O Iσμαήλ είναι ένας 30χρονος ιρανός μετανάστης στη σύγχρονη Κοπεγχάγη. Τα πρωινά, εργάζεται ως μεταφορέας και στέλνει χρήματα στην οικογένειά του στην πατρίδα. Τα βράδια όμως, φορά το μοναδικό του κουστούμι και τη γοητεία του και πηγαίνει στα μπαρ αναζητώντας γυναίκες. Εχει αποστολή: μόνο αν καταφέρει να βρει μία σύντροφο κι αποκτήσει μόνιμη διεύθυνση, θα του επιτρέψουν οι μεταναστευτικές αρχές να παρατείνει την άδεια παραμονής του. Αλλιώς πρέπει να γυρίσει πίσω. Μπροστά σ' αυτό το στόχο, η ηθική του μοιάζει να έχει πέσει σε λήθαργο. Ομως, το παρελθόν του έρχεται να ξυπνήσει τις ενοχές του.
Ο σκηνοθέτης Μιλάντ Αλαμί έχει κι ο ίδιος γεννηθεί στο Ιράν, μεγαλώσει στη Σουηδία, ενώ σπούδασε σινεμά και πλέον μένει και εργάζεται στη Δανία. Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο (είχαν προηγηθεί οι βραβευμένες μικρού μήκους «Void» και «Mommy») αποφασίζει λοιπόν να μιλήσει για κάτι που γνωρίζει καλά: να νιώθεις ξένος παντού.
Με ένα σενάριο παρατήρησης (το συνυπογράφει με τη Δανέζα σεναριογράφο, Ινγκεμποργκ Τόπσι) ο Αλαμί αρνείται να παρουσιάσει τον ήρωά του, απλώς, ως έναν οικονομικό μετανάστη. Δεν κάνει το πορτρέτο ενός τίμιου βιοπαλαιστή που φορτώνεται στωικά τα βάρη του υπηρέτη της Ευρώπης. Ο Ισμαήλ διψά για αποδοχή που ξεπερνά την πρώτη ανάγκη επιβίωσης, περνά μέσα από τη σεξουαλική του ταυτότητα ως αρσενικό και καταλήγει στην εμμονή της απορρόφησης του από τον λαμπερό, ελπιδοφόρο, δυτικό κόσμο. Οι γυναίκες αγαπούν τη μελαχρινή του επιδερμίδα και την πιο άγριά του ενέργεια – αυτό θα είναι το διαβατήριό του.
Για αυτό κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το πώς η συμπεριφορά του αλλάζει και σταδιακά η επιδερμίδα του ζιγκολό ξεφλουδίζει, όταν γνωρίζει τη Σάρα, μία ιρανικής καταγωγής Δανέζα αστή. Το παρελθόν, η οικογένεια, οι παραδόσεις, οι τύψεις ξυπνούν – η πίεση να επιλέξει κι εκείνος πλευρά, να αποφασίσει που επιτέλους ανήκει, τον λυγίζουν.
O Αλαμί ξεκάθαρα βρίσκεται κι ο ίδιος σε αποστολή: να γοητεύσει με μία ταινία που θα σοκάρει με την πρώτη της σκηνή και θα απελπίσει με την τελευταία. Στόχος του να μάς προβληματίσει για την εύθραυστη οντότητα τόσων και τόσων ανθρωπων που η Ευρώπη τους θεωρεί πολίτες δευτέρας κατηγορίας κι εμείς τους αντιμετωπίζουμε με καχυποψία, ενώ είναι και οι ίδιοι θύματα ενός άδικου συστήματος.
Παρόλο το ενδιαφέρον θέμα και τις καλές προθέσεις όμως, η ταινία πάσχει από μία σειρά από κλισέ, διδακτισμούς κι ενοχές που μοιράζει ισόποσα σε δυτικούς και μετανάστες θεατές, κουνώντας τους το δάχτυλο. Ο αδιέξοδος τρόπος της επιστροφής στον τόπο γέννησης μοιάζει τιμωρητικός, η ευκαιρία και το δικαίωμα στην ευτυχία, παρουσιάζεται ως απατηλό όνειρο και ύβρις.
Αντίβαρο όμως στον πεσσιμισμό του σκηνοθέτη στέκεται η ερμηνεία του Αρνταλάν Εσμαέλι (Ισμαήλ), αλλά και ο δυναμισμός της Σόχο Ρεζανετζάντ (Σάρα) που εμπνέουν συμπόνοια κι ενσυναίσθηση, τρυφερότητα και βαθιά κατανόηση, εξανθρωπίζοντας ένα σύνθετο πολιτικό θέμα και ξεκινώντας το διάλογο για το γοητευτικό (ή απεχθές) κόσμο που θέλουμε να φτιάξουμε στη σύγχρονη Ευρώπη.