Το 1913 στην Ινδία, ένας 25χρονος ιδιωτικός υπάλληλος με τρομακτική ευφυΐα, που όμως απέτυχε να ολοκληρώσει τις σπουδές του εξαιτίας της σχεδόν εμμονικής, μοναχικής μελέτης του πάνω στην επιστήμη των Μαθηματικών, αποφασίζει να εμπιστευτεί το πάθος του και να στείλει ένα γράμμα στον Τζι Εϊτς Χάρντι, έναν επιφανή καθηγητή μαθηματικών του Trinity College του πανεπιστημίου Κέιμπριτζ. Το όνομά του ήταν Σρινιβάσα Ραμανουτζάν και έμελλε να γίνει ο αυτοδίδακτος «πρίγκιπας της μαθηματικής διαίσθησης».
«Μια εξίσωση δεν έχει καμία σημασία για μένα εκτός κι αν εκφράζει τη σκέψη του Θεού» αναφέρει κάποια στιγμή ο ήρωας της ταινίας, ξεστομίζοντας μια από τις πιο διάσημες φράσεις του πραγματικού Σρινιβάσα Ραμανουτζάν, που εκφράζει τη σχεδόν θαυματουργή προέλευση των ιδιοφυιών του θεωριών. Η σύγκρουση ανάμεσα στην ατόφια, πηγαία έμπνευση και την πιεστική απαίτηση για απτές αποδείξεις αποτελεί τον πυρήνα του «Ανθρώπου που Γνώριζε το Απειρο» και συνάμα μια πολύ ταιριαστή και σχεδόν ειρωνική μεταφορά για την αιτία που αδυνατεί να ξεφύγει από τη μετριότητα: ένα ανώδυνο, ακαδημαϊκό φιλμ που δεν μπορεί να αγγίξει παρά μόνο φευγαλέα τα θέματα που περιγράφει τόσο τακτοποιημένα.
Γιατί η ταινία του Ματ Μπράουν πάσχει από την ίδια ασθένεια από την οποία λίγο ή πολύ υποφέρουν οι περισσότερες αληθινές κινηματογραφικές ιστορίες που πασχίζουν να μεταφέρουν στο πανί τη ζωή μιας παρεξηγημένης ή παραγνωρισμένης ιδιοφυίας: Αδυνατώντας να «μεταφράσουν» με κινηματογραφικούς όρους τους –ούτως ή άλλως δύσκολο να απεικονιστούν– μηχανισμούς λειτουργίας ενός τρικυμισμένου μυαλού, καταφεύγουν σε μια στερεοτυπική συνταγή με σταθερά καθορισμένα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν αυστηρά μέχρι την αναμενόμενη (τουλάχιστον κινηματογραφικά) δικαίωση.
Η ταινία του Ματ Μπράουν πάσχει από την ίδια ασθένεια από την οποία λίγο ή πολύ υποφέρουν οι περισσότερες αληθινές κινηματογραφικές ιστορίες που πασχίζουν να μεταφέρουν στο πανί τη ζωή μιας παρεξηγημένης ή παραγνωρισμένης ιδιοφυίας.»
Και το σενάριο του «Ανθρώπου που Γνώριζε το Απειρο» τα τηρεί όλα με ευλάβεια. Από την αρχικά δύσκολη συνεργασία του Ραμανουτζάν με τον Βρετανό καθηγητή του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ και μέντορά του, Τζ. Χ. Χάρντι (ο Τζέρεμι Αϊρονς, εξαιρετικός στο να προσδίδει βαρύτητα ακόμα και στο πιο τετριμμένο υλικό), που αναπόφευκτα εξελίσσεται σε ουσιαστική φιλία, μέχρι τις αρχικές αντιδράσεις της υπόλοιπης ακαδημαϊκής κοινότητας που μετατρέπονται σταδιακά σε αναγνώριση, και από τη σχέση του με τη στωική σύζυγό του (μια –υποτίθεται– αληθινή αγάπη τσακισμένη από εμπόδια που περιγράφεται τόσο επιδερμικά και ανούσια που μοιάζει απλά διακοσμητική) μέχρι τον ξεδιάντροπα μελοδραματικό χειρισμό της ασθένειας που έμελλε να του κοστίσει τη ζωή.
Ενας νεαρός Ινδός ταπεινής καταγωγής και χωρίς ουσιαστική εκπαίδευση αλλά με πραγματικό χάρισμα και πάθος για την επιστήμη του, ο Ραμανουτζάν διατύπωσε επαναστατικά θεωρήματα που έμελλαν να επηρεάσουν δραματικά την εξέλιξη των μαθηματικών. Το έκανε όμως με έναν αντισυμβατικό τρόπο, πέρα από κάθε καθιερωμένη ορθολογιστική προσέγγιση. Πάρα τις αγαθές προθέσεις του, για μια ταινία που υποτίθεται ότι εξυμνεί αυτόν ακριβώς τον αντισυμβατικό τρόπο σκέψης και αναζητά τις πηγές μιας σχεδόν «θεϊκής» έμπνευσης, «Ο Ανθρωπος που Γνώριζε το Απειρο» φαντάζει αδικαιολόγητα τετριμμένος και ανέμπνευστος.