Η ομότιτλη νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις της Εστίας για να αποκαλύψει ένα αφήγημα στα όρια μιας προσωπικής εξομολόγησης. Η ιστορία του μοναχού Βικέντιου που, παντελώς μόνος του στο μοναστήρι όπου πέρασε την ενήλικη ζωή του, βιώνει το θάνατο της αγαπημένης του σκυλίτσας και προσπαθεί να κρατήσει στη ζωή τα νεογέννητα κουτάβια της, δεν είναι μόνο μια τρυφερή ματιά πάνω στη μοναστική ζωή, αλλά και μια εξερεύνηση της μοναξιάς, όταν αυτή μοιάζει πλέον με μοναδική... επιλογή.
Ο Γιάννης Β. Λαπατάς, με θητεία στην τηλεόραση, εδώ στην πρώτη του απόπειρα στη μυθοπλασία στο σινεμά, μεταφέρει τη νουβέλα με την ίδια ευαισθησία, την ίδια διάθεση για εξομολογητική διάθεση και - προς τιμήν του - με πίστη στους τρεις ηρωές του, που δεν είναι άλλοι από τον μοναχό Βικέντιο, τα σκυλιά του και όλα όσα συμβαίνουν στο μυαλό του.
Μπορεί το ραδιόφωνο και η τηλεόραση να μεταδίδουν συνέχεια τις εξελίξεις από το θάνατο του αρχιεπισκόπου της ελληνικής εκκλησίας και τα διεφθαρμένα παιχνίδια της διαδοχής του, μπορεί στο μοναστήρι να έρχονται επισκέπτες για να ευλογήσουν από τις αμαρτίες τους μέχρι το καινούργιο τους... αυτοκίνητο, αλλά η πραγματική συμπρωταγωνίστρια του μοναχού Βικέντιου είναι η μοναξιά του.
Με οδηγό την (σε στιγμές υπερβολική) απλότητα και την εκ των πραγμάτων αφοπλιστική εικόνα ενός νεογεννητου σκυλιού που προσπαθεί να ζήσει, η «Δεξιά Τσέπη του Ράσου» γνωρίζει τις (μικρές) διαστάσεις της και κινείται με άνεση μέσα σε αυτές, δείχνοντας τελικά μια περίπου σε σωστή κατεύθυνση οδό για το πως θα μπορούσε να γίνεται ένα σινεμά που είναι ταυτόχρονα προσωπικό αλλά μπορεί να αφορά και το κοινό, μια εμπορική πρόταση βασισμένη στη λογοτεχνία που, επιπλέον, εδώ μπορεί να απευθύνεται και σε παιδιά και σε εφήβους - κάτι που λείπει ολοκληρωτικά από το ελληνικό σινεμά.
Είναι αλήθεια πως η σχεδόν απόλυτη ησυχία (και ατολμία) με την οποία αντιμετωπίζονται όλα, αν και ταιριαστή με το σκηνικό ενός μοναστηριού αλλά και την εσωτερική αναζήτηση του κεντρικού ήρωα, αποδυναμώνει τις εντάσεις ή τις εκπλήξεις που θα κρατούσαν το ενδιαφέρον ζωντανό, σε συνδυασμό με τον διαρκή - και σε στιγμές καταχρηστικό - μονόλογο που αναπόφευκτα ...λογοτεχνίζει.
Εκεί έρχεται ο Θοδωρής Αντωνιάδης για να γεμίσει τα όποια κενά σε μια από τις πιο τρυφερές ερμηνείες που έχουμε δει τελευταία στο ελληνικό σινεμά. Ο Βικέντιός του δεν είναι μόνο ένας άνθρωπος που, αμετακίνητος από την πίστη του, μπορεί πλεόν να αμφιβάλλει και να επαναπροσδιορίζει τις βάσεις της μοναχικότητάς του, αλλά είναι λίγο και μια Ελλάδα, εκεί στην άκρη του κόσμου, που στη δεξιά τσέπη του ράσου της θα μπορούσε να κρύβει μια ανάσα ζωής, ελπίδας ή, έστω διάολε, λίγης ομορφιάς.