Ανάμεσα στις πρώτες ταινίες του τσέχικου νέου κύματος που πρωτοστάτησαν στην ανανέωση μιας ολόκληρης φιλμικής γλώσσας με την υπογραφή των Μίλος Φόρμαν, Βέρα Χιτίλοβα, Γιάν Νέμεκ, Γιαρομίλ Γίρες και άλλων, το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Γίρι Μένζελ υπήρξε το πιο αντιπροσωπευτικό, το πιο πετυχημένο διεθνώς, το πιο ποιητικά αντισυμβατικό τόσο σε γραφή όσο και σε ισορροπίες ανάμεσα στην ένδοξη ιστορία μιας χώρας και το αντί-ηρωικό παρόν της.
Ειδική περίπτωση ταινίας που το φινάλε της αλλάζει ολόκληρη την οπτική με την οποία μέχρι εκείνο το σημείο παρακολουθείς όσα συμβαίνουν εντός της οθόνης, το «Ο Ανθρωπος που Έβλεπε τα Τρένα να Περνούν» φέρει όλη τη μελαγχολική ραστώνη του τίτλου της, στη συσκευασία μιας off beat κωμωδίας ενηλικίωσης που ενώ διαδραματίζεται στα χρόνια του ναζισμού μοιάζει να ίπταται σε ένα άχρονο σημείο όπου υπό διαπραγμάτευση βρίσκεται η καθοριστική χαρτογράφηση μιας χώρας σε απόλυτη σύγχυση.
Στο ρόλο του ήρωα, αντί-ήρωα βρίσκουμε τον Μίλος, εκπαιδευόμενο σταθμάρχη σε επαρχιακό σταθμό, καμάρι για την οικογένεια του, αλλά και για την μικρή κοινωνία που περιστρέφεται γύρω από τρένα που φεύγουν και έρχονται χωρίς ποτέ να σταματούν εκεί παρά μόνο για να υπενθυμίσουν το εφήμερο της ανθρώπινης κατάστασης. Γύρω του μια ολόκληρη χώρα γίνεται ο χάρτης της χιτλερικής εισβολής, ενώ οι δυναμικές αλλάζουν με οδηγό τη σεξουαλική αφύπνιση - άντρες που αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην απόλυτη ανία και την «επιστήμη του φλερτ», δίνοντας την χαριστική βολή σε μια «ηθική» κοινότητα που στραγγαλίζει κουνέλια με την ίδια τρυφερότητα που φτιάχνει πουλόβερ για τους «άρχοντες» της.
Ο τόνος είναι κωμικός, ενδεχομένως σατιρικός ή και στα όρια της παρωδίας. Οχι με τον τρόπο που είχε συνηθίσει το σινεμά μέχρι τότε, αλλά με τον τρόπο που τον έμαθε το τσέχικο νέο κύμα: μια μορφή off κωμωδίας που προσεγγίζει την (σκληρή) κριτική, ταυτόχρονα αθώα και υποψιασμένη, παιδική και ενήλικη. Η ανικανότητα του Μίλο την ώρα που πρέπει να φανεί αντάξιος του… ανδρισμού του, θα γίνει το κέντρο μιας… ρομαντικής ίντριγκας που τελικά οδηγεί την πλοκή στην ολοκλήρωση μιας βαθιά πολιτικής ταινίας.
Τίποτα δεν είναι προφανές. Πίσω από τη φαινομενική αδράνεια, η δράση παραμονεύει την πιο άγρια φαντασία. Πίσω από την ελαφρότητα όλων όσων συμβαίνουν, είναι διάχυτη - πλημμυρίζει την οθόνη μια μελαγχολία που περιγράφει γλαφυρά την ερημιά μιας ολόκληρης χώρας. Πίσω από την σχεδόν σωματική κωμωδία κρύβεται ή μάλλον αναδεικνύεται μια ποίηση που σαν να απαγγέλει τη μικρή ιστορία του κόσμου από την αρχή. Πίσω από μια σκηνή ανθολογίας - αυτή με τις σφραγίδες στο γυμνό σώμα μιας γυναίκας, είναι ολοφάνερο ότι «σημαδεύεται» μια ολόκληρη εποχή που ο κόσμος άλλαζε ρηξικέλευθα, τεκτονικά, κοσμογονικά.
Χωρισμένη σε μικρές ή μεγαλύτερες βινιέτες μέσα στις οποίες η ενηλικίωση του Μίλος ευθυγραμμίζεται με τη γέννηση ενός κατά λάθος ήρωα, η ταινία του Γίρι Μένζελ μεταφέρει ιδανικά το μυθιστόρημα του Μπόχουμιλ Χράμπαλ, αλλά ακυρώνει τις (αφηγηματικές) συμβάσεις, υπερβαίνει το χώρο και το χρόνο και σε αυστηρό αλλά παιχνιδιάρικο ασπρόμαυρο δίνει τη διάσταση μιας ενηλικίωσης που θα συμπαρασύρει μαζί της σχεδόν ολόκληρο το τσέχικο νέο κύμα που μετά από την τεράστια επιτυχία αυτής της ταινίας - και το πρώτο Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας της χώρας - θα έβλεπε τους μεγαλύτερους δημιουργούς τους να μεταναστεύουν προς τη Δύση, την ίδια στιγμή που το Σιδηρούν Παραπέτασμα θα έφτιαχνε το ιστορικό πλαίσιο για ακόμη ένα τέλος… εποχής.
Οι διαστάσεις της ταινίας του Γίρι Μένζελ δεν δικαιολογούν ακριβώς το ιστορικό της εκτόπισμα, με τον ίδιο τρόπο που το αμφιλεγόμενο - δίκαια - φινάλε του έρχεται να ισοπεδώσει (ή να δικαιώσει;) κάθε έννοια οπτιμισμού, ανθρωπισμού ή ελπίδας που ο Μένζελ μοιάζει να στηρίζει ψυχή και σώματι σε όλη τη διάρκεια του φιλμ. Ο «Ανθρωπος που Εβλεπε τα Τρένα να Περνούν», όμως, παραμένει ένα γνήσιο δείγμα σινεμά που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων: χωρίς να θυσιάσει ούτε ίντσα από την μυθοπλαστική του αυθαιρεσία, αντιθέτως προκρίνοντας μια σχεδόν επαναστατική αθωότητα απέναντι στη σκληρότητα του κόσμου όλου.