα προβάλλεται στο μέλλον ούτε στην τηλεόραση, αλλά είναι τελείως εξώφθαλμος ο τρόπος με τον οποίο στοιβάζονται η μια πάνω στην άλλη όλες οι αναφορές που απευθύνονται στο εφηβικό κοινό (από τα βίντεοπαιχνίδια μέχρι το χιπ χοπ και από την εμμονή με τους αρχαίους θρύλους μέχρι τα μοναχικά αγόρια που τελικά θα νικήσουν τους κακούς, θα κερδίσουν το κορίτσι και θα κάνουν περήφανη και τη μαμά) λες και δεν έχει γυριστεί πριν και μετά από αυτή καμία άλλη ταινία ενηλικίωσης.
Και με οικολογικό μήνυμα και με πλήθος «μαθημάτων ζωής» για να διασχίσεις με ασφάλεια την εφηβεία και με αγγλικά που είτε ασιατίζουν είτε μοιάζουν με αφήγηση επικού χολιγουντιανού τρέιλερ και με αγορίστικη φιλία και με και καλά χιούμορ που δεν γελάει κανείς, τίποτα στο «The Warrior’s Gate» δεν μοιάζει με την λεπτή γραμμή που θα χώριζε την πραγματικότητα από τη φαντασία σε μια χορταστική περιπέτεια για 15χρονα. Ολα μοιάζουν χοντροκομμένα, σχεδόν αστεία ακόμη και όταν είναι σοβαρά, άτεχνα παρά τα χρήματα που μοιάζουν να έχουν πέσει στην κινεζογαλλική παραγωγή και κυρίως κατώτερα της νοημοσύνης ενός παιδιού που καλύτερα να μην πιστέψει ποτέ ότι ο κινηματογραφικός δρόμος για την ευτυχία μπορεί να είναι στρωμένος με τόσο κακές ταινίες.