_«Από τα αρχαία χρόνια για τον τόπο μας έχουν ειπωθεί πολλά μεγάλα παραμύθια και δύσκολα μπορεί να είναι τυχαίο ότι σε κάθε ένα από αυτά ο διάβολος παίζει με την ανθρώπινη μοίρα.» _

Πρώτο μέρος σε μια τριλογία που θα επεφύλασσε για δεύτερο μέρος την - για πολλούς - καλύτερη τσέχικη ταινία που γυρίστηκε ποτέ («Μαρκέτα Λαζάροβα») και για κλείσιμο την «Κοιλάδα των Μελισσών», η «Παγίδα του Διάβολου», βασισμένο στο «Ο Μύλος στο Υπόγειο Ποτάμι» του Αλφρεντ Τέκνικ προδίδει ήδη τόσο τις θεματικές που θα βρεθούν στο κέντρο της προβληματικής του Βλάτσιλ όσο και τη φόρμα - κάτι ανάμεσα σε κλασικό σινεμά και την πειραματική αποδόμησή του.

Ένας ιερέας επισκέπτεται μία μικρή πόλη με μία μυστική αποστολή. Είναι μέλος της Ιεράς Εξέτασης και πρέπει να ερευνήσει τις δραστηριότητες του τοπικού μυλωνά. Ο μυλωνάς και ο γιος του είναι απόγονοι μιας παλιάς οικογένειας, της οποίας το προγονικό σπίτι κάηκε ολοσχερώς πριν από εκατό χρόνια. Έχουν ξαναχτίσει την αυτοκρατορία τους από το μηδέν, κυρίως μέσω της μεγάλης γνώσης τους για τη γη, το νερό και την αρχιτεκτονική, που παραδόθηκε μέσω της εμπειρίας πολλών γενεών στην οικογένειά τους. Η φήμη τους για την εύρεση νερού και την πρόβλεψη της σταθερότητας ενός κτίσματος έχει υποπέσει στην αντίληψη της Ιεράς Εξέτασης, οι οποίοι είναι βέβαιοι ότι η οικογένεια έχει κάνει συμμαχία με τον διάβολο.

Η παραπάνω υπόθεση είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς πως ο Βλάτσιλ δεν κάνει μόνο μια ταινία πάνω στη σχέση των μύθων με το παρόν, με κριτική ματιά πάνω στην (υποκριτική) θρησκεία, τις δεισιδαιμονίες και την μάταιη αναζήτησή της (επιστημονικής) αλήθειας σε ένα κόσμο που προτιμά να πιστεύει στα «σημάδια» και τη μοίρα, αλλά κυρίως ένα αιχμηρό σχόλιο πάνω στις διώξεις των αντιφρονούντων από το κομμουνιστικό Κόμμα στην Τσεχοσλοβακία τη δεκατία του ’50, που άφησε μια ολόκληρη χώρα σε αναθεώρηση πίστης, (χαμένης) ελπίδας και ταυτότητας.

Και το κάνει με σκηνές που υποβάλλουν, άλλοτε υπερβολικά περίτεχνες και επιτηδευμένες και άλλοτε τόσο πιο τελέσφορα λιτές, καθώς οι άνθρωποι μοιάζουν να συνθλίβονται κάτω από δυνάμεις που όχι μόνο δεν τις αντιλαμβάνονται αλλά - το σημαντικότερο - είναι αμφίβολο αν υπάρχουν. Το κάνει και με μια κλίση προς την ποίηση και τον λανθάνων ρομαντισμό, με τη χρήση των ονείρων και τη (έτσι κι αλλιώς) θολή γραμμή ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία (με κάτι από Ζαν Κοκτό πιο πολύ από ότι με Αντρέι Ταρκόφσκι ή Ίνγκμαρ Μπέργκμαν που μοιάζουν με ευθείες αναφορές). Το κάνει και με μια αίσθηση θράσους απέναντι στον τρόπο που έχουμε μάθει να βλέπουμε τα μεσαιωνικά παραμύθια, εδώ με μια αίσθηση επείγοντος πάνω στο τέλος μιας ολόκληρης εποχής για τον άνθρωπο που φέρνει το φιλμ στο παρόν, σαν ένα πρώτο δείγμα πάνω σε ένα «είδος» που ο ίδιος θα τελειοποιούσε πέντε χρόνια μετά στο αριστούργημα του «Μαρκέτα Λαζάροβα».

Η τελική σκηνή της «Παγίδας του Διάβολου», όταν πλέον η όλη προβληματική περί της τεκτονικής σύγκρουσης δύο τελείως διαφορετικών ιδεολογιών έχει αναχθεί σε ένα επιστημονικής φαντασίας δοκίμιο πάνω στο τέλος του (παλιού) κόσμου, συνοψίζει ιδανικά την πρωτοπορία ενός δημιουργού που συνεχίζει να αφορά ακόμη περισσότερους νέους κόσμους.