Το πρωί σεκιουριτάς, το βράδυ πληρωμένος δολοφόνος ήταν το 2006 ο πολύς Τζιμ Τέριε, ζώντας στο Κονγκό μαζί με τα παλικάρια του και την όμορφη, ιδεαλίστρια γιατρό Ανι. Μόνο που μια νυχτερινή αποστολή τον αναγκάζει να εγκαταλείψει και το Κονγκό και την αγάπη του. Σήμερα, ο Τζιμ προσφέρει τις υπηρεσίες του στα έργα για τις αναπτυσσόμενες χώρες, πάσχει κι από κάτι στο κεφάλι του, αλλά κυρίως συνειδητοποιεί ότι τον καταδιώκουν κάποιοι που σίγουρα σχετίζονται μ’ εκείνη τη μοιραία αποστολή στο Κονγκό. Και ξεκινά να βρει την άκρη, ταξιδεύοντας σ’ όλον τον κόσμο, συναντώντας συμμάχους κι εχθρούς από τα παλιά χρόνια και, φυσικά, την Ανι που είναι πια παντρεμένη με τη Νέμεση του Τζιμ, αλλά τον ποθεί ακόμα.
Ο σκηνοθέτης του «Taken» διασκευάζει το best seller «Η Πρηνής Θέση του Σκοπευτή» του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ και δοκιμάζει να επαναλάβει το επιτυχημένο κόνσεπτ «μεσόκοπος αλλά σκληροτράχηλος πρώην κάτι τα βάζει με όλους και με όλα για την αγάπη και κερδίζει». Μόνο που ο Σον Πεν δεν είναι Λίαμ Νίσον – ούτε κι ο Λίαμ Νίσον βέβαια ήταν Λίαμ Νίσον πριν ξεκινήσει τα «Taken» - παρότι στη μισή ταινία φροντίζει να κυκλοφορεί γυμνός από πάνω κι είναι απρόσμενα μυώδης.
Επειδή όμως ο Σον Πεν είναι και συν-σεναριογράφος και παραγωγός της ταινίας, κι επειδή επιπλέον δε μοιάζει έτοιμος ν’ αγκαλιάσει το γεγονός ότι παίζει σ’ ένα action movie για να δώσει χαρά στο κοινό και στο πορτοφόλι του, γεμίζει την ταινία με ανθρωπιστική σοβαροφάνεια που εκθέτει την απλοϊκότητά της. Οσο λιτό είναι το κεντρικό στόρι – ένας παθιασμένος έρωτας που χάνεται μέσα στις αντιξοότητες – τόσο πιο σύνθετη, δυσνόητη και ψεύτικη είναι η πολιτική προσέγγιση, γεμάτη περιττά στοιχεία που δεν εξελίσσονται ποτέ, στερεοτυπικούς κακούς και εξίσου στερεοτυπικούς αθώους σ’ ένα κουβάρι μη κυβερνητικών οργανώσεων, βρώμικων δυτικών κρατικών μηχανισμών και Αφρικανών που κραδαίνουν όπλα αδιακρίτως.
Η φωτογραφία του Φλάβιο Λαμπιάνο (του «Unknown» και του «Non-Stop» άλλωστε), είναι εξίσου μάτσο με το όλο ύφος της ταινίας, με την κάμερα στο χέρι να κουνοβολάει επιθετικά σε κάθε εμπλοκή – αλλά να μένει σταθερή κι ωραία όταν ο Σον Πεν κάνει σερφ αναδεικνύοντας το σφιχτό κορμί του. Η γυναικεία παρουσία της ταινίας, η πάντα πανέμορφη Τζασμίν Τρίνκα του «Μέλι» της Βαλέρια Γκολίνο, είναι τόσο σχηματικά γραμμένη - η ιδεαλίστρια γιατρός που μόνο κοιτάζει έκθαμβη όταν δεν μπαντάρει ένα κομμένο μέλος – που, μην έχοντας πάνω σε τι να πατήσει για να χτίσει την ηρωίδα της, παίζει καλύτερο στο μέρος της ταινίας όπου οι κακοί την έχουν ναρκωμένη.
Ολα τα καλά και τα κακά του φιλμ συνδέονται στο εκτεταμένο φινάλε του, σε μια χειμαρρώδη και πολύπλοκη καταδίωξη σε αρένα ταυρομαχιών στη Βαρκελώνη (όπου, βέβαια, οι ταυρομαχίες έχουν απαγορευτεί, αλλά ποιος νοιάζεται), όπου ο Σον Πεν με το κατσούφικο ύφος του και σ’ έναν άμεσο παραλληλισμό με τον ταύρο, ξεσπά ενάντια σε κάθε κόκκινο πανί. Κι αν ανησυχεί κανείς για το αν η ταινία έχει χάπι εντ, αρκεί να σκεφτεί ότι ο σκοπός είναι ν’ αποκτήσει και πολλά σίκουελ, ακριβώς όπως το «Taken».