Η Χάριετ Φοξ (Ούμα Θέρμαν) κι ο σύζυγός της Πίτερ (Τιμ Ροθ) είναι ένα ζευγάρι Βρετανών απατεώνων - εθισμένοι στο χρήμα, το αλκοόλ και την εύκολη ζωή. Μόνο που κάνουν το λάθος να εξαπατήσουν την Ιρίνα (Μάγκι Κιου), μία αδίστακτη γκάνγκστερ, κι αναγκάζονται να δραπετεύσουν στο Λος Αντζελες που εκεί η Χάριετ έχει ένα σχέδιο: θα κλέψουν το πολύτιμο δαχτυλίδι της πρώην γυναίκας του Πίτερ, Τζάκι (Αλις Ιβ) για να ξεχρεώσουν. Η Τζάκι είναι τώρα παντρεμένη με τον πλούσιο χολιγουντιανό σκηνοθέτη Γκάμπριελ (Κρίσπιν Γλόβερ), ο οποίος την απατά με τη γραμματέα του (Ελίζαμπεθ Mπανκς) και την πρωταγωνίστριά του (Σοφία Βεργκάρα). Μόνο η Ιρίνα θα τους ακολουθήσει στο LA αφήνοντας το αιματοβαμμένο στίγμα της στο χάρτη. Θα καταφέρουν να κλέψουν το δαχτυλίδι και να τη σκαπουλάρουν;

Μπορεί να μετρήσαμε 11 περίπου λαμπερά ονόματα, αλλά «Ocean's 11» δεν είναι. Ούτε στο περίπου. Το δίδυμο του «The Devil You Know» (2013), ο Τζέιμς Οκλι κι ο κύπριος σεναριογράφος Αλεξ Μιχαηλίδης χρησιμοποιούν την ιδέα και το πακετάρισμα της ταινίας ως το ιδανικό δόλωμα: τόσο πολλά και μεγάλα ονόματα σε μία ιδέα που παντρεύει την con movie με την κωμωδία μοιάζει με την ταινία του καλοκαιριού. Μια περιπετειώδη, γκανγκστερική κωμωδία με στιλ, αισθητική και... all that jazz.

Δυστυχώς όμως, αν υπάρχει μία απάτη είναι η ταινία: η ιδέα γρήγορα εξαντλείται σε αφελή κλισέ, η κωμωδία αποδεικνύεται σλάπστικ και μπουφόνικη, οι ηθοποιοί του καστ παραμένουν ανεκμετάλλευτοι, σε ρόλους που μάλλον τους εκθέτουν. Ο Τιμ Ροθ αναλώνεται στο να παίζει τρικλίζοντας τον συνεχώς μεθυσμένο, η Αλις Ιβ την ζηλιάρα χολιγουντιανή ξανθιά, η Σοφία Βεργκάρα την παθιάρα λατίνα, η Ελίζαμπεθ Μπανκς εμφανίζεται κι εξαφανίζεται σαν άδοξη στάρλετ στον πρώτο της ρόλο, ενώ η Μάγκι Κιου (η μόνη πραγματικά στιλάτη) ερμηνεύει την εκδικητική γκάνγκστερ σαν να παίζει σε άλλη ταινία. Οσο για την Ούμα Θέρμαν: ποτέ δεν σε πείθει ως εγκέφαλος της συμμορίας - χωρίς τον Ταραντίνο στο τιμόνι, οι δυναμικές ηρωίδες της έχουν κάτι το άχαρο, το άκαμπτο, δεν σπάνε το παγερό της περίβλημα.

Θα μπορούσε να ήταν μία αλά Πίτερ Μπογκντάνοβιτς απολαυστική, ελαφριά αφορμή για συνεύρεση λαμπερών πρωταγωνιστών που τους χαζεύεις, όσο η περιπέτεια στην οποία σε προσκαλούν να τους ακολουθήσεις αποδεικνύεται ανάλαφρη, έξυπνη, γαργαλιστική, πιπεράτη - σαν τα κοκτέιλ που πίνουν.

Δυστυχώς όμως εδώ δεν υπάρχει σενάριο, αλλά μοντάζ ανακυκλωμένων στερεότυπων και μαζική υστερίας που συχνά μπερδεύουμε ότι ισοδυναμεί με κωμωδία.