Αφότου ο Σκοτ και η Κέιτ χάνουν τα χρήματα πουν προόριζαν για τις σπουδές της κόρης τους, Aλεξ, προσπαθούν απεγνωσμένα να τα κερδίσουν πίσω, ώστε να μπορέσει το παιδί τους να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Με τη βοήθεια του γείτονα τους Φρανκ, αποφασίζουν να ανοίξουν ένα παράνομο καζίνο στο υπόγειο του σπιτιού τους.

Βάλτε τον Γουίλ Φέρελ μαζί με την Εϊμι Πόλερ στην ίδια ταινία. Προσθέστε και ένα ταλαντούχο καστ από κωμικούς ηθοποιούς να τους πλαισιώσουν. Και να είστε σίγουροι πως λίγα πράγματα μπορούν να πάνε στραβά.

Αυτή τουλάχιστον ήταν η πρόθεση και η φιλοδοξία της πρώτης σκηνοθετικής απόπειρας του σεναριογράφου Αντριου Τζέι Κόεν, ο οποίος μπορεί να κρατούσε στο χέρι του ένα καλό χαρτί, αλλά αυτό - για όσους ξέρουν από τζόγο - δεν αρκεί για να σε κάνει να τινάξεις την μπάνκα στον αέρα.

Εμπειρος και σε στιγμές «έξυπνος» (βλ. «Ανυπόφοροι Γείτονες») σεναριογράφος, ο Κόεν ποντάρει εδώ σε λάθος φύλλο. Κάπου ανάμεσα στην μεταμόρφωση των Γουίλ Φέρελ και Εϊμι Πόλερ από καλοκάγαθους μικροαστούς σε σκληροτράχηλους επιχειρηματίες καζίνου και τις προσπάθειες των γειτόνων τους να επιλύσουν τα προβλήματά τους με ξύλο σε ένα ρινγκ που τα στοιχήματα παίρνουν φωτιά, νιώθεις πως υπάρχει μια αστεία, ή έστω μια ένοχα απολαυστική, ταινία η οποία πληγώνεται διαρκώς από κακόγουστα αστεία.

Μπορεί η καφρίλα (σήμα κατατεθέν του Τζέι Κόεν) να βρίσκεται εδώ σε μετρημένες δόσεις και το καστ να προσπαθεί να κάνει το καλύτερο που μπορεί με το υλικό που έχει στα χέρια του, κυρίως μέσω αυτοσχεδιασμού, αλλά χωρίς κάποια στήριξη από τον ίδιο τον σκηνοθέτη και χωρίς κάποια στοιχειώδη σεναριακή δομή όλα αυτά πέφτουν στο κενό. Μέχρι και το φινάλε, όπου ο Τζέι Κόεν παίζει και τον τελευταίο κρυμμένο άσσο κάτω από το μανίκι του, αυτό της απολαυστικής, αν και αρκετά καρτουνίστικης, κάμεο εμφάνισης του Τζέρεμι Ρένερ ως αφεντικό της μαφίας, νιώθεις πως τα πάντα σε αυτήν την ταινία μένουν ανεκμετάλλευτα.

Σαν μια σειρά διασκεδαστικών ιδεών που ποτέ όμως δεν υλοποιούνται πραγματικά και με την γκίνια να ακολουθεί την ταινία σε κάθε της σκηνή, ακόμη κι ως το τέλος της, η «Επιχείρηση: Καζίνο» μοιάζει καμένο χαρτί από πρώτο χέρι και, παρόλο το δυνατό και ταλαντούχο της καστ, δεν καταφέρνει ποτέ να ρεφάρει.