Ο Μίτιο είναι ένας 45χρονος χήρος. Πρόσφατα έχασε τη γυναίκα του από καρκίνο, έχασε τη δουλειά του γιατί έκλεισε το εργοστάσιο που δούλευε και ξέμεινε στο μικρό του χωριό στα σύνορα Βουλγαρίας-Τουρκίας, με τον έφηβο γιο του. Το κυριότερο όμως είναι ότι έχει χάσει και την εμπιστοσύνη του παιδιού του. Τον καθησύχαζε ότι η μαμά θα γίνει καλά, τον καθησυχάζει ότι δε θα χάσουν το σπίτι τους, ενώ είναι προφανές ότι είναι υπερχρεωμένοι και οι κλητήρες της τράπεζας τους χτυπούν την πόρτα. Απελπισμένος, ο Μίτιο θα δεχθεί να συνεργαστεί με τον «Καπετάνιο». Εναν πρώην στρατιωτικό συνοριοφύλακα, ο οποίος τώρα στη σύνταξη κερδίζει χρήματα μεταφέροντας λαθραία μετανάστες από την Τουρκία. Ομως δεν είναι η πρώτη φορά που συναντιούνται οι δύο άντρες. Ο Μίτιο είχε κάνει τη θητεία του στα σύνορα κι εκεί, στο Πέρασμα, έχει χάσει την αθωότητά του. 25 χρόνια μετά, πρέπει να αναμετρηθεί με το παρελθόν και τις αμαρτίες του - αν θέλει να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του παιδιού του.

Ο Στέφαν Κομαντάρεφ ζουμάρει στην ιστορία μίας οικογένειας για να μιλήσει για κάτι πολύ ευρύτερο: τις ακόμα ανοιχτές πληγές από το πρόσφατο διεφθαρμένο κομμουνιστικό καθεστώς που έδωσε εξουσία σε αδίστακτους ανθρώπους και προκάλεσε τραγωδίες που σακάτεψαν ανθρώπους, συνειδήσεις, κοινωνίες. Ερημα χωριά, άνθρωποι ξεχασμένοι, όχι όμως και ξεχασμένο παρελθόν. Ανεργία, η ζωή σου να μην ανήκει στο Κόμμα, αλλά σε τράπεζες. Εφηβα παιδιά χωρίς καμία κατανόηση για το χθες, χωρίς κανένα μέλλον.

Δυστυχώς όμως η ταινία, επιλέγοντας εύκολες δραματουργικές συγκρούσεις, υπονομεύει την ίδια της την αφηγηματική καρδιά. Σχηματική φιγούρα ο κακός «Καπετάνιος», μελό ο τίμιος πατέρας με το ένοχο μυστικό, εύκολη η οργή του γιου, εύκολη κι η μεταμέλεια του, προβλέψιμη και η κάθαρση. Δέκα χρόνια πριν μία τέτοια ταινία ίσως είχε μεγαλύτερη βαρύτητα. Καλώς ή κακώς όμως, το βαλκανικό σινεμά έχει εξελιχθεί πολύ κι έχει αποτυπώσει παρόμοια θέματα σε πολύ δυνατότερες, εμπνευσμένες και, τελικά, ειλικρινείς με το θεατή ταινίες.