Ενας άντρας βρίσκεται συνεχώς στο ίδιο τραπέζι σε ένα καφέ με το όνομα The Place. Μια σειρά τελείως διαφορετικών ανθρώπων μεταξύ τους τον επισκέπτεται διαδοχικά. Ολοι του ζητούν κάτι. Και αυτός τους αναθέτει μια αποστολή που θα τους οδηγήσει στο να το αποκτήσουν. Είναι ο Θεός; Είναι ο Διάβολος; Είναι ένα ραντεβού με τη συνείδησή (μας); Το ασυνείδητό (μας); Μήπως ένα απόλυτα ρεαλιστικό παιχνίδι με την μοίρα (μας); Ή ένα σχέδιο που εκτελείται κατά γράμμα και τους θέλει όλους συνένοχους σε ένα έγκλημα;
Για τουλάχιστον μια και παραπάνω ώρα, οι ερωτήσεις έρχονται η μία πίσω από την άλλη σε μια «επίθεση» που νιώθεις ότι δεν θα τελειώσει ποτέ. Στο ίδιο ακριβώς σκηνικό – τόσο θεατρικό που ακυρώνεται και η όποια έννοια του «κεκλεισμένων των θυρών» - με μοναδική δράση το διάλογο, τα σνακ του μυστηριώδη άντρα και με κορυφώσεις που δεν ανταποκρίνονται στη βαρύτητα όσων (θεωρητικά) διαδραματίζονται εκτός κάδρου, μια μεγαλύτερη ερώτηση έρχεται να ενώσει όλες τις μικρές ιστορίες, εν είδει tagline που συνοψίζει ολόκληρη την ταινία: «Πόσο μακριά θα έφτανες για να αποκτήσεις αυτό που θέλεις;».
Διασκευή του «The Booth at the End» που ξεκίνησε ως παραγωγή του αμερικανικού δικτύου FX και τελικά έπαιξε για δύο σεζόν στο καναδικό City, το «The Place» αντιγράφει τη βασική ιδέα ανθρώπων που ζητούν κάτι σοβαρό και υποχρεούνται να κάνουν κάτι ακόμη σοβαρότερο για να το αποκτήσουν. Μια καλόγρια θέλει να ξαναβρεί το Θεό. Μια ηλικιωμένη σύζυγος θέλει να διώξει το αλτζχάιμερ του άντρα της. Ενας τυφλός θέλει να ξαναδεί. Μικρές ιστορίες γύρω από το μοιραίο της ανθρώπινης ζωής και μια αδιόρατη έμφαση στην έννοια της προσωπικής επιλογής, στις λάθος προτεραιότητες που συνήθως θέτουμε στο δρόμο προς την ευτυχία, την αλαζονία της επιθυμίας και την άλλη, την πιο σκληρή της εξουσίας.
Ο,τι λειτουργεί σαν μυστήριο τουλάχιστον για την αρχή του κεντρικού μοτίβου των συναντήσεων ανάμεσα στους ήρωες και τον μυστηριώδη άντρα, θα εξαντληθεί γρήγορα καθώς το «The Place» λειτουργεί περισσότερο ανεκδοτολογικά παρά με την πρόθεση να βάλει το θεατή στη... σωστή πλευρά του τραπεζιού. Χωρίς spoilers, είναι λίγα όσα τελικά θα ικανοποιήσουν τη δίψα σου για μια (#not) συγκλονιστική παραβολή πάνω στο σύγχρονο χάος και ακόμη λιγότερα όσα δικαιολογούν μια ολόκληρη κινηματογραφική ταινία που θα λειτουργούσε καλύτερα στη διάρκεια μιας μικρού μήκους.
Οσο να πεις δεινός χειριστής του... λόγου και των καταστάσεων γύρω από τραπέζια (θυμηθείτε το «Τέλειοι Ξένοι» που διασκευάστηκε και στα ελληνικά από τον Θοδωρή Αθερίδη), ο Πάολο Τζενοβέζε προδίδεται εδώ από το μονότονο σκηνικό, την απουσία κορύφωσης και μια «βόμβα» που δεν σκάει ποτέ, εξουδετερωμένη ήδη νωρίτερα από σεναριακά παιχνίδια που δεν οδηγούν πουθενά. Και σίγουρα όχι ένα βήμα πιο κοντά στην ουσία των πραγμάτων, όπως μοιάζει να είναι η φιλοδοξία του...