Πόσο εύκολο είναι να φέρεις στον κόσμο ένα παιδί και να το μεγαλώσεις, όταν ο κόσμος αυτός βρίσκεται κυριολεκτικά στα πρόθυρα της κατάρρευσης; Ενα ερώτημα που σίγουρα δεν έχει εύκολη απάντηση, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς την κατάσταση του κόσμου στον οποίο ζούμε σήμερα.

Στην ταινία «Ενα Τέλος και μια Αρχή», βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Μέγκαν Χάντερ, η Μαχάλια Μπέλο, εδώ στην πρώτη της κινηματογραφική σκηνοθετική απόπειρα, προσπαθεί να δώσει τη δική της απάντηση, η οποία λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μια ανάγνωση πάνω στις δυσκολίες της μητρότητας, τις ανασφάλειες και τις συναισθηματικές αλλά και ψυχολογικές διακυμάνσεις του να είναι κάποιος γονιός μέσα σε αυτούς τους δύσκολους και αβέβαιους καιρούς.

Μετά από μια οικολογική κρίση, μια νεαρή μητέρα, με το μωρό της αγκαλιά, εγκαταλείπει το πλημμυρισμένο Λονδίνο και ξεκινά μια οδύσσεια για να βρει ασφάλεια και να επανενώσει την οικογένειά της - ένα ταξίδι που θα δοκιμάσει την αποφασιστικότητά της ως νέα μητέρα.

Από την πρώτη στιγμή καταλαβαίνει κάποιος πως δεν πρόκειται για μια τυπική (μετα) αποκαλυπτική ταινία, αλλά αλληγορική από την αρχή μέχρι το τέλος της. Ο φακός της Μπέλο δεν επικεντρώνεται τόσο στην οικολογική καταστροφή που ώθησε τη μητέρα αυτή να ξεκινήσει το ταξίδι της, ούτε στις κοινωνικοπολιτικές αναφορές γύρω από τα περιβαλλοντολογικά και προσφυγικά μηνύματα που θέλει να περάσει, κάνοντάς τα σαφή από την πρώτη στιγμή. Βάζοντας στο επίκεντρο τον ίδιο τον χαρακτήρα της μητέρας σκηνοθετεί με φεμινιστική ματιά όλες εκείνες τις ανησυχίες και τις δυσκολίες που περνάει ένας γονιός την σημερινή εποχή, χάνοντας όμως σε στιγμές κάποιες αναγκαίες συναισθηματικές εκφάνσεις, που θα βοηθούσαν στη δραματουργία και στο χτίσιμο μιας βαθύτερης σύνδεσης με τον χαρακτήρα της μητέρας, καθώς αρέσκεται κυρίως στις πιο σιωπηλές και ενίοτε εσωτερικευμένες εκδηλώσεις.

Ισως γιατί η σεναριογράφος Αλις Μπερτς (γνωστή από τη σειρά «Normal People»), δεν επικεντρώνεται στην καταστροφή και στη δράση για την επιβίωση, αλλά, κυρίως, στο να εξετάσει την ψυχολογική κατάσταση της ανώνυμης αυτής νεαρής μητέρας η οποία προσπαθεί να βρει την ψυχική δύναμη να σταθεί εκεί για το νεογέννητο γιο της και να βρει τη θέση της στον κόσμο, ακόμα και όταν αυτός φαίνεται πως χάνεται κάτω από τα πόδια της. Αλλά χωρίς ιδιαίτερη ανάπτυξη των δεύτερων χαρακτήρων (ερμηνεύει ένα πραγματικά εξαιρετικό καστ), οι οποίοι απλώς έρχονται και φεύγουν με μια περίεργη ευκολία, δεν βοηθά στο να δώσει στην πρωταγωνίστριά έναν παραπάνω ρόλο από αυτούς μιας μητέρας και συζύγου.

Τουλάχιστον η υπέροχη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, ερμηνεία της Τζόντι Κόμερ, δίνει στο ρόλο μια βαθιά μελαγχολία, περιβάλλοντας την ηρωίδα με μια γλυκιά στοργή και σηκώνοντας όλο το βάρος της ταινίας, χωρίς όμως να την αποδυναμώνει.

Αυτή η ερμηνεία της Κόμερ είναι που κάνει το «Ενα Τέλος και μια Αρχή» να βρει την ισορροπία που χρειάζεται ανάμεσα στο συναίσθημα και την ωμότητα της ανθρώπινης φύσης, στο δράμα και στο θρίλερ και τη λύτρωση για ένα νέο ξεκίνημα, όταν τα πάντα μοιάζουν πως έχουν τελειώσει.