Η Ψυχή ανήκει στον Παράδεισο και το Σώμα στην Κόλαση
ΗΠΑ, δεκαετία του '70. Παρακολουθούμε τον εξαιρετικά ευφυή Τζακ για ένα διάστημα 12 ετών και γινόμαστε «αυτόπτες μάρτυρες» των πέντε δολοφονιών-οροσήμων που διέπραξε, οι οποίες καθόρισαν την εξέλιξή του ως κατά συρροή δολοφόνο. Βλέπουμε τα τεκταινόμενα από την οπτική γωνία του Τζακ. Ενός ανθρώπου που ισχυρίζεται πως από μόνη της, κάθε δολοφονία είναι ένα έργο τέχνης.
«Για πολλά χρόνια έκανα ταινίες για καλές γυναίκες, τώρα έκανα μια για έναν σατανικό άντρα». Αυτή είναι η μόνη δήλωση του Λαρς φον Τρίερ για το «The House That Jack Built» και διαβάζοντάς την αφού έχεις δει το φιλμ δεν μπορείς παρά να νιώσεις τα ίχνη μιας ανατριχίλας στην σκέψη πως η φράση του Τρίερ για τον ηρώα του, είναι πολύ πιθανόν να περιγράφει τον ίδιο.
Γιατί ακόμη κι αν το «σπίτι του Τζακ» βασίζεται στην πρόφαση μιας ταινίας για έναν serial killer και έρχεται με την φήμη του σοκ, αν περιμένετε ένα «Seven», ή μια «Σιωπή των Αμνών» είναι σίγουρο ότι θα απογοητευθείτε βαθιά. Ναι, η βία είναι εκεί και κατά στιγμές είναι εξαιρετικά σκληρή αν και πάντα σερβιρισμένη με μια μερίδα μαύρου, ειρωνικού χιούμορ από αυτό που χαρακτηρίζει τον σπουδαίο Δανό –και που συχνά τον φέρνει μπροστά σε προβλήματα. Ομως η βία δεν είναι η ουσία. Βλέπετε, ο Τζακ, ένας μηχανικός στην Αμερική της δεκαετίας του 70 ο οποίος ονειρεύεται να χτίσει το τέλειο σπίτι, βλέπει την κλίση του στον φόνο ως την έκφραση μιας καλλιτεχνικής φλέβας, κάθε φρικτή του πράξη δεν είναι τίποτα λιγότερο από την απόπειρά του να δημιουργήσει ένα αριστούργημα.
Κι από την αρχή ήδη, είναι σαφές ότι τα όσα βλέπουμε στην οθόνη, είναι όσα ο Τζακ αφηγείται σε έναν αόρατο συνομιλητή ο οποίος ονομάζεται «Βερτζ», καθ οδόν προς κάπου που δεν μπορείς να είσαι βέβαιος που ή τι είναι είναι. Μα αν είσαι παρατηρητικός, γρήγορα θα αντιληφθείς ότι ο Βερτζ δεν είναι ένας ψυχολόγος ή ένας αστυνομικός στον οποίο ο ήρωας εξομολογείται, μα ο ίδιος ο Βιργίλιος, ο Ρωμαίος ποιητής της «Αινειάδας» κι οδηγός του Δάντη στους εννιά κύκλους της κόλασης στην «Θεία Κωμωδία». Κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται ελαφρώς αστείο ή επιδεικτικά λόγιο, δεν είναι τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο από ένα ευφυές τέχνασμα για να οδηγήσει με την σειρά του τους θεατές σε μια φιλοσοφικής υφής κουβέντα για την σημασία και την αξία της τέχνης και τον ρόλο που πρέπει να έχει η αγάπη και η ανθρωπιά στην δημιουργία της.
Γιατί κάτω από όλους τους φόνους, τους ακρωτηριασμούς, το αίμα και την φρίκη που η κάμερα του Τριερ ποτέ δεν φοβήθηκε να καταγράψει και που εδώ το κάνει με μια ψυχρή (με την έννοια της αποστασιοποίησης) απόλαυση, αυτή του η ταινία δεν είναι τίποτα άλλο από μια εσωτερική κουβέντα του σκηνοθέτη με τον ίδιο του τον εαυτό για τον το καθήκον και την ευθύνη του καλλιτέχνη, για την κινητήρια δύναμη πίσω από την δημιουργία οποιουδήποτε έργου τέχνης για τον ρόλο και τα όρια της ηθικής.
Αυτή είναι μια ταινία της οποίας κομμάτια των διαλόγων θα μπορούσαν να βρουν την θέση στην διατριβή ενός υποψήφιου διδάκτωρ τέχνης ή φιλοσοφίας και η οποία περιέχει αναλύσεις, σκέψεις, παραδείγματα από την ιστορία της τέχνης και της ανθρωπότητας που ξεκινούν κυριολεκτικά από τον Γκλεν Γκούλντ και τον Γουίλιαμ Μπλέικ (τα ποιηματά του «The Tyger» και «The Lamb» αποτελούν κάτι σαν leitmotif της ταινίας μαζί με το «Fame» του Ντέιβιντ Μπόουι) και φτάνουν ως την θεωρία της αξίας των ερειπίων του ναζιστή αρχιτέκτονα Αλμπερτ Σπέερ διαμέσου των διαφορετικών μεθόδων αποσύνθεσης που παράγουν το πιο γλυκό κρασί. Από αμέτρητους πίνακες μέχρι αποσπάσματα ταινιών (φυσικά και του ίδιου του Τρίερ), μουσικές κι από την Ακρόπολη μέχρι την βελανιδιά του Γκέτε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ, το φιλμ διατρέχει την ιστορία της τέχνης και την ηθική της, αντιπαραβάλλοντας την με την ανθρώπινη φύση, την ροπή προς το κακό, την ανάγκη της εξιλέωσης.
Πρόκειται για μια συναρπαστική πνευματικά διαδρομή, γεμάτη αντιφάσεις και ηλεκτρισμένα ερωτηματικά και στην διάρκεια της ταινίας είναι σαφές ότι ο Τρίερ δεν θέλει να σου προσφέρει απαντήσεις. Πιθανότατα δεν τις έχει ούτε ο ίδιος αφού νιώθεις ότι και οι δυο χαρακτήρες της ταινίας του απηχούν σκέψεις του ίδιου, είναι ο Τρίερ που μιλά από στο στόμα και τις πράξεις και των δύο. Εν τούτοις είναι σπάνιο και απολαυστικό να βλέπεις έναν καλλιτέχνη να διερωτάται «φωναχτά» για ζητήματα που μοιάζουν να τον απασχολούν βαθιά, απευθυνόμενος την ίδια στιγμή στον εαυτό του, στους επικριτές, τους θαυμαστές και το κοινό.
Στα χέρια κάποιου άλλου κάτι τέτοιο πιθανότατα θα ήταν αφόρητα ομφαλοσκοπικό και βασανιστικά βαρετό, όμως στα χέρια του Τρίερ είναι μια ταινία που στις καλύτερες στιγμές της κάνει κεφάλια να εκρήγνυνται, τόσο από σφαίρες στην οθόνη, όσο κι από την πυκνότητα και την πολυπλοκότητα των σκέψεων που σου γεννά εκτός αυτής. Ο Τρίερ ξέρει να κάνει σπουδαίο σινεμά γεμάτο μικρά ή μεγαλύτερα σοκ, ανίερο χιούμορ και ιδέες που σε διαπερνούν με την ένταση πυρωμένου σίδερου και καταφέρνει να κάνει το ίδιο ακόμη κι αν αυτή η ταινία περισσότερο απ΄ οποιονδήποτε άλλον, αφορά στον ίδιο.