«Το "Μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού”, εν ολίγοις, είναι ένα επεισόδιο υψηλής τραγωδίας, μια συμπύκνωση των παραλογισμών του κόσμου, μες στον οποίο καλοί, αδαείς και αναποφάσιστοι άνθρωποι σαν τον Μπρτκο επιτρέπουν στη βία να εδραιωθεί.»
Η περιγραφή του Γιάν Καντάρ, συνσκηνοθέτη μαζί με τον Ελμαρ Κλος, για την ταινία που θα τους καθιέρωνε τουλάχιστον στην αυγή του τσεχοσλοβάκικου νέου κύματος στέλνοντας δυνατό σήμα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, κερδίζοντας το 1965 το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας (συν ακόμη μια παράδοξα ευτυχή υποψηφιότητα Α’ Γυναικείου Ρόλου για την Ιντα Καμίνσκα), είναι πλήρης.
Η λέξη «τραγωδία» συνδυαστικά με τον «παραλογισμό» μοιάζει με το εκρηκτικό μείγμα που βρίσκεται στον πυρήνα μιας ταινίας, από τις πρώτες που αφηγήθηκαν τη φρίκη του Ολοκαυτώματος μέσα από το πρίσμα μιας προσωπικής ιστορίας. Και μίας από τις πρώτες που μίλησαν για το τέρας του ναζισμού, ανοίγοντας την εικόνα στην προαιώνια πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό, μιλώντας με τόλμη για την ατομική ευθύνη.
Η ταινία εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Σλοβακικό Τμήμα της Τσεχοσλοβακίας. Εκεί ζει ο Αντον «Τόνο» Μπρτκο, ένας φτωχός ξυλουργός, που ζει με τη γυναίκα του, η οποία δεν τον εκτιμά και τόσο πολύ. Ενα βράδυ, θα τους επισκεφτεί η αδελφή της με τον σύζυγό της, ο οποίος είναι υψηλόβαθμός Διοικητής στην πόλη και θα του δώσει την ιδιοκτησία ενός μαγαζιού που βρίσκεται στην Κεντρική Οδό, του οποίου η ιδιοκτήτρια ήταν μία ηλικιωμένη, σχεδόν κωφή, γυναίκα. Η αιτία για το αναπάντεχο αυτό «δώρο» είναι η «αριανοποίηση» της ιδιοκτησίας, αφού η εκκαθάριση των Εβραίων έχει μόλις ξεκινήσει και η Αρια Φυλή πρέπει να επικρατήσει.
Ο,τι ακολουθεί στην ταινία των Καντάρ και Κλος, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Λάντισλαβ Γκρόσμαν (ο οποίος έγραψε και το σενάριο), περιστρέφεται γύρω από την βαθιά ανθρώπινη, αστεία, συγκινητική σχέση που θα γεννηθεί ανάμεσα στον Τόνο και την κυρία Λατμάνοβα, η οποία δεν αντιλαμβάνεται ακριβώς τι έχει συμβεί στο μαγαζί της και κυρίως τι πρόκειται να συμβεί από δω και πέρα στη ζωή της.
Στον κενό χώρο που αφήνει η σπαρακτική αμηχανία του Ζόζεφ Κρόνερ και η σαρωτική οικουμενικών διαστάσεων ερμηνεία ζωής της Ιντα Καμίνσκα (βραβευμένοι και οι δύο στο Φεστιβάλ Καννών), το «Μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού» στεγάζει χωρίς επιτήδευση, με χιούμορ και με μια αλάνθαστη αίσθηση τραγικωμωδίας ένα «ρομάντζο» ανάμεσα στο καλό και το κακό, ανάμεσα στο μίσος και την αγάπη, ανάμεσα στην λεπτή γραμμή που χωρίζει την ανοχή από την κατανόηση. Ο τρόπος με τον οποίο ο Τόνο βρίσκει νόημα στη ζωή του δίπλα στη ρουτίνα της κυρίας Λατμάνοβα, αλλά και η συντροφιά που γίνεται τελικά ο Τόνο για μια μοναχική γυναίκα, δοκιμάζουν τον θεατή, καθώς έξω από το «μαγαζάκι» εκτυλίσσεται μια από τις μεγαλύτερες κτηνωδίες που έχει γνωρίσει ποτέ το ανθρώπινο γένος.
Διδακτικό σε στιγμές, εύκολο σε άλλες, αψυχολόγητα σκοτεινό στο φινάλε του (που φέρνει στο νου το επίσης μαύρο φινάλε του «Ο Ανθρωπος που Εβλεπε τα Τρένα να Περνούν», δύο χρόνια αργότερα), τελικά φαινομενικά ανώδυνο, το φιλμ των Καντάρ και Κλος ξεγελά ακόμη μια φορά καθώς ξεδιπλώνει, ακόμη και στη μορφή μιας «παραβολής», ένα ουσιώδες φιλμικό αφήγημα για μη αναστρέψιμη - κυκλικά μέσα στις δεκαετίες - ροπή του ανθρώπου προς την αποκτήνωση. Και τη μοναδική οδό προς την... ελευθερία που δεν είναι άλλη από τον... άνθρωπο.