Η Χέδερ ξεκινά ένα οδικό ταξίδι στην μικρή πόλη Νιουτ του Τέξας, με το αγόρι της και την παρέα τους, με σκοπό να δει το σπίτι που κληρονόμησε από τη γιαγιά της, της οποίας την ύπαρξη δεν γνώριζε μέχρι σήμερα. Εκπλήσσεται όταν ανακαλύπτει πως το σπίτι αυτό είναι μια τεράστια έπαυλη, η οποία θεωρείται καταραμένη από τους κατοίκους της πόλης. Η πραγματική έκπληξη όμως έχει να κάνει με αυτό που κρύβεται εκεί μέσα, αφού οι δεσμοί της με την οικογένεια Σόγιερ και τον θρυλικό Leatherface είναι τελικά πιο κοντινοί απ' όσο θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Μην περιμένετε από κανέναν σώφρων άνθρωπο να σας απαντήσει ικανοποιητικά στην ερώτηση για ποιο λόγο ακριβώς γυρίστηκε αυτή η ταινία.
Εδώ και χρόνια το genre του τρόμου στο αμερικάνικο σινεμά μετράει τόσα ριμέικ, σίκουελς και reboots παλιότερων και νεότερων ταινιών που πλέον δεν έχει κανένα νόημα να εμβαθύνεις στην παράλογη λογική της κατασκευής τους ή να κρατήσεις υποτυπωδώς ένα λογαριασμό.
Οπως, φυσικά, δεν έχει κανένα νόημα το γεγονός πως το «Τexas Chainsaw 3D» είναι το έβδομο κεφάλαιο ενός franchise που ξεκίνησε το 1974 με τον αριστουργηματικό «Σχιζοφρενή Δολοφόνο με το Πριόνι» του Τομπ Χούπερ για να ξεχειλώσει σε μια σειρά ταινιών που όλες μαζί δεν φτάνουν στο επίπεδο ούτε ενός καρέ από την πρώτη ταινία.
Φιλοδοξώντας, ωστόσο, να αποτελέσει ένα σίκουελ αυτής της πρώτης ταινίας (που ωστόσο έχει ξαναγυριστεί το 2003, οπότε γιατί όχι και αυτής; - τι μπέρδεμα!!!), το «Texas Chainsaw 3D» είναι ακριβώς το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα στουντιακής «αρπαχτής» που πατώντας πάνω σε υπάρχον υλικό το αναπαράγει – και καλά – για τους θεατές μιας άλλης εποχής.
Δεν αναζητά κανείς ψύλλους στ’ άχυρα, ούτε περιμένει κανείς πως μια ταινία που δεν έχει καν κανονικό τίτλο («Texas Chainsaw 3D» αλήθεια;) είναι δυνατόν να έχει κάτι που να τη διαφοροποιεί από το σωρό των slasher movies που καταναλώνονται πιο «αμάσητα» και από το jumbo size ποπ-κορν στα multiplex του πλανήτη.
Απλά το «Τexas Chainsaw 3D», όχι μόνο είναι γραμμένο, παιγμένο και σκηνοθετημένο στο πόδι, αλλά δεν διαθέτει ούτε τη βασική προϋπόθεση που θα δικαιολογούσε τόσες λέξεις που ήδη έχουμε γράψει γι’ αυτό. Και αυτή δεν είναι άλλη από το απενοχοποιημένο gore.
Μετρώντας μόνο δύο σκηνές «χλιαρού» αίματος (με καλύτερη αυτή που μαθαίνουμε πως ο Leatherface στηρίζει τη «δερμάτινη» μάσκα στο πρόσωπό του – μη το δοκιμάσετε στο σπίτι σας!) και το παραμικρό ίχνος χιούμορ η fun, το «Τexas Chainsaw 3D» δεν είναι ούτε τρομακτικό, ούτε αστείο, ούτε b-movie, αλλά απλά αφόρητα βαρετό!
Δεν είναι καν ούτε τόσο έξυπνο ώστε να εκμεταλλευτεί ιδανικά τις τρεις διαστάσεις του, εκτός αν η μύτη του πριονιού που φτάνει μέχρι τον θεατή δικαιολογεί το υψηλό αντίτιμο του εισιτηρίου για τη 3D προβολή.
Αν, δε, σκεφτεί κανείς πως ένα σίκουελ αυτής της ταινίας βρίσκεται ήδη στα σκαριά, τότε καλύτερα να σταματήσουμε εδώ, αφού ό,τι και να λέμε ο «σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι» θα ζει ακόμη και όταν εμείς θα έχουμε πεθάνει, κάνοντας πλούσιες χολιγουντιανές εταιρίες και φιλόδοξους νεαρούς σκηνοθέτες ταινιών τρόμου.
Ευτυχώς για το μύθο του, αυτός «τέλειωσε» προ πολλού σε εκείνα τα τελευταία συγκλονιστικά δευτερόλεπτα του φινάλε της ταινίας του Τομπ Χούπερ και, πάλι ευτυχώς, παραμένει τόσο δυνατός ώστε να μην τον έχει αγγίξει κανένας από τους παντελώς αδιάφορους διαδόχους του.