Η Τζούλιετ είναι μια πετυχημένη συγγραφέας που ζει στο Μεταπολεμικό Λονδίνο, παρά την επιτυχία του τελευταίου της βιβλίου και την υποστήριξη του αγαπημένου της φίλου και εκδότη δυσκολεύεται να βρει έμπνευση για ένα νέο βιβλίο εξαιτίας των σκληρών της εμπειριών από τον πόλεμο. Eτοιμη να δεχθεί την πρόταση γάμου του Αμερικανού στρατιώτη Μαρκ, λαμβάνει ένα γράμμα από έναν αγρότη στο νησί Γκέρνσεϊ , τον Ντόσι Aνταμς. Ο Ντόσι είναι μέλος μιας τοπικής λέσχης βιβλίου με την ονομασία «Guernsey Literary and Potato Peel Society» που ιδρύθηκε κάτω από περίεργες συνθήκες κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η Τζούλιετ ακολουθεί την παρόρμηση της και πηγαίνει στο νησί , όπου ελπίζει να γράψει για την τοπική λέσχη βιβλίου με το παράξενο όνομα. Η Τζουλιετ γοητεύεται από τα μέλη της λέσχης, την αγάπη τους για την λογοτεχνία και την φιλία που τους συνδέει. Πολύ σύντομα όμως θα διαπιστώσει ότι οι νέοι της φίλοι κρύβουν ένα μυστικό.
Βετεράνος της βρετανικής κομεντί με ταινίες όπως το «Τέσσερις Γάμοι και μια Κηδεία» στο ενεργητικό του, αλλά κι ένας στιβαρός σκηνοθέτης «καθώς πρέπει» ταινιών από την τηλεόραση έως τον Χάρι Πότερ, ο Μάικ Νιούελ ξέρει να κάνει αξιοπρεπέστατο απολαυστικό σινεμά για το κοινό. Κι αυτό ακριβώς κάνει με έναν σαφώς παλιομοδίτικο μα χαριτωμένο τρόπο στην διασκευή αυτού του μπεστ σέλερ που θα σας κάνει να θέλετε να μετακομίσετε στο μικρό νησάκι της Μάγχης όπου διαδραματίζεται.
Ακόμη κι αν η σκιά του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου πέφτει βαριά στους ήρωες και τον τόπο του φιλμ, το «Με Αγάπη, Τζούλιετ» κατορθώνει να βρίσκει τον σωστό τόνο δίχως να ευτελίζει την τραγωδία, αλλά και δίχως να την κάνει να μοιάζει απωθητική στα μάτια των θεατών που εξ΄ορισμού ήρθαν στην αίθουσα για να δουν κατι διαφορετικό.
Ο τρόπος που το φιλμ κοιτάζει τα πάντα, από τα γραφικά σοκάκια του νησιού μέχρι τον θάνατο και τον έρωτα, είναι τρυφερός και στρογγυλεμένος, ως επί το πλείστον ανώδυνος αλλά όχι σαχλός. Ο Νιούελ δίνει στους χαρακτήρες του χώρο να υπάρξουν ακόμη και σε αυτούς που δεν διανύουν μεγάλη διαδρομή στην οθόνη ή την ιστορία και παρ΄ ότι το αρχικό υλικό και η κινηματογραφική του διαχείριση δεν απομακρυνεται καθόλου από τα αναμενόμενα, το αποτέλεσμα δεν γίνεται ποτέ βαρετό ή ενοχλητικό.
Το φιλμ του Νιούελ είναι το κινηματογραφικό αντίστοιχο ενός φαγητού που δεν βαριέσαι ποτέ να τρως και που ήδη από την πρώτη κουταλιά σε κάνει να νιώθεις καλύτερα, δυο ώρες που σου δίνουν την ευκαιρία να αφήσεις πίσω την καθημερινότητα, δίχως να θυσιάσεις εντελώς την ανάγκη σου για κάποιου είδους πνευματικό ή συναισθηματικό ερέθισμα. Το είδος του σινεμά που πλέον συναντάς όλο και λιγότερο στην μεγάλη οθόνη κι όλο πιο συχνά σε σειρές της μικρής: όχι απολύτως απαραίτητο, μα όταν είναι τοσο καλοφτιαγμενο, πάντα καλοδεχούμενο.