Ο 75χρονος Γιεχέζκελ ζει σε οίκο ευγηρίας της Ιερουσαλήμ με τη γυναίκα του. Παρά το γεγονός ότι εκείνη υποφέρει από άνοια, η ζωή τους περιστοιχίζεται από παρέες και η καθημερινότητά τους κυλά εύθυμα. Oταν όμως ο Μαξ, επιστήθιος φίλος του Γιεχέζκελ, αρρωσταίνει με ένα ανίατο νόσημα, ο Γιεχέζκελ αποφασίζει να τον βοηθήσει να πεθάνει ήρεμος, και με αξιοπρέπεια. Απευθύνεται στον Δρ, Ντάνιελ, έναν κτηνίατρο, και στον συνταξιοδοτημένο αστυνομικό Ραφί Σέγκαλ για να εκτελέσουν αυτή τη ζόρικη αποστολή, την οποία αντιμετωπίζουν με μεγάλες δόσεις μαύρου χιούμορ – η μόνη που εναντιώνεται ηθικά στη διαδικασία είναι η γυναίκα του Γιεχέζκελ. Καθότι όμως την κρίσιμη στιγμή κανείς από την ομάδα δεν «τραβάει τη σκανδάλη», ο Γιεχέζκελ - ως πρώην μηχανικός και εφευρέτης - φτιάχνει μία μηχανή αυτό-ευθανασίας για χατίρι του φίλου του. Καθώς οι φήμες για την εφεύρεση πυκνώνουν, οι εκκλήσεις για βοήθεια, καθώς και τα ευτράπελα, πολλαπλασιάζονται. Εν τω μεταξύ, ο ίδιος ο Γιεχέζκελ αρνείται να αποδεχτεί το γεγονός ότι η κατάσταση της γυναίκας του χειροτερεύει από μέρα σε μέρα. Τα ηθικά διλήμματα είναι πολλά και αναπάντητα.
Η μεγάλη επιτυχία της ταινίας των Ισραηλινών Ταλ Γκράνιτ και Σάρον Μέιμον είναι ότι πολλές φορές μέσα στη διάρκειά της έχεις ξεχάσει πως αυτό που βλέπεις διαδραματίζεται μέσα σε έναν οίκο ευγηρείας, πως μια από τις πρωταγωνίστριες έχει άνοια και πως ο θάνατος είναι πανταχού παρών, είτε ως φυσικό τέλος είτε ως αποτέλεσμα μιας αυτοσχέδιας εκστρατείας υπέρ της ευθανασίας.
Δεν είναι μόνο το γεγονός πως η ομάδα των εξαιρετικών πρωταγωνιστών φέρονται περισσότερο ως σκανταλιάρικα παιδιά που ανακαλύπτουν τον κόσμο από την αρχή ή σαν αιώνιοι έφηβοι που συνεχίζουν να ερωτεύονται, να κάνουν σεξ και να μετατρέπουν σε «πάρτι» τις θλιβερές συνέπειες του χρόνου που περνάει.
Πιο πολύ είναι ο τόνος της σκηνοθεσίας που πατώντας πάνω σε ένα ξέφρενο σενάριο, τρέφεται από την αντίθεση μιας κωμωδίας καταστάσεων που εκτυλίσσεται πάνω σε κρεβάτια νοσοκομείου και νεκροταφεία, ανατρέποντας το βαρύ του θέματος με ταυτόχρονη κοινωνική και πολιτική διάθεση δικαιώνοντας τόσο τους ηρωές του φιλμ αλλά και τις επιλογές τους – ακόμη κι αν αυτές είναι ακραίες, μη νόμιμες ή ηθικά αμφιλεγόμενες.
Ανατρεπτικό ως προς τη ματιά του πάνω στην τρίτη ηλικία αλλά και στο ακανθώδες θέμα της ευθανασίας, το «Τελευταίο Πάρτι» ωστόσο πασχίζει (και δεν το κρύβει) να παραμείνει... ευχάριστο μέχρι τέλους, φορτώνοντας τις αποσκευές του με κόντρα γκαγκς (όπως αυτό του αστυνομικού που προσπαθεί μάταια να δώσει κλήση στην παρέα των υπερήλικων), αχρείαστα κόντρα κοινωνικά σχόλια (όπως αυτό του γκέι παράνομου ζευγαριού με τον κρυφό εραστή να κρύβεται στην... ντουλάπα) και ένα τραγουδιστικό ιντερλούδιο που υπό συνθήκες θα λειτουργούσε λυτρωτικά (σε μια άλλη ταινία).
Στην προσπάθεια του αυτή, δεν μοιάζει να έχει αποφασίσει αν θέλει να είναι ένα κωμικό δράμα ή μια δραματική κωμωδία και ειδικά στο άρρυθμο δεύτερο μέρος αρχίζει να απομακρύνει τον θεατή από το ενδιαφέρον του για τους ήρωες και το κυριότερο από την πραγματικότητα, υιοθετώντας μια σαφή σουρεαλιστική ματιά προκειμένου να μιλήσει για τα πιο δυσάρεστα πράγματα, μπουκώνοντας την ατμόσφαιρά του με καλές διαθέσεις, αφελή κωμικά διαλείμματα, τρυφερότητες και ακέραιες ηθικές στάσεις που προδίδουν την ίδια του τη ριζοσπαστική ταυτότητα προς όφελος ενός ευρύτερου κοινού που θα αναγνωρίσει πως, ναι, υπάρχει τρόπος να μιλήσεις για το θάνατο μέσα από μια κωμωδία.
Πράγμα που δεν θα αρνιόταν κανείς, αν τόσο το γέλιο όσο και η συγκίνηση δεν έρχονταν έστω και την ύστατη στιγμή τόσο εκβιαστικά όσο δεν θα συνέβαινε ποτέ στην πραγματική ζωή (ή σε μια πραγματικά καλή ταινία).