Mελβούρνη, 1983. Ο Ρέι είναι ένας μαλθακός, καλοκάγαθος, αφελής γιος, ο οποίος εργάζεται σε μαγαζί που επισκευάζει τηλεοράσεις και μένει με τους γονείς του, που υποβιβάζουν με κάθε αφορμή τον ανδρισμό του. Ομως, φέτος ο Ρέι αναπάντεχα κερδίζει κάτι: του δίνουν το βραβείο του ποδοσφαιρικού συλλόγου της γειτονιάς του - όχι φυσικά γιατί ο αγύμναστος 35άρης ήταν ο καλύτερος παίκτης, αλλά γιατί εμφανίστηκε πιστά κι αφοσιωμένα τις περισσότερες φορές από όλους στο γήπεδο. Το έπαθλο συνοδεύεται και μ' ένα ταξίδι στην Ταϋλάνδη κι εκεί αρχίζουν και μπλέκουν τα πράγματα: ο μαφιόζος Πρόεδρος του Συλλόγου και ο καλύτερος φίλος του Ρέι από το δημοτικό συνεργάζονται για να τον πείσουν να καταπιεί 20 προφυλαχτικά γεμάτα ηρωίνη, καθώς η φάτσα του δε θα πρόδιδε ποτέ στους τελωνειακούς ότι είναι βαποράκι. Ομως ένα μοιραίο λάθος τον οδηγεί στη σύλληψή του. Οι αστυνομικοί της Δίωξης δεν μπορούν σύμφωνα με τον νόμο να τον συλλάβουν χωρίς αποδεικτικά στοιχεία (τα ναρκωτικά στο στομάχι του), αλλά έχουν το δικαίωμα να τον κρατήσουν στην επίβλεψή τους μέχρι... οι σωματικές λειτουργίες του τον προδώσουν. Ο Ρέι αποφασίζει να κάνει αυτό που μπορεί: να μην πάει τουαλέτα για μία εβδομάδα. Ο,τι ακολουθεί (μαφιόζοι που απαιτούν τα ναρκωτικά τους και ανησυχούν ότι ο φοβισμένος Ρέι θα σπάσει στην ανάκριση, οι τραγικοί υπερπροστατευτικοί μίζεροι γονείς, οι αστυνομικοί των μυστικών μεθοδεύσεων και της άκρατης βίας) είναι μία κατάμαυρα αστεία ιστορία, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα.

Οι Αυστραλοί Ανγκους Σάμπσον και Τόνι Μαχόνι συνσκηνοθετούν και συμπρωταγωνιστούν σε αυτή την κινηματογραφική μεταφορά μίας αληθινή ιστορίας (την οποία ο Σάμπσον διασκεύασε σεναριακά μαζί με έναν τρίτο ηθοποιό του καστ, τον Λι Γουάνελ) που συνέβη στη χώρα τους πριν από 30 χρόνια, έχοντας στο μυαλό τους να δημιουργήσουν ένα σύμπαν που θα ισορροπεί μεταξύ του θρίλερ (η βία είναι συνεχώς παρούσα), της μαύρης κωμωδίας (οι Αυστραλοί έχουν παράδοση σε μία ωμότητα του είδους, όσο οι Αμερικανοί καταφεύγουν σε πιο καρτουνίστικες φόρμες) και της έμμεσης κοινωνικής παρατήρησης (βρώμικοι μπάτσοι, οικογένειες που καταστρέφουν τα παιδιά τους, τι σημαίνει να είσαι άντρας).

Σε κάποια σημεία το πετυχαίνουν: υπάρχει τόλμη στο στήσιμο και την εκτέλεση της ιδέας,πραγματική και συμβολική «βρωμιά» στο ύφος και το στιλ, οι χαρακτήρες είναι αντιπαθητικά αληθινοί και η εικόνα λυτρωτικά μη φωτογενής. Οχι, κανείς δεν κλείνει τα μάτια σε όσα τραγελαφικά συμβαίνουν σε αυτό το δωμάτιο ξενοδοχείου.

Θα μπορούσε να είναι ένα μικρό αριστούργημα του είδους, μία από αυτές τις μαύρες κωμωδίες που θα ονομάζαμε αυτόματα κλασικές, αν δεν ήταν τόσο ασύνδετη (ο τρόπος που παλινδρομεί ανάμεσα στο αστείο και το σοβαρό σε πετάει έξω, όπως το ίδιο καταφέρνουν και οι χαρακτήρες των βρώμικων ντετέκτιβ που σε στιγμές μοιάζουν να παίζουν σε άλλη ταινία) και με έντονο πρόβλημα ρυθμού: πόσο να σε κρατήσει η δράση σ' ένα δωμάτιο όπου ένας άντρας κρατάει την κοιλιά του και κάνει, στην κυριολεξία, το νοθευμένο σκατό του παξιμάδι;

Ο θεατής χρειάζεται κάτι παραπάνω από το να παρακολουθεί επί 103 λεπτά κάποιον που αρνείται να χέσει. Διαφορετικά... χέστηκε.