«Αν περιμένετε κάτι πολύ τρομακτικό, θα απογοητευτείτε. Αν περιμένετε κάτι πολύ φεστιβαλικό, πάλι θα απογοητευτείτε.»
Με αυτά τα λόγια προλόγισε ο Γιάννης Βεσλεμές την πρώτη ελληνική προβολή του φιλμ πέρυσι στο 59ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και, αναδρομικά, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς το γιατί. Το «Εγχειρίδιο του Κακού», η ταινία που συγκεντρώνει μερικούς από τους πιο ενδιαφέροντες – ανερχόμενους και μη – κινηματογραφιστές ανά τον κόσμο για να αφηγηθούν ο καθένας κι από μια ιστορία που εμπνέεται από την φολκλόρ παράδοση τρόμου της χώρας προέλευσής τους, δεν είναι αμιγώς τίποτα από τα δύο αλλά αποτελεί κάτι που ισορροπεί ανάμεσα στις ευαισθησίες μιας καλλιτεχνικής ταινίας και την αισθητική και την εικονογραφία ενός horror φιλμ, αντλώντας από την δύναμη του κάθε σκηνοθέτη και βρίσκοντας τον τρόπο να αναδείξει την παράδοση της κάθε χώρας σε κάτι που αξίζει κανείς να φοβάται, όπως θα έκανε ένα σκοτεινό, νουθετικό παραμύθι.
Από τα πνεύματα της μεσαιωνικής αγροτικής Αυστρίας μέχρι τα μυστηριώδη πλάσματα που (ίσως;) κατοικούν στα σύγχρονα δάση του Οχάιο και του Κονέκτικατ και από την Ινδική θρησκευτική παράδοση της Ινδίας μέχρι τα παγανιστικά κατάλοιπα της ελληνικής παράδοσης, το «Εγχειρίδιο του Κακού» περιλαμβάνει οχτώ ιστορίες, η κάθε μία από τις οποίες πραγματοποιήθηκε με απόλυτη δημιουργική ελευθερία, έπειτα βέβαια από κάποιες αρχικές θεματικές κατευθύνσεις. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε ένα άθροισμα διαφορετικών αισθητικών και διαρκώς μεταβαλλόμενης έντασης, στοιχείο που αναμενόμενα χαρακτηρίζει κάθε κινηματογραφική ανθολογία, όμως είναι εντυπωσιακό το πόσο προσωπικό προκύπτει το κάθε επεισόδιο, ειδικά αν κάποιος είναι ήδη εξοικειωμένος με την φιλμογραφία του κάθε σκηνοθέτη, και πόσο τελικά οικουμενικός αποδεικνύεται ο φόβος του ανθρώπου για την φύση, το άγνωστο και τους τρόπους που όλες αυτές οι δυνάμεις μπορούν να τον καταδικάσουν.
Κι αν κάποιοι από τους σκηνοθέτες επιλέγουν μια πιο άμεση προσέγγιση, όπως ο Τούρκος Τζαν Εβρενόλ του «Baskin», ο οποίος θέτει την ηρωίδα του αντιμέτωπη με ένα δαίμονα του τοκετού, ή η Γερμανίδα Κατρίν Γκέμπε του «Nothing Bad Can Happen» και του φετινού «Pelikan Blood», η οποία παρατηρεί τον τρόπο που αλλάζει η ζωή δύο αδερφών όταν ένα ποντικόμορφο κακό πνεύμα ανατρέπει την καθημερινότητά τους, άλλοι ακολουθούν πιο πειραματικά μονοπάτια, όπως ο Βρετανός Πίτερ Στρίκλαντ του «The Duke of Burgundy» και του «Berberian Sound Studio», ο οποίος αξιοποιεί τόσο την (και) Ουγγρική καταγωγή του όσο και τις εικαστικές επιρροές του από τον Γκάι Μάντιν (πρωταγωνιστεί δε η μόνιμη μούσα του, Φάτμα Μοχάμεντ) για να αφηγηθεί σε ύφος βωβού σινεμά μια ιστορία που θα ζήλευαν περισσότερο από όλες οι αδερφοί Γκριμ, ή ο Γιάννης Βεσλεμές της «Νορβηγίας», ο οποίος μπλέκει τα παγανιστικά έθιμα της ελληνικής επαρχίας με την χριστιανική παράδοση, παραδίδοντας τελικά ίσως το πιο πρωτότυπο κομμάτι ολόκληρης της ταινίας και μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές του («Πιείτε κρασί!»)
Στα υπόλοιπα επεισόδια του «Εγχειριδίου», οι Αυστριακοί Βερόνικα Φραντς και Σέβεριν Φιάλα του «Goodnight Mommy» συνδέουν ατμοσφαιρικά την γυναικεία σεξουαλική αφύπνιση με τα πνεύματα που τρέφονται από τις τύψεις και τις ενοχές, ο Ινδός Ασίμ Αλουάλια του «Miss Lovely» επενδύει στην ασπρόμαυρη φωτογραφία και την θρησκευτική παράδοση της χώρας του χωρίς ωστόσο να αφηγείται κάτι ιδιαίτερα εμπνευσμένο (αν και προς τιμήν του αποφεύγει τα φτηνά σοκ), η Ανιέσκα Σμοζίνσκα του «The Lure» από την Πολωνία προσφέρει ατμόσφαιρα και πλάνα που εντυπωσιάζουν χωρίς όμως αφηγηματική συνοχή και ο Αμερικανός Κάλβιν Ρίντερ του «The Rambler» παρουσιάζει την πιο «πειραγμένη» και cult ιστορία του συνόλου, προκύπτοντας ωστόσο εντελώς παράταιρος με την αισθητική των υπόλοιπων συναδέλφων του και μάλλον λίγος.
Κι αν στο τέλος, αυτό που προκύπτει είναι ένα φιλμ που αποδεικνύεται υπερβολικά ετερόκλιτο για να το απολαύσει κανείς στην ολότητά του, το «Εγχειρίδιο του Κακού» είναι μια ταινία που σε επιμέρους στιγμές του επιβραβεύει απλόχερα τους θεατές του με μικρά τρομακτικά στοιχεία από άλλες παραδόσεις, εμφανείς παραλληλισμούς ανάμεσα στα ηθικά διδάγματα των επιμέρους ιστοριών και τις κοινωνικές συνθήκες που τα δημιούργησαν και μερικά (όχι όσα θα επιθυμούσαμε είναι η αλήθεια, αν και προειδοποίησε ο Βεσλεμές) καλοδεχούμενα τινάγματα από το κάθισμα, χωρίς να παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά και αναγνωρίζοντας την έμφυτη υπερβολή του.
Ακόμα περισσότερο όμως, η ταινία αποτελεί ουσιαστικά μια επίδειξη της γέννησης του τρόμου μέσα από την ανθρώπινη παράδοση, καθώς τον ανάγει σε καθρέφτη των λαθών, των συνεπειών των πράξεων και μιας ύστατης τιμωρίας που αναπόφευκτα βαραίνει όλους, πάντα με την αιματοβαμμένη κάθαρση να δίνει το φινάλε της κάθε ιστορίας και την αέναη μάχη μεταξύ λογικής και δεισιδαιμονίας να εξακολουθεί να μαίνεται. Η λαϊκή παράδοση έχει ήδη αγκαλιάσει τον τρόμο της. Απλά χρειαζόταν περισσότερη συνοχή και ένας πιο σταθερός αφηγηματικός ρυθμός για να αναδειχθεί αυτός στο πλήρες μέγεθός του.