Είναι λιγάκι σαν τη Φύση το χρήμα, όχι απλώς επειδή φτιάχνεται από βαμβάκι ή χαλκό, αλλά και γιατί αδιαφορεί πλήρως, όπως κάθε αντικείμενο, για την ανθρώπινη κατάσταση. Δεν το νοιάζει το χρήμα ποιος είσαι κι από πού κρατάς, σε σαρώνει ολέθρια ή σε στέφει άρχοντα μέχρι να πεις σεντ. Ούτε σε ρωτά τι θα το κάνεις, αν θα το κλωσήσεις ή θα το σκορπίσεις, αν θα το ανταλλάξεις με τσίχλες ή με κότερα, αν θα το κατευθύνεις σε σκοπούς άγιους ή δόλιους.
Το χρήμα συνιστά, επίσης, την απόλυτη πολυεθνική του πλανήτη, με όλους εμάς –που κοντεύουμε τώρα τα 8 δις- πιστούς του υπαλλήλους. Ποσώς ενδιαφέρει εκείνον που μας παρακολουθεί από κάποιον άλλον γαλαξία αν ο καθένας μας χωριστά είμαστε καλοί σύντροφοι ή υπέροχοι γονείς, αν νοιαζόμαστε για τους φίλους μας και δονούμε την παρέα, αν αγαπάμε επαρκώς τη μαμά μας ή βοηθάμε τους αναξιοπαθούντες. Κανένας εξωγήινος δε θα κοιτάξει τις ιδιωτικές μας αρετές για να χαρτογραφήσει τα συλλογικά μας βίτσια. Το νομικό μας πρόσωπο είναι αυτό που τον νοιάζει πρώτα και κύρια ώστε να κατανοήσει την κοινωνική μας δομή.
Σε αυτές πάνω-κάτω τις σκέψεις βάσιζε ανέκαθεν ο αγαπημένος μας Ντενί Αρκάν τις περί διαιωνιζόμενου καπιταλισμού ανησυχίες του, όπως τις διατύπωσε στην «Παρακμή της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας» το ριγκανικό 1986, υπογράμμισε το επί Μπους 2003 με την τιμημένη με ξενόγλωσσο Όσκαρ «Επέλαση των Βαρβάρων», και επικαιροποιεί τώρα, τις μέρες του Τραμπ, με την «Πτώση». Για να το κάνει, μοιράζει τη δράση του νέου του έργου, μια μελέτη των σύγχρονων οικονομικών μας δομών δουλεμένη ως ταινία είδους, σε τέσσερα κύρια πρόσωπα:
Ο φιλόσοφος | Ο 36χρονος Πιερ-Πολ Νταού, πτυχιούχος φιλοσοφίας που δουλεύει ως μεταφορέας για να τα βγάλει πέρα, κρίνει μάταιη τη διάνοια σε έναν κεφαλαιοκρατικό κόσμο που επιμένει να επιβραβεύει τους ηλίθιους. Κι ενώ θεωρεί εαυτόν το αρχέτυπο του σωστού πολίτη, δε διστάζει να αρπάξει δύο τσάντες γεμάτες εκατομμύρια, πεταμένες στο δρόμο μετά από μια αποτυχημένη ληστεία στην οποία έγινε μάρτυρας, και να τις κρύψει σε μια αποθήκη.
Η πόρνη | Η «Ασπασία», το ακριβότερο κολ γκερλ του Μόντρεαλ, ανταποκρίνεται στην κλήση του Πιέρ-Πολ, του αλλάζει τους γλόμπους, τον κάνει να την ερωτευθεί με πάθος. Βαθμιαία, όμως, θέλγεται και η ίδια από την εξυπνάδα και την ανιδιοτέλειά του, και αποφασίζει να τον συνδράμει στον αγώνα του να ξεπλύνει το κλεμμένο χρήμα.
Ο λογιστής | Ο Σιλβέν Μπιγκράς, που μόλις αποφυλακίστηκε μετά από πολυετή κάθειρξη για συγκάλυψη οικονομικών εγκλημάτων της μαφίας, είναι ο πρώτος που ο Πιέρ-Πολ θα προσεγγίσει για βοήθεια. Αν και αναμορφωμένος, ο μεσήλικας πρώην κατάδικος δε θα αρνηθεί να συνεργήσει, προσφέροντας τις περί πιάτσας γνώσεις του έναντι μεριδίου από τα κλοπιμαία που, στο μεταξύ, αναζητούν μανιασμένα οι Ιρλανδοί και Εβραίοι ιδιοκτήτες τους.
Ο τραπεζίτης | Ο Γουιλμπόρ Τασερό, πρώην εραστής της Ασπασίας και διευθυντής σκιώδους χρηματοπιστωτικού ιδρύματος όπου μέτοχοι είναι και δύο Καναδοί… υπουργοί, δηλώνει επίσης διαθέσιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του έναντι αμοιβής. Όπως για όλους τους επιφανείς πελάτες του, έτσι και για τον ασήμαντο Πιέρ-Πολ, είναι ο αρχιτροχονόμος της ταξιδιάρικα δαιδαλώδους διαδικασίας του ξεπλύματος.
Εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους όσο και δοχεία τελικά συγκοινωνούντα, τα τέσσερα αυτά πρόσωπα μικρογραφούν σημειολογικά τον σύγχρονο Καναδά. Που αν και ανέκαθεν φημισμένος για το άτρωτο του οικονομικού του συστήματος και το παραδειγματικό της κοινωνικής του πρόνοιας, μετρά πλέον όσους άστεγους και άσυλα απόρων έχουν αναλογικά και οι ΗΠΑ.
Σε ένα τέτοιο άσυλο σκοπεύει να διαθέσει το χρήμα ο Πιέρ-Πολ όταν με το καλό το ξεπλύνει. Πίσω από την πρόθεσή του κρύβεται και η (σταθερή) ευαισθησία του Αρκάν, που ποτέ δεν υπήρξε κυνικός, όσο σκληρές κι αν ήταν οι καταστάσεις που πραγματευόταν. Ούτε, όμως, και αφελής είναι ο Κεμπεκουά δημιουργός, όπως θα σπεύσουν κάποιοι να πουν, επηρεασμένοι ίσως από τις ευκολίες της αστυνομικής πλοκής του φιλμ. Είναι απλώς ένας οπτιμιστής που συνεχίζει να πιστεύει στο ανθρώπινο ον, όσο κι αν αυτό έχει διαφθαρεί από τις βάναυσες επιταγές των καθημερινών συναλλαγών.
Κατά βάθος, ο Αρκάν ξέρει ότι η φιλοσοφία, την οποία έχει κατάδηλα μελετήσει εξονυχιστικά και δεν παραλείπει να επικαλείται συχνά δια στόματος του αντιήρωά του, είναι απλώς θεωρία, ενώ το χρήμα είναι πράξη. Γνωρίζει πως το ένα συνιστά θέμα άποψης, ενώ το άλλο είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Και είναι βέβαιος πως όσο δεν αλλάζει η συνθήκη αυτή, που δεν προβλέπεται για τις επόμενες δέκα τουλάχιστον χιλιετίες, καμία αυτοκρατορία δεν πρόκειται να ξανασηκωθεί στα πόδια της.