Eχοντας γεννηθεί στον Αρη, αποτέλεσμα μιας αναπάντεχης εγκυμοσύνης πριν την απογείωση του διαστημόπλοιου που έφερε την μητέρα του στον Κόκκινο Πλανήτη, ο 16χρονος Γκάρντνερ ταξιδεύει για πρώτη φορά στη Γη. Λαχταρά να γνωρίσει όλα τα θαύματα του πλανήτη, όμως οι γιατροί του τον αποτρέπουν από τις εξερευνήσεις του, καθώς τα όργανά του δεν αντιδρούν καλά στην γήινη ατμόσφαιρα. Επιθυμώντας διακαώς να βρει τον πατέρα του, ο Γκάρντνερ θα αποδράσει για να αποκαλύψει το μυστήριο της γέννησής του και για να βρει το πού ανήκει στο σύμπαν.
Η κεντρική ιδέα της ταινίας του Πίτερ Τσέλσομ, του σκηνοθέτη που μας είχε δώσει παλιότερα το «Serendipity», δεν φαίνεται να είναι και τόσο κακή με την πρώτη ματιά. Απεναντίας μάλιστα ένα αδιέξοδο ρομάντζο δυο εφήβων που ζουν σε δυο διαφορετικούς πλανήτες ακούγεται πρωτότυπο και θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια αρκετά ενδιαφέρουσα, αν μη τι άλλο, ρομαντική περιπέτεια με δόσεις επιστημονικής φαντασίας. Αλλά κάπου εδώ τελειώνουν ό,τι καλά μπορείς να βρεις με κόπο στην συγκεκριμένη ταινία.
Οσο ενδιαφέρουσα φαίνεται αυτή η κεντρική ιδέα, στο χαρτί τουλάχιστον, στην πράξη δεν αναπτύσσεται σχεδόν καθόλου. Από την αρχή κιόλας η ταινία του Τσέλσομ δεν ξέρει τι θέλει να είναι. Θέλει να είναι μια ταινία επιστημονικής φαντασίας; Θέλει να είναι άλλη μια εφηβική ρομαντική ταινία; Προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ των δυο και αντ’ αυτού καταλήγει σε ένα υβριδικό «κάτι» γεμάτο σεναριάκες τρύπες, όπου στο τέλος καταρρέει ως ένα ακούσιο ξεκαρδιστικό ρομαντικό μελόδραμα.
Από την αρχή της ταινίας, όλα φαίνονται να γίνονται τόσο γρήγορα, τόσο απότομα που νιώθεις πως ο Τσέλσομ δεν ενδιαφέρεται και τόσο ούτε για τους χαρακτήρες του αλλά ούτε και για την ιστορία που θέλει να πει. Πηγαίνουμε από την μια χρονική περίοδο στην άλλη πιο γρήγορα κι από χρονομηχανή, με τα ταξίδια μεταξύ του Αρη και της Γης να γίνονται πιο συχνά κι από δρομολόγια Κολιάτσου-Παγκράτι. Φαίνεται σαν να τον νοιάζει περισσότερο το πως θα κάνει τους δυο κεντρικούς του χαρακτήρες να συναντηθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γίνεται, χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσει το πως και το γιατί.
Και όταν αυτό επιτέλους συμβαίνει, από την μέση της ταινίας και μετά, ο Τσέλσομ αλλάζει τελείως τον τόνο της σε ένα overdose γλυκανάλατου ρομάντζου που θυμίζει κάτι από «Starman» του Τζον Κάρπεντερ με δόσεις εφηβικών ορμονών από το «Λάθος Αστέρι» του Τζος Μπουν. Μέσα στην δράση του κυνηγητού που εξελίσσεται, προσπαθεί να δημιουργήσει συναισθηματισμούς εκεί που δεν χρειάζονται, ξεχειλώνοντάς τους με μελοδραματισμούς πασπαλισμένους με ψήγματα επιστημονικής φαντασίας, καθώς ποιητικά ξεσπάσματα χάνονται στις μαύρες τρύπες της υπερβολής, προκαλώντας αθέλητα και κυρίως αμήχανα χαχανητά.
Το χειρότερο είναι πως το «The Space Between Us» πιστεύει πως μπορεί να συγκριθεί με τα «Φτερά του Ερωτα». Με συνεχείς αναφορές στην ταινία του Βιμ Βέντερς, ο Τσέλσομ βάζει το δικό του χρώμα και τη δική του ερμηνεία για τον έρωτα, καταλήγοντας σε μια ακόμη τεμπέλικη λύση για να εξηγήσει το ρομάντζο μεταξύ των δύο χαρακτήρων του.
Το μόνο που καταφέρνει είναι όχι μόνο να βάλει ένα ολόκληρο διάστημα να χωρίζει τους δυο χαρακτήρες του, αλλά να κάνει ακριβώς το ίδιο ανάμεσα στην ταινία και στο κοινό της. Ενα διάστημα με απόσταση πολλών εκατομμυρίων ετών φωτός που δεν μπορεί να το μειώσει, όσο και να προσπαθεί για το αντίθετο.