Αν υπάρχουν ακόμη λίγοι Ευρωπαίοι auteurs, ένας τους είναι σίγουρα ο Ακι Καουρισμάκι, παρότι ο ίδιος θα κορόιδευε πολύ τον χαρακτηρισμό. Ωστόσο οι ταινίες του είναι απολύτως δικές του, αισθητικά και εννοιολογικά και διατρέχονται σταθερά από τα ίδια γνωρίσματα: απλώς κάποιες είναι καλύτερες και κάποιες λιγότερο καλές. Γι' αυτό και βλέποντας το «Η Αλλη Οψη της Ελπίδας» (καλύτερη ταινία του 2017 από τη Διεθνή Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου, Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Βερολίνου), τη νέα του ταινία και μια από τις καλύτερές του τελικά, συνειδητοποιείς ότι δεν αποφάσισε, ξαφνικά, ο Καουρισμάκι να κάνει ένα φιλμ για το προσφυγικό. Αλλά ότι το σινεμά του μιλούσε ανέκαθεν, ούτως ή άλλως, για τον ανθρωπισμό που, απλώς, σήμερα η υπενθύμισή του είναι τόσο πιο αναγκαία.
Το «Η Αλλη Οψη της Ελπίδας», άτυπα το δεύτερο μέρος της «τριλογίας των λιμανιών» που ξεκίνησε πριν έξι χρόνια με τη «Χάβρη», ανοίγει μ' έναν άντρα κρυμμένο στο κατάμαυρο κάρβουνο στο αμπάρι ενός πλοίου που έχει μόλις αράξει στο λιμάνι του Ελσίνκι - βιομηχανικό, ατμοσφαιρικά φωτισμένο, πολυάσχολο. Τελειώνει με τον ίδιο άντρα, σε λίγο καλύτερη, λίγο χειρότερη κατάσταση, να κοιτάζει τα πλοία από τη στεριά. Ποια από τις δυο είναι η πλευρά της «ελπίδας»; Ο Κάλεντ, ο ήρωας της ταινίας, έχει φτάσει στη Φινλανδία ως πρόσφυγας από τη Συρία, διανύοντας την τραγικά γνώριμη διαδρομή Τουρκία - Ελλάδα - Ουγγαρία. Στο Ελσίνκι ζητά άσυλο, αλλά η χώρα μοιάζει ανέτοιμη να τον δεχτεί. Αντίθετα, το ρόλο του οικοδεσπότη θ' αναλάβει, χωρίς τυμπανοκρουσίες, ο Βίκστρομ. Ενας μεσήλικας, περιποιημένος, παλαιάς κοπής άντρας που στην αρχή της ταινίας εγκαταλείπει τη γυναίκα του και τη δουλειά του ως πλασιέ πουκαμίσων και ανοίγει εστιατόριο. Ενας άντρας που, σαν τον Κάλεντ αλλά πιο ανώδυνα, αποφασίζει ν' αλλάξει ριζικά την πορεία της ζωής του.
Ποτέ το σύμπαν του Καουρισμάκι δεν ήταν πιο συνειδητά στημένο. Η κωμικά ρετρό αισθητική, η αφίσα του Τζίμι Χέντριξ στους άδειους μπλε τοίχους του εστιατορίου που σερβίρει είτε κεφτέδες, είτε σαρδέλες από το κουτί. Είναι το σύμπαν όπου οι losers έχουν αξίες κι όπου οι καλύτεροι φίλοι του άντρα είναι το ροκ εν ρολ, ένα ποτήρι βότκα και μια τσατσάρα. Το σινεμά του αντηχεί την Αμερική του '50, στις μετρημένες κουβέντες και τα μεγάλα, μαύρα αυτοκίνητα. Το χιούμορ του είναι υποτονικό, αποστασιοποιημένο και γι' αυτό αφοπλιστικό. Κι είναι σ' αυτό το σύμπαν, των γοητευτικά γεωμετρικών πλάνων και της λουστραρισμένης παρακμής που η αντίθεση γίνεται εντονότερη: σε μια χώρα δεν υπάρχει χώρος για έναν πρόσφυγα, στην καλωσύνη των ξένων υπάρχει άφθονος, απρόσμενα, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ακόμα και οι εμμονές του Καουρισμάκι παίρνουν, εδώ, τη συμβολική διάσταση που τους αξίζει. Οταν ο Βίκστρομ και το ταλαίπωρο προσωπικό του των τριών κατεστραμμένων υπαλλήλων πιάσουν πάτο, θα προσπαθήσουν να κάνουν το εστιατόριο «μοδάτο», σερβίροντας σούσι, δηλαδή ρέγκα με γουασάμπι κι όταν οι ιάπωνες πελάτες φύγουν τρέχοντας, θα συνεχίσουν ν' αλλάζουν εθνικές κουζίνες, με καταστροφικά αποτελέσματα. Οταν ο Κάλεντ πιάσει φιλίες με το σκυλάκι του εστιατορίου, «παράνομο» κι αυτό, θα κάνει την πιο ισοπεδωτική διαπίστωση: «Αυτός ο σκύλος είναι πολύ έξυπνος. Του μίλησα λίγο αραβικά κι αμέσως ασπάστηκε τον ισλαμισμό.» Ο Καουρισμάκι δεν φοβάται τη σάτιρα. Φοβάται μόνο τους σημερινούς ανθρώπους που ξεχνούν την ανοχή και την αξιοπρέπεια.
Αυτή εδώ είναι μια ταινία cool, όσο είναι το σινεμά του Τζάρμους και του Τζον Φορντ. Είναι νουάρ, επειδή ο κόσμος μας είναι σκοτεινός. Κι είναι συναισθηματική, επειδή οι άνθρωποί του το έχουν, κρυφά, ανάγκη: όσο πιο σκληροί, τόσο πιο πολύ. Γιατί, όπως φαίνεται, τα βασικά στοιχεία του ανθρωπισμού χρειάζονται υπενθύμιση κι η «άλλη όψη της ελπίδας» εξαρτάται από το σε ποια πλευρά του λιμανιού βρίσκεσαι. Απλώς, μοιάζει να λέει καπνίζοντας ο Καουρισμάκι, όταν κάποιος χρειάζεται βοήθεια, την προσφέρεις. Κι ας μην το κάνουμε θέμα.